«Τα μόνα ντοκουμέντα που φωτίζουν καλύτερα την προσωπικότητά του είναι μια σύντομη αυτοβιογραφία που περιλαμβάνεται ως εισαγωγικό κείμενο σε μια πολύτιμη γραπτή μελέτη που έκανε για το χρώμα αλλά και διάφορες γραπτές μαρτυρίες ζωγράφων που γνώρισαν και εκτίμησαν το έργο του», υπογραμμίζει η Μαριλένα Κασιμάτη στην «K», που μετέφρασε την προαναφερθείσα μελέτη από τα γερμανικά στα ελληνικά και θα εκδοθεί από το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης. «Πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον χειρόγραφο που υπάρχει στην Εθνική Πινακοθήκη από το 1960. Από το 1996 που το έπιασα στα χέρια ξεκίνησε και το ενδιαφέρον μου για τον Συμεών Σαββίδη, μία από τις πλέον ξεχωριστές περιπτώσεις ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου. Δεν ακολούθησε την πεπατημένη και αποφάσισε να ανακαλύπτει τη ζωγραφική εκ του μηδενός. H στάση αυτή τον απόμόνωσε και πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια στη ζωή του».
Αυτά τα στοιχεία στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη, κέντρισαν την ερευνήτρια να ασχοληθεί εντονότερα με το έργο του: «Βρίσκεται στην καρδιά του μεταϊμπρεσιονισμού. Ηταν ένας έντιμος ζωγράφος με ικανότητες που θεωρούσε ότι η ζωγραφική πρέπει να εξορθολογιστεί. Πίστευε στον άνθρωπο και στη γνώση. Επέλεξε τους δασκάλους του, δεν τον επέλεξαν αυτοί. Γνώριζε τους «επαναστάτες» ζωγράφους της εποχής του που πήγαν κόντρα στα ρεύματα και είχε διαβάσει φιλοσοφία. Ηθελε να βλέπει τον κόσμο σαν Ελληνας και όχι με τα μάτια των ξένων».
Από τον Πόντο…
Ο Σαββίδης γεννήθηκε το 1859 στην Τοκάτη στον Πόντο της Μικράς Ασίας. Στην περιοχή συγκατοικούσαν Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι και λιγοστοί Ελληνες. «Χάρις στην καταγωγή του, είχε το πείσμα και το πάθος για επιβίωση που χαρακτηρίζει τα μέλη των μειονοτικών πληθυσμών. O ίδιος έλεγε συχνά ότι είχε γεννηθεί σε μια περιοχή βάρβαρη και οπισθοδρομική. Ηταν ένας χέρσος τόπος που αποτελούσε όμως κέντρο χρωματισμού νημάτων και είχε πολλά υφαντήρια χαλιών. Οπως αντιλαμβάνεται κανείς, ο ζωγράφος «βουτήχτηκε» στο χρώμα από μικρός και από εκεί ξεκινά η εξοικείωσή του με τα θερμά γαιώδη, αισθησιακά χρώματα που βλέπουμε στους πίνακές του», εξηγεί η Μαριλένα Κασιμάτη.
Ο πατέρας ήταν έμπορος και τον έγραψε στην Εμπορική Σχολή της Χάλκης, αλλά ο Σαββίδης εντυπωσίαζε τους συμμαθητές του για την σχεδιαστική του δεινότητα. Ετσι μεταπήδησε στο Πολυτεχνείο της Αθήνας για να γίνει αρχιτέκτονας κοντά στον Τσίλερ. Μια τυχαία γνωριμία με τον τραπεζίτη Στέφανο Ζαφειρόπουλο, που δραστηριοποιείτο στη Μασσαλία, άλλαξε τη ρότα στη ζωή του νεαρού καλλιτέχνη. O ευεργέτης ταλαντούχων νέων του αλύτρωτου Ελληνισμού τον έστειλε στην Ακαδημία του Μονάχου για σπουδές με τον όρο να πάρει πτυχίο.
…στο Μόναχο
«Ατίθασος ανατολίτης, ο ζωγράφος δεν είχε την αυτοπειθαρχία που χρειαζόταν για να προκόψει μέσα στο αυστηρό ακαδημαϊκό περιβάλλον. Αμφισβήτησε γρήγορα τους καθηγητές του και τις μεθόδους διδασκαλίας. Αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Σχολή και να μπει στη βιοπάλη. Είχε όμως μάθει καλά γερμανικά και ήδη είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες. Του άρεσαν οι γυναίκες που δεν ξεχώριζαν απαραίτητα για την ομορφιά τους αλλά για τον αισθησιασμό τους. Αυτό φαίνεται και από τους πίνακές του, όπου έχουν όλες μια γλυκήτητα στο βλέμμα και τη στάση του σώματος», επισημαίνει η επιμελήτρια.
«Στη Βαυαρία, ο ζωγράφος ανακάλυψε την τοπιογραφία εκ του φυσικού, το μόνο μάθημα που δεν είχε διδαχθεί στη Σχολή. Το ενδιαφέρον του συγκεντρώθηκε στους αντικατοπτρισμούς του υγρού στοιχείου, κάτι που ενδιέφερε και τους ιμπρεσιονιστές. Οι πινακές του δεν είχαν τα κλασικά τρία επίπεδα αλλά έρχονται όλα τα στοιχεία στην επιφάνεια. Εκείνη την εποχή άρχισαν οι πρώτες σημειώσεις του για το φως και το χρώμα. Ηθελε η γνώση να γίνει κτήμα όλων. Ως εκ τούτου, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τον είχαν αγγίξει οι ιδέες του σοσιαλισμού».
Στο εργαστήρι του έκανε συνήθως οριενταλιστικά έργα, τα οποία του εξασφάλισαν μια συγκεκριμένη πελατεία. Σταδιακά όμως αποφάσισε ότι θέλει να αφήσει πίσω του αυτόν τον τρόπο ζωγραφικής. Διαισθάνθηκε τον ερχομό ενός νέου κύκλου στη τέχνη. Ταυτόχρονα έκανε κάποια ταξίδια στην Μικρασία και τον τόπο γέννησής του. Απεικόνισε τα παζάρια, τους ανθρώπους, σκηνές από την καθημερινότητα με εντιμότητα και τρυφερότητα. Το χρώμα ήταν από τα πιο δυνατά του σημεία και αξίζει να σημειωθεί ότι το 1900 τον κάλεσε μυστικά ο Ιακωβίδης, τον οποίον ο Σαββίδης δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα, για να επιζωγραφίσει την «Παιδική Συναυλία». O πίνακας αυτός έχει σαφέστατα άλλη χρωματική παλέτα από αυτή που βλέπουμε στα έργα του ιδρυτή της Πινακοθήκης. Παρά το γεγονός ότι ο Σαββίδης είχε κάνει μεγάλες κατακτήσεις με το θεωρητικό του έργο στην τέχνη, οι πίνακές του δεν έβρισκαν εύκολα αγοραστές. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1925 με οικονομικές δυσκολίες και προβλήματα υγείας. Μαζί του έφερε και ένα σεντούκι με ξετελαρωμένα έργα, με τα έσοδα των οποίων ζούσε μέχρι και το τέλος της ζωής του το 1927. «Τα πάντα είναι σαν ζυγαριά. Αν βάλουμε στο ένα τάσι το χρήμα τότε βγαίνει χαμένη η τέχνη. Αν βάλουμε στο τάσι την τέχνη, τότε δεν κερδίζουμε χρήμα», συνήθιζε να λέει ο καλλιτέχνης που πέθανε φτωχός αλλά ακολούθησε πάντοτε μια ηθική στάση ζωής.
Αντιεμπορικός στην εποχή του
Πνεύμα ζωηρό και ατίθασο, ο Συμεών Σαββίδης (1859 – 1927) δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στο ευρύ κοινό για μια σειρά λόγων. H τελευταία μεγάλη έκθεσή του πραγματοποιήθηκε το 1931 στην Αθήνα και έκτοτε δεν είχε γίνει αλλο αφιέρωμα στο έργο του. Αν και ήταν ιδιαίτερα προικισμένος, θεωρήθηκε αντιεμπορικός στην εποχή του, άρα είναι δύσκολο να εντοπισθούν κάποιοι από τους πίνακες που πούλησε. Το γεγονός επίσης ότι δεν εφτιαξε οικογένεια -παρά τις αρκετές ερωτικές του περιπέτειες- και συνεπώς δεν άφησε απογόνους, έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη συγκέντρωση περισσότερων στοιχείων για τη ζωή και την πορεία του. O ίδιος ο καλλιτέχνης, που έζησε 40 χρόνια στο Μόναχο, δεν ασχολήθηκε συστηματικά με την αρχειοθέτηση της δουλειάς του και έτσι παρουσιάζονται αρκετά κενά.
Η έκθεση του Σ. Σαββίδη θα διαρκέσει μέχρι τις 25 Ιουνίου. Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει, εκτός από τον κατάλογο της έκθεσης, και μια μονογραφία του καλλιτέχνη, γραμμένη από την Μαριλένα Κασιμάτη.