Κάμποσες δεκαετίες πριν, σχολιαρόπαιδα της επαρχίας, τρέχαμε να φιλήσουμε το χέρι του «παππούλη», του ιερέα δηλαδή, όταν τον βλέπαμε από μακριά. Δεν έλειπε και ο ανταγωνισμός, όταν βιαζόμασταν να παρατήσουμε στη μέση την μπάλα που παίζαμε στα χωματένια γηπεδάκια μας, ποιος θα προλάβει να ασπαστεί πρώτος. Δεν καλοθυμάμαι αν τη συνήθεια αυτή, στα προδιδακτορικά χρόνια, μας την είχε επιβάλει το σχολείο ή η παράδοση, το «πάππου προς πάππου». Ετσι κι αλλιώς, με τη χούντα άλλαξαν όλα: υποχρεωτικά κατηχητικά, υποχρεωτικά χειροφιλήματα, «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, υποκρισία».
Μακάρι να ήταν μόνο ο σεβασμός και η βαθιά εκτίμηση αυτό που οδηγεί τους πιστούς όποιας θρησκείας και δόγματος να ασπάζονται την δεξιάν των ποιμένων κάθε βαθμίδας. Πολύ συχνά η ρουτίνα αυτή δεν δηλώνει σέβας αλλά συνιστά θρίαμβο της υποκρισίας, από την πλευρά και των ασπαζόντων και των ασπαζομένων. Το χειρότερο: είναι ένα ισχυρό υπόλειμμα ειδωλολατρίας. Είδωλο, ενσώματο, είναι ο εκάστοτε θρησκευτικός εκπρόσωπος, που αίφνης αντιμετωπίζεται σαν ταυτόσημος και ισοδύναμος των ουρανών που λέμε ότι αντιπροσωπεύει. Είναι σαν κάποιο μυστικό θαύμα να μετέτρεψε σε πραγματικούς αγίους όσους φέρουν συμβατικά τον τίτλο του αγίου: ο άγιος Καλαβρύτων, ο άγιος Πειραιώς, οι παναγιότατοι…
Ούτε ο Πάπας Φραγκίσκος είναι άγιος. Και μάλλον αυτός το ξέρει καλύτερα απ’ όλους. Γνωρίζει επίσης ότι τίποτε το αγιωτικό δεν έχει το χρυσό «δαχτυλίδι του αλιέως» που φοράει σαν σύμβολο της παποσύνης του, διακοσμημένο με τον απόστολο Πέτρο να ρίχνει τα δίχτυα του· και μόνο ο συνδυασμός του χρυσού με τον ταπεινό ψαρά απαγορεύει την πίστη σε οτιδήποτε πνευματικό. Για σύμβολο κοσμικής εξουσίας πρόκειται τελικά. Γνωρίζει τέλος ο τωρινός Πάπας, όπως και κάθε μετριοπαθής ποιμενάρχης, όποιο δόγμα κι αν διακονεί, ότι το φίλημα αυτό μετατρέπει τους μεν ίδιους σε εν ζωή ιερά λείψανα, στα οποία αποδίδεται θαυματουργική δύναμη, τους δε πιστούς σε φαν βεντετών του κάθε λογής θεάματος. Σχεδιασμένη λοιπόν ή αυθόρμητη, της στιγμής, η επιλογή του Πάπα Φραγκίσκου να αποσπά (χαμογελαστός, σχεδόν παίζοντας) το χέρι του πάνω στην προσπάθεια των σκυμμένων πιστών να φιλήσουν το χρυσό δαχτυλίδι, κάτι είχε να πει. Το «παιχνίδι» του, ωστόσο, αντί να εννοηθεί σαν έμμεσο δίδαγμα, κατακρίθηκε σαν σημείο σνομπισμού. Λογικό, όταν η πίστη καταντάει τόσο ρηχή ώστε να θέλει να επικυρώνεται μέσα από μια ρουτίνα θεατρικών, τυπολατρικών κινήσεων.