Στον Ειρηνικό, στο βαθύτερο σημείο του πλανήτη, έντεκα χιλιάδες μέτρα υπό τη θάλασσα, στην Τάφρο των Μαριανών, ο Τεξανός δύτης Βίκτορ Βεσκόβο απάντησε άθελά του στο ερώτημα του Καρυωτάκη: «Θα βρούμε τουλάχιστον τον βυθό της αβύσσου;». Οχι, δεν συνάντησε την εξωγήινη Σφαίρα της φαντασίας του Στίβεν Κινγκ. Ούτε παλάτια του Νηρέα, λείψανα της Ατλαντίδας ή παράξενα όντα που έχουν εκεί την πύλη τους ανάμεσα στην Ανω Γη και στην Κοίλη Γη των ευφαντάστων μιας ψευτοεπιστήμης με πολλούς οπαδούς και στην Ελλάδα.
Συνάντησε βέβαια πλάσματα του βυθού, που με την αντοχή τους σε ακραίες συνθήκες δίνουν δίκιο στους αστροβιολόγους που επιμένουν ότι την «εξωγήινη» ζωή πρέπει να την αναζητήσουμε στον πλανήτη μας· σε μέρη όπου κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Συνάντησε, όμως, και κάτι που πρέπει να μας πείσει ότι οι χειρότεροι εχθροί της Γης δεν είναι τίποτε αστροκαταβροχθιστές εξωγήινοι, που μετάνιωσαν επειδή μας έσπειραν μια φορά κι έναν καιρό, ή σκοτεινοί ενδογήινοι, αλλά εμείς οι γήινοι. Συνάντησε μια πλαστική σακούλα κι ένα πλαστικό περιτύλιγμα για συσκευασίες γλυκών. Αρχές Μαΐου αυτά. Και προχθές η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος τιμήθηκε με κάπως παράδοξο τρόπο από την είδηση ότι Απρίλη και Μάη είκοσι Νεπαλέζοι ορειβάτες της φυλής των Σέρπα μάζεψαν έντεκα τόνους σκουπίδια στο μέρος που θα υπέθετε κανείς πως είναι το καθαρότερο της οικουμένης: το όρος Εβερεστ των 8.850 μέτρων. Τέντες κομματιασμένες από τον αέρα, άδειες φιάλες οξυγόνου, σκοινιά, σπασμένες σκάλες, κονσέρβες και βέβαια πλαστικές συσκευασίες κάθε μεγέθους και είδους. Απομεινάρια όλα αυτά της προσπάθειας χιλιάδων αναρριχητών, τα περασμένα χρόνια, να ανέβουν στην κορυφή του κόσμου.
Θα έλεγε κανείς πως είναι φυσικό να μη νοιάζονται για τα σκουπίδια τους άνθρωποι που δοκιμάζονται σε απίστευτα αντίξοες συνθήκες και θερμαίνονται από την έλξη της κορυφής και μόνο. Ισως. Μόνο που ανάμεσα στα λείψανα της αναρριχητικής αγωνίας ήταν και τέσσερις άνθρωποι, τέσσερις νεκροί άνθρωποι, που τους ανέσυραν κι αυτούς οι Σέρπα. Κάποιες φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν προ ημερών έδειχναν μια τεράστια αλυσίδα ορειβατών που ανηφόριζαν στα Ιμαλάια και δίπλα τους, στο ένα μέτρο, ένας νεκρός. Δεν τον έβλεπαν. Δεν τους αφορούσε. Δεν ήταν κώλυμα γι’ αυτούς η άψυχη ύπαρξή του. Αλλά αν είναι να δοκιμάζουμε τα όριά μας, τα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων, αποδεχόμενοι σαν φυσική την παγωμένη ανθρωπιά, ίσως κάτι μετράμε λάθος.