Οταν διαβάζεις ένα βιβλίο, λογοτέχνημα ή δοκίμιο, δεν ακούς μονάχα τη φωνή του συγγραφέα του. Ακούς κι άλλες φωνές, τρίτων, κοντινές ή απόμακρες, όσες ανασταίνει η αναγνωστική σου μνήμη, που δεν παύει ποτέ να συσχετίζει, να παραλληλίζει, να συγκρίνει. Η φωνή του συγγραφέα καλείται ή να συνομιλήσει μαζί τους, ώστε να αποδείξει την αυταξία της, ή και να τις πολεμήσει, ώστε ν’ ακουστεί λαγαρή, χωρίς θόρυβο.
Διαβάζοντας το «Ηπειρώτικο μοιρολόι» του Κρίστοφερ Κινγκ, που κυκλοφορεί στις εκδόσεις «Δώμα», με τον υπότιτλο «Οδοιπορικό στην αρχαιότερη ζωντανή δημώδη μουσική της Ευρώπης», εξαιρετικά μεταφρασμένο από τον Αριστείδη Μαλλιαρό, εκτός από τα βιολιά, τα κλαρίνα και τα νταούλια, άκουγα και τρεις φωνές. Οχι ταυτόχρονα, αλλά με τη σειρά, η μια μετά την άλλη, όσο προχωρούσε το διάβασμα. Οσο περνούσα δηλαδή από την αρχική έκπληξη («γιά δες! ένας Αμερικάνος στην Ηπειρο») ή και επιφύλαξη («αρχαιότερη; και πώς αποδεικνύεται;») στην απόλαυση. Μιαν απόλαυση αχώριστα ζευγαρωμένη με τη γνώση, η οποία προκύπτει από το πλήθος των μουσικών, εθνογραφικών και ιστορικών πληροφοριών που προσφέρει ο συγγραφέας. Η επιστημοσύνη του Κινγκ, απόρροια και των φιλοσοφικών και μουσικολογικών του σπουδών, αποτελεί τον ισχυρό φέροντα οργανισμό του πονήματός του, που στερεώνει και νοηματοδοτεί τον ενθουσιασμό του, ακόμα κι όταν φαίνεται ότι θα ξεχειλίσει ή θα αναβαθμίσει σε αναμφίλεκτη απόδειξη μαθηματικού τύπου το ισχυρό βίωμά του, τη ρητά ομολογημένη «εμμονή» του για την Ηπειρο.
Η πρώτη φωνή που με επισκέφθηκε απρόσκλητη, ήρθε να μου πει μια παροιμία: «Ελα, παππού μου, να σου δείξω τ’ αμπελοχώραφά σου». Την είπε και την ξανάπε με μονότονη ειρωνεία, μ’ ένα τόσο ελληνικό γκρινιάρικο παράπονο, ώσπου αποσύρθηκε ηττημένη από τα βαριά ονόματα που με υποχρέωσε να της θυμίσω αμυνόμενος.
Ονόματα ξένων ελληνιστών ή φιλελλήνων που πρώτοι εξέδωσαν ελληνικά δημοτικά τραγούδια ή τα μετέφρασαν εγκαίρως και εγκύρως: Φωριέλ, Τομμαζέο, Κιντ, Πάσσοβ, Βίλχελμ Μύλλερ, και Γκαίτε βέβαια. Θα μπορούσα να συνεχίσω μνημονεύοντας ονόματα σημερινών άξιων μελετητών της δημοτικής μας ποίησης, αλλοδαπών, του Βάλτερ Πούχνερ ή του Γκυ Σωνιέ. Θα μπορούσα επίσης να της θυμίσω ότι και τους μισούς (τουλάχιστον) δρόμους προς την αρχαιοελληνική γραμματεία τούς άνοιξαν ξένοι φιλόλογοι, με τις κριτικές εκδόσεις και τις αναλύσεις τους. Ή να πω απλώς ότι στα πνευματικά –και οπωσδήποτε στην εκ φύσεως οικουμενική μουσική– δεν υπάρχουν αμπελοχώραφα, αποκλειστικοί νομείς, σύρματα και σύνορα. Αλλά όλα αυτά περίττευαν. Γιατί το οδοιπορικό του Κινγκ, ένα βαθιά ειλικρινές και ανυπόκριτα συγκινημένο χρονικό ετερογνωσίας αλλά και αυτογνωσίας, έδειξε από τις πρώτες του σελίδες ότι δεν έχει ανάγκη συνηγόρου. Οτι έχει να πει σπουδαία πράγματα, και να τα πει με τρόπο τερπνό.
Η δεύτερη φωνή ήταν συσχετιστική, όχι ειρωνική. Και ανακλήθηκε από την εσωτερική μου ακοή μόλις διάβασα την πρώτη υμνητική αναφορά του Κινγκ στο ηπειρώτικο τσίπουρο. Το παινεύει με τέτοιο πάθος που λίγο ακόμα και θα πιστέψεις ότι ο εκτυπωτής του λειτουργεί με απόσταγμα από το Ζαγόρι, όχι με μελάνη. Βέβαια το αποθεωμένο από τη γραφή ενός ξένου τσίπουρο που ήρθε να μου θυμίσει η φωνή ήταν από τη Ζαγορά και το υπόλοιπο Πήλιο, όχι από το Ζαγόρι. Και εκείνος ο ξένος πάντως ήταν Αμερικανός, Νεοϋορκέζος: ο λογοτέχνης και δημοσιογράφος Αρνολντ Σέρμαν. Ο Σέρμαν, που ζούσε και εργαζόταν στην Ελλάδα από το 1987, εξέδωσε το 1995 το αφήγημα «Οι Κένταυροι του Πηλίου» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής, εκδ. Ψυχογιός). Οι σελίδες του είχαν παραχθεί από ένα νόστιμο μείγμα μυθοπλασίας και ρεπορτάζ, σατιρικού προσανατολισμού. Ο συγγραφέας γλεντάει την τρέλα της Ελλάδας, έγραφα τον Σεπτέμβριο του 1995 στην «Κ»· γλεντάει την παραφορά της, τον ανορθολογισμό της, το καθεστώς της Υπερβολής που τη διέπει σχεδόν στα πάντα, από το φαγητό έως την τσιπουροποσία, από τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις έως την ανεμελιά, μια ανεμελιά όμως που εξαλλάσσεται ταχύτατα στο αρνητικό της συμπλήρωμα: τον μελοδραματισμό.
Για τον Νεοϋορκέζο Σέρμαν το γλυκανισάτο τσίπουρο του Πηλίου που κατανάλωναν δίχως όρια οι Κένταυροι ήταν το ελιξίριο που τους είχε κάνει αθάνατους· ο καλπασμός τους, έπαιρνε όρκο, ακούγεται ακόμα στο θεσσαλικό βουνό. Ο Κρίστοφερ Κινγκ από τη Βιρτζίνια δεν συναντάει Κένταυρους στα πανηγύρια των Ζαγοροχωριών.
Συναντάει Σάτυρους που χορεύουν τον κόρδακά τους, με την τελετουργική αυστηρότητα να δίνει σχήμα στην ιερή μέθη τους. Μπαίνει στον κύκλο του χορού, στην αριστοτελική «χορεία». Δεν έχει καμία διάθεση να μείνει αμέτοχος παρατηρητής, ένας υπερόπτης τρίτος. Συγκινείται βαθιά, ριζικά, και κινείται αναπόφευκτα προς τη χορευτική ομήγυρη – κι ας μην ξέρει τα βήματα. Και, χάρη στο τσίπουρο, τη μουσική και τον χορό, ο οποίος εγκαθιδρύει την αναντίρρητη ισότητα και την πιο πλούσια συντροφικότητα, «περνάει σε μια οριακή κατάσταση μουσικού δαιμονισμού».
Με οξυδερκή αυτεπίγνωση, ο λαϊκός ποιητής μάς λέει ότι «και τα τραγούδια λόγια είναι, τα λεν οι πικραμένοι· / πάσχουν να βγάλουν το κακό, μα το κακό δεν βγαίνει». Μόνο με τα λόγια, δεν βγαίνει, όσο παραμυθητική κι αν θεωρήσουμε την ποίηση. Γι’ αυτό αναλαμβάνουν δράση η μουσική και ο χορός, σύμφυτα άλλωστε με τον δημοτικό ποιητικό λόγο, τριάδα ομοούσιος και αχώριστος.
Η εμπειρία του ηπειρώτικου τσίπουρου και του ηπειρώτικου χορού, σε όσα χωριά αντιστέκονται στις ηλεκτρικές κιθάρες και τα έκο, είναι όντως μοναδική – προσυπογράφω τη γνώμη του συγγραφέα, όχι απλώς σαν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας, αλλά σαν μέτοχος. Και θυμίζω πόσο ψηλά βρίσκονταν στην εκτίμηση του Κωστή Παλαμά και του Τέλλου Αγρα τα δημοτικά τραγούδια της Ηπείρου, προπάντων τα τραγούδια της ξενιτιάς, που απέχουν ελάχιστα από τα μοιρολόγια. Αλλωστε, «ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει».
Το όνομα του Κρίστοφερ Κινγκ δεν μου ήταν άγνωστο. Σαν ερασιτέχνης θηρευτής δημοτικών τραγουδιών, σε τυπωμένη μορφή, στα παλαιοβιβλιοπωλεία, αλλά και σε τραγουδισμένη, το είχα συναντήσει στις διαδικτυακές μου αναζητήσεις, ζευγαρωμένο με το όνομα είτε του κορυφαίου βιολιτζή Αλέξη Ζούμπα είτε του πατριάρχη κλαριτζή Κίτσου Χαρισιάδη. Βραβευμένος μουσικός παραγωγός ο Κινγκ, πρωτίστως δε μανιώδης συλλέκτης δίσκων γραμμοφώνου, που δεν τους συγκεντρώνει για να τους απολαμβάνει μόνον αυτός αλλά για να τους επαναποδώσει στο ακροατήριο, ανακάλυψε στην Κωνσταντινούπολη δίσκους του Χαρισιάδη, 78 στροφών. Μαγεύτηκε ακούγοντάς τους και, απολύτως φυσικό, έγινε τακτικός επισκέπτης της Ηπείρου σαν κυνηγός της γεύσης και της γνώσης. Για να γνωρίσει, εκτός πολλών άλλων, την ιστορία του Ζούμπα και του Χαρισιάδη, δύο Ηπειρωτών Τσιγγάνων που η δουλειά τους τον έχει πείσει ότι η μουσική, η δική τους μουσική, δεν είναι απλώς ευχάριστη και διασκεδαστική· είναι ιαματική. Ακριβώς όπως τη θέλησε η αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Αλλά θα συνεχίσουμε την άλλη Κυριακή.