Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Τουρκία πραγματοποιείται σε μία περίοδο όπου το διπλωματικό κεφάλαιο του Αλέξη Τσίπρα στο εξωτερικό είναι αντιστρόφως ανάλογο με το πολιτικό του στο εσωτερικό. Η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από τη Βουλή των Ελλήνων αναβάθμισε τόσο την εικόνα όσο και το κυριότερο την αξιοπιστία της χώρας διεθνώς.
Την ίδια στιγμή, στο πεδίο των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων, εξάντλησε τις αντοχές της κυβέρνησης. Ο επικεφαλής της οποίας κάθε άλλο παρά έχει την παραμικρή διάθεση, πόσο μάλλον τη νομιμοποίηση για να «κολυμπήσει» στα βαθιά και αφιλόξενα νερά που περιβάλουν τον πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό που κυρίως τον απασχολεί ως προς το διμερές σκέλος είναι η διασφάλιση καθαρού διαδρόμου μέχρι τις εθνικές εκλογές.
Με την Τουρκία να μην αποκλίνει από το μονοπάτι της χαμηλής και ελεγχόμενης έντασης. Η επιλογή του κ. Αποστολάκη στη θέση του ΥΕΘΑ, παλιού γνώριμου του ομολόγου του και αναβαθμισμένου στην τουρκική πολιτική σκηνή κ. Ακάρ, αποτελεί μια επιπλέον «δικλείδα ασφαλείας» για τους προσεχείς μήνες.
Λαμβάνοντας υπόψη το μοντέλο διακυβέρνησης ενισχυμένης εκτελεστικής προεδρίας α-λά-Τούρκα, μόνο ο ένοικος του Λευκού Παλατιού θα μπορούσε να προσφέρει μία τέτοια εγγύηση στον Έλληνα πρωθυπουργό. Επιπλέον, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ γνωρίζουν πως ο Τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου δεν περιλαμβάνεται στην ομάδα των στενών συνομιλητών του Ταγίπ Ερντογάν. Ως εκ τούτου, μία συνάντηση με τον ομόλογο του Γιώργο Κατρούγκαλο λίγα θα προσέφερε αναφορικά με την επιδιωκόμενη στρατηγική του κ. Τσίπρα.
Συμπληρωματικά, για την Αθήνα, η παραίτηση του Γουές Μίτσελ από τη θέση του βοηθού Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ για τις Ευρωπαϊκές και Ευρασιατικές Υποθέσεις αφήνει ένα μεγάλο κενό στο πεδίο τόσο των ευρωατλαντικών σχέσεων όσο και ειδικότερα σ’ εκείνο της αμερικανικής στρατηγικής στη γεωπολιτικά αναβαθμισμένη Ανατολική Μεσόγειο. Η αρνητική αυτή εξέλιξη από κοινού με την εκτίμηση πως το προσεχές διάστημα ο Λευκός Οίκος και το administration θα έχουν περισσότερο στραμμένο το βλέμμα τους στις εγχώριες εξελίξεις, ενίσχυσαν την ανάγκη «τεσταρίσματος» του απευθείας διαύλου επικοινωνίας με τον Τούρκο πρόεδρο.
Ένα τελευταίο σημείο αφορά την παρουσία της Αντιστρατήγου της ΕΛΑΣ Ζαχαρούλας Τσιριγώτη μεταξύ των μελών της ελληνικής αντιπροσωπείας. Επιβεβαιώνοντας την ανησυχία του Έλληνα Πρωθυπουργού για την αύξηση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών μέσω Έβρου και λιμανιού της Αλεξανδρούπολης. Λαμβάνοντας υπόψη πως η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας ισχύει μόνο για τα νησιά και όχι για την ενδοχώρα, η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει έναν επιπλέον αστάθμητο και δυνητικά επιβαρυντικό παράγοντα ενόψει της προεκλογικής περιόδου.
Περνώντας στην άλλη πλευρά, για τον Τούρκο πρόεδρο ο Αλέξης Τσίπρας είναι πρωθυπουργός κράτους-μέλους της ΕΕ. Στο πλαίσιο των συναλλακτικών σχέσεων, ο κ. Ερντογάν επιθυμεί να διατηρεί ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας και προσέγγισης με την Ευρώπη. Η κρίση στην τουρκική οικονομία ενισχύει την επιρροή της Ευρώπης, εξέλιξη που έγινε αντιληπτή από τον πραγματιστή Τούρκο πρόεδρο.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα εξακολουθεί να προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση. Η υψηλού συμβολισμού επίσκεψη του κ. Τσίπρα, πρώτα στην Αγία Σοφία και το κυριότερο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης που παραμένει κλειστή από το 1971, αποτελεί μία από τις χειρονομίες καλής θέλησης του κ. Ερντογάν πρωτίστως προς την Ευρώπη και δευτερευόντως προς την Ελλάδα. Ευκαιρία την οποία και θα αδράξει κατά τη διάρκεια της αυριανής του επίσκεψης ο Έλληνας Πρωθυπουργός. Με τις διπλωματικές μετοχές του σε ιστορικό υψηλό, θα έχουν ενδιαφέρον οι αναφορές του για τις θρησκευτικές ελευθερίες στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η Τουρκία έναντι της ΕΕ.
Ως προς την επαναλειτουργία της Σχολής -με τον Τούρκο πρόεδρο να εμμένει στην αρχή της αμοιβαιότητας με τα αιτήματα της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη- το καλάθι θα εξακολουθήσει να είναι μικρό κι ο βασιλιάς πιθανότατα θα βρεθεί εκ νέου γυμνός. Σε κάθε περίπτωση, η ανάδειξη του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου -μετά το βαθύ και με έντονο το γεωπολιτικό του πρόσημο ρήγμα μεταξύ Μόσχας και Φαναρίου- αποκτά ανανεωμένο ενδιαφέρον.
Περνώντας στις επιμέρους δηλώσεις των δύο ηγετών, επιβεβαιώθηκε αυτό που όλοι υποπτευόμασταν. Τα θέματα «υψηλής πολιτικής» θα εξακολουθήσουν να παραμένουν ανοικτά και με τις αποκλίσεις ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Τόσο επί της αρχής (διευρυμένη τουρκική ατζέντα μη αποδεκτή από την ελληνική κυβέρνηση) όσο και επί της ουσίας (διεθνές δίκαιο έναντι επιβολής δικαίου του ισχυρού). Η επικήρυξη των «8» Τούρκων στρατιωτικών ήρθε απλώς να σφραγίσει τη διακηρυγμένη εμμονή του Τούρκου προέδρου σ’ ένα θέμα που θα εξακολουθεί να ρίχνει τη σκιά του στο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας ενδεχομένως να λειτουργήσει ως φυγή προς τα εμπρός για τις δύο πλευρές. Σε αυτό το πλαίσιο, η όποια «θετική ατζέντα» ως προς την πρόοδο επιμέρους ζητημάτων που ανήκουν στη σφαίρα της «χαμηλής πολιτικής» με έμφαση στο εμπόριο, την οικονομία και τις μεταφορές, παραμένει καλοδεχούμενη για τις κοινωνίες των πολιτών στις δύο χώρες αλλά δεν πρόκειται να μεταβάλει τη μεγάλη εικόνα. Η αναφορά του Έλληνα Πρωθυπουργού περί διενέργειας προπαρασκευαστικών συζητήσεων για τα θέματα της ασφάλειας στην Κύπρο, έρχεται να επιβεβαιώσει την κινητικότητα που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα εκ μέρους του διεθνούς παράγοντα για την αναζήτηση κοινού τόπου ως προς την επίλυση του Κυπριακού.
Κοντολογίς, σε μια χρονιά ορατών εξελίξεων στα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου και της Κύπρου -ακόμα και εντός του δευτέρου εξαμήνου- θα απαιτηθεί η επεξεργασία εναλλακτικών σχεδίων ως προς την εθνική στρατηγική για την εξισορρόπηση της Τουρκίας. Με στόχο η Ελλάδα να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που εξακολουθεί να παραμένει «ανοικτό» -το πρώτο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που οδήγησε σε υποβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας μας-. Εκμεταλλευόμενη το νέο δεδομένο που εστιάζει στην επίτευξη περιφερειακών ισορροπιών ισχύος και επιτρέπει ανακατατάξεις μεταξύ των κρατών που πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις.
Συμπερασματικά, αναφορικά με το μείζον ζήτημα εθνικής ασφάλειας, η κυρίαρχη αντίληψη των γειτόνων μας είναι πως ο χρόνος λειτουργεί υπέρ τους. Ίσως και να κάνουν λάθος. Την ίδια στιγμή, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν θα μπορούσε ποτέ να ασκηθεί με ευσεβείς πόθους σε κενά αέρος. Αντιθέτως, κεφαλαιοποιώντας την εξωτερική νομιμοποίηση που τώρα απολαμβάνει, οφείλει να εστιάσει στην προαγωγή της διεθνούς υποστήριξης στην ουσία των θέσεων της στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. Διευρύνοντας και εμβαθύνοντας υφιστάμενα και νέα συμμαχικά σχήματα που θα λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστής αποτρεπτικής ισχύος για τη βέλτιστη δυνατή εξωτερική εξισορρόπηση της υπαρκτής τουρκικής απειλής. Εκ μέρους μιας ανερχόμενης αναθεωρητικής χώρας με φιλοδοξίες περιφερειακής υπερδύναμης. Η Τουρκία θα συνεχίσει να κοιτάζει μπροστά και όχι πίσω. Με αυξανόμενη εθνική αυτοπεποίθηση στο πλαίσιο ενός εθνικισμού που ενώνει και δεν διχάζει την τουρκική κοινωνία. Εν τέλει, θα καταφέρουμε να φέρουμε εις πέρας μια εθνική προσπάθεια που ενδεχομένως και να δοκιμάσει τις πολιτικές ηγεσίες σε Αθήνα και Λευκωσία;
* Ο Σωτήρης Σέρμπος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης