«Μπεκτασήδες, δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία» (συλλογικό), εκδόσεις «Ισνάφι», Ιωάννινα, 2005, σελ. 157
Οι γιαννιώτικες εκδόσεις «Ισνάφι» συνηθίζουν να μας εκπλήσσουν με τη θεματολογία των βιβλίων τους. Δεν είναι όμως ο εντυπωσιασμός στο θέμα που πρυτανεύει, άλλωστε τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν εντάσσονται σε αυτήν τη «λάιτ έθνικ μόδα».
Το τελευταίο βιβλίο τους, «Μπεκτασήδες, δερβίσηδες και εθνικό κίνημα στην Αλβανία», καλύπτει δύο κενά: τη μεγάλη άγνοια τόσο για τον Μπεκτασισμό όσο και για την Αλβανία. Ο Μπεκτασισμός, μια εξαιρετικά σημαντική παράδοση του Ισλάμ, με γερές ρίζες στα Βαλκάνια, είναι ένα από τα τέσσερα θρησκεύματα της Αλβανίας, εντελώς άγνωστα στην Ελλάδα. Η μόνη πιθανώς γνωστή μας ομάδα είναι οι Αλεβίτες.
Το βιβλίο μάς βοηθά να ανακαλύψουμε τη γειτονική χώρα, αλλά και την ιδιαίτερη σημασία που διαδραμάτισε ο Μπεκτασισμός στην αλβανική εθνογένεση και τη δημιουργία του αλβανικού κράτους. Συνιστά επίσης ιδιαίτερη πηγή γνώσης για τον αλβανικό εθνικισμό και τη συγκρότησή του με αντίπαλο δέος τον τουρκικό, τον σερβικό και τον ελληνικό εθνικισμό. Σήμερα, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του βαλκανικού τουρκο-μουσουλμανικού Μπεκτασισμού λειτουργεί στη Θράκη, στη Ρούσα/Ρουσενλέρ, ενώ ένα από τα σημαντικότερα κέντρα όλων των Αλβανών μπεκτασήδων βρίσκεται έξω από τα Φάρσαλα και υπολειτουργούσε μέχρι το 1971. Η κατάσταση του τεκέ αυτού, η πλήρης εγκατάλειψή του και η λειτουργία στάνης στον χώρο, συνιστούν μια από τις μελανές σελίδες της καταστροφής στον τόπο μας των μνημείων του «αντιπάλου» και απόκρυψης τμημάτων του παρελθόντος.
Δύο ήταν τα βιβλία για τον Μπεκτασισμό μέχρι σήμερα στην ελληνική βιβλιογραφία, εκτός από ελάχιστα εξειδικευμένα άρθρα. Το πρώτο είναι το πολύτιμο, αλλά δύσχρηστο για τον μη ειδικό, βιβλίο του Βλαδίμηρου Μιρμίρογλου «Οι Δερβίσσαι», εκδομένο στην Πόλη το 1940 που το επανεξέδωσε η «Εκάτη» στη δεκαετία του 1990, όπου γίνεται λόγος για το ετερόδοξο Ισλάμ. Το δεύτερο είναι το βιβλίο του Ευστράτιου Ζεγκίνη, εκ των συντελεστών της παρούσας έκδοσης, το οποίο επιγράφεται «Ο Μπεκτασισμός στη Δ. Θράκη» (ΙΜΧΑ, 1988) και πραγματεύεται το ετερόδοξο Ισλάμ στη Θράκη. H μοναδική εργασία του Γιώργου Μαυρομμάτη για τις μπεκτασικές κοινότητες και τα μνημεία στην Ελλάδα του 20ού αιώνα (Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου Bektasism and Alevism, Παν/μιο Σ. Ντεμιρέλ, Σεπτ. 2005) δυστυχώς είναι απροσπέλαστη από το ευρύ κοινό.
Η έκδοση περιλαμβάνει τρία δημοσιευμένα κείμενα και ένα καινούργιο, που δυστυχώς αποτυγχάνει να δώσει γενικότερες πληροφορίες για τον Μπεκτασισμό στην ευρύτερη περιοχή. Τα άλλα τρία κείμενα είναι επιστημονικά άρτια αλλά και άκρως συναρπαστικά, αφού ανοίγουν έναν άγνωστο κόσμο: των τεκέδων (ευκτήριων οίκων των μπεκτασήδων), των μπαμπάδων, των ντεντέδων και των δερβίσηδων. Τι είναι λοιπόν αυτοί οι ετερόδοξοι μουσουλμάνοι, ούτε σουνίτες, ούτε σιίτες, ούτε μια απλή διαφορετική σχολή ανάγνωσης του Κορανίου;
Δύο κείμενα τα υπογράφει μία από τις καλύτερες γνώστριες της αλβανικής ιστορίας και του βαλκανικού Ισλάμ και πιθανότατα η ειδικότερη στον αλβανικό μπεκτασισμό, η Nathalie Clayer. Το πρώτο, επιγράφεται «Μπεκτασισμός και αλβανικός εθνικισμός». Εξετάζονται η ισχυρή διασύνδεση των μπεκτασήδων με το αλβανικό εθνικό κίνημα από τις απαρχές του, ο ρόλος που έπαιξαν στη δημιουργία του αλβανικού κράτους και στη διάδοση της γραπτότητας της αλβανικής γλώσσας. Παρακολουθείται η πορεία της κοινότητας τον μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια του χοτζικού καθεστώτος.
Το δεύτερο άρθρο, «Ισλάμ, κράτος και κοινωνία στη μετα-κομμουνιστική Αλβανία», παρακολουθεί τα τεκταινόμενα μέχρι το 1997, εξετάζει δε και την κατάσταση του σουνιτικού Ισλάμ στην Αλβανία, κάτι που παρουσιάζει ίσως μεγαλύτερο πολιτικό ενδιαφέρον, αλλά και των σουνιτικών μυστικιστικών ταγμάτων. Ιδιαίτερα αυτό το κείμενο θα έπρεπε να διαβαστεί από πολιτικούς και δημοσιογράφους που εύκολα και άκριτα αποφαίνονται και κινδυνολογούν, παραθέτοντας αριθμούς και στοιχεία που η επιστημονική έρευνα δεν τα επιβεβαιώνει ή τα αναγιγνώσκει με διαφορετικό τρόπο. Αντί για τον «κίνδυνο του Ισλάμ στην Αλβανία», που είδαμε πάλι πρόσφατα σε τηλεοπτικό κανάλι, η Ν. Clayer μας «θυμίζει» ότι ακόμη και στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η σουνιτική κοινότητα ήταν αυτή που ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε καταγραφή του θρησκεύματος σε απογραφές, γιατί παρουσίαζε υψηλά ποσοστά ατόμων που θα δήλωναν άθεοι.
Το τρίτο άρθρο αποτελεί απόσπασμα από μελέτη του F.W. Hasluck των αρχών του 20ού αι. Αν και γραμμένο έναν αιώνα πριν, ακόμη συνιστά πολύτιμο οδηγό για τον αλβανικό Μπεκτασισμό. Περιγράφονται οι τεκέδες της Αλβανίας, δίνονται ιστορικά στοιχεία και όψεις της τότε πολιτικής διάστασης του μπεκτασισμού. Ο συγγραφέας περιλαμβάνει ένα πολύτιμο φυλλάδιο των μπεκτασήδων γραμμένο από τον Ναΐμ (Μπέη) Φράσερι που συνιστά μνημείο όχι τόσο θρησκειολογικό, όσο πολιτικό για τη σχέση έθνους-θρησκείας.
Τέλος, η εισαγωγή του Ευστράτιου Ζεγκίνη λειτουργεί περισσότερο ως αυτόνομο άρθρο γενικών πληροφοριών γύρω από τον Μπεκτασισμό.