Σπάνια τα έργα ενός ζωγράφου έχουν την τύχη να μένουν ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη και να επηρεάζουν πολλά χρόνια μετά που φιλοτεχνήθηκαν τη διαφήμιση και τη μόδα. Ο Ολλανδός Πίετ Μόντριαν (1872 Αμερσφοορτ – 1944 Νέα Υόρκη) το έχει καταφέρει και με το παραπάνω. Η γνωστή εταιρεία καλλυντικών L’Oreal, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί εδώ και χρόνια μοτίβα από τα πιο «αφηρημένα» έργα του, ενώ ανάμεσα σε άλλους ο Γάλλος μόδιστρος Υβ Σαιν Λοράντ σχεδίασε το 1965 μια σειρά ρούχων με τίτλο «Διάλογος με την τέχνη».
Η αξία όμως του Μόντριαν δεν έχει ανάγκη τις ευλογίες καμιάς σύγχρονης τάσης και καμιάς μόδας, η οποία όλο και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια φαίνεται να στριμώχνεται και να προσκολλάται στην τέχνη, με σοβαρό κίνδυνο να της προκαλέσει συμφόρηση! Ούτε και γνωρίζουμε βέβαια την πιθανή αντίδραση του Ολλανδού πρωτοπόρου της μοντέρνας τέχνης σε τέτοια περίεργα παντρέματα. Μπορούμε, όμως, βάσιμα να υποθέσουμε ότι ο Πίετ Μόντριαν θα έμενε ικανοποιημένος από την παρουσίαση των έργων του στο σημαντικό μουσείο Λούντβιχ της Κολωνίας.
Ενθουσιασμός
Το κοινό πάντως και η κριτική στη Γερμανία φαίνονται ενθουσιασμένοι. Η έκθεση παρουσιάζει 70 έργα του Μόντριαν, στη συντριπτική τους πλειονότητα από το μουσείο Gemeente στη Χάγη, το οποίο διαθέτει και την πιο πλήρη συλλογή έργων του Μόντριαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε αντάλλαγμα το μουσείο Λούντβιχ δάνεισε τη συλλογή του έργων του Πικάσο, την τρίτη σημαντικότερη στον κόσμο. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Μαρτίου και μόνο το πρώτο Σαββατοκύριακο 6.000 άτομα την επισκέφθηκαν.
Η έκθεση ξεκινάει με την ακριβή ανακατασκευή 1:1 του εργαστηρίου του Πίετ Μόντριαν στο Παρίσι, όπου έζησε και εργάστηκε από το 1921 έως το 1938. Μικρό, με καθαρές γραμμές και τα βασικά χρώματα, κίτρινο, μπλε και κόκκινο, που παραπέμπουν στην ύστερη δουλειά του, τακτοποιημένο μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια. «Ενας χώρος που δεν μπορείς να κάνεις έρωτα» όπως είχε παραπονεθεί στον Μόντριαν μια περιστασιακή του ερωμένη, για το αυστηρό ατελιέ στην οδό Αναχωρήσεως 16 (Rue du depart 16) κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μονπαρνάς.
Στη συνέχεια ακολουθείται μια χρονολογική και παράλληλα θεματική τοποθέτηση των έργων, όπως για παράδειγμα τα τοπία με δέντρα, οι ολλανδικοί μύλοι, αλλά και προσωπογραφίες και γυμνά. Στα εβδομήντα έργα του Μόντριαν ξετυλίγεται η αργή πορεία του Ολλανδού ζωγράφου προς την κατάκτηση της «αφαίρεσης» και παράλληλα ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της τέχνης. Την εποχή ακόμα που το κοινό μπορεί να μην ήταν τόσο μυημένο όσο σήμερα, οι πωλήσεις έργων να μην εκτοξεύονταν σε αστρονομικά ποσά όπως σήμερα και το κυνήγι του χρήματος να μην ήταν απαραίτητα το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου, αλλά που η σκέψη και η αντιπαράθεση είχαν μεγαλύτερο νόημα. Τότε ακόμα που οι καλλιτέχνες, και οι περί αυτών, είχαν τη διάθεση να ξοδέψουν πάνω από όλα χρόνο και υπήρχε η πολυτέλεια του γιατί. Γιατί το φτιάχνω αυτό; Σήμερα το κυρίαρχο ερώτημα είναι πόσο θα το πουλήσω αυτό;
Η καλοστημένη, γεμάτη σεβασμό στον επισκέπτη έκθεση ξεκινάει με τα αγαπημένα θέματα του Μόντριαν, όπως «Τα δέντρα δίπλα στο νερό» 1906-07, ή «Ο Μύλος Oostzijder το βράδυ» 1907-08. Εργα σκοτεινά που παραπέμπουν στην ολλανδική παράδοση, αλλά και στον Μουνκ. Ομως ο Μόντριαν αγαπάει και τα έντονα χρώματα και η επιρροή του από τον εξπρεσιονισμό είναι σαφής. «Το κόκκινο σύννεφο», γύρω στο 1907, είναι μια τρανή απόδειξη αυτού.
Ο Μόντριαν γεννημένος στις 7 Μαρτίου του 1872 στο Αμερσφοορτ, από πατέρα δάσκαλο -για τη μητέρα ελάχιστα είναι γνωστά- ξεχώρισε γρήγορα για το ταλέντο του στη ζωγραφική. Στα 14 του χρόνια αποφασίζει να γίνει ζωγράφος, ενώ αργότερα θα σπουδάσει στην Ακαδημία του Αμστερνταμ. Το 1909 θα πάρει μέρος σε μια μεγάλη έκθεση στο μουσείο Stedelijk της ολλανδικής πρωτεύουσας. Στις 8 Ιανουαρίου θα πεθάνει η μητέρα του και δεν θα πάει στην κηδεία. Θα βάψει το πάτωμα και τους πίνακες του ατελιέ του μαύρα και τους τοίχους και τα έπιπλα άσπρα, και θα γίνει μέλος της Θεοσοφικής Εταιρείας. Εν τω μεταξύ, πάντως, κάνει ένα καλό όνομα και πουλάει ακριβά τους πίνακες του καταφέρνοντας έτσι να συντηρήσει την αγάπη του για την αγορά ακριβών κοστουμιών. Εμφανίζεται πάντοτε περιποιημένος και κομψός.
Το 1911 θα είναι σημαντικότατο για την πορεία του. Θα ταξιδέψει στο Παρίσι και θα έρθει σε επαφή με τον κυβισμό και τους εκπροσώπους του. Θα επηρεαστεί βαθύτατα και οι πίνακές του θα γίνονται ολοένα και πιο λιτοί, ολοένα και πιο γεωμετρικοί. Στην έκθεση στο μουσείο Λούντβιχ παρουσιάζεται πολύ εύστοχα μια σειρά δέντρων που έχουν ζωγραφιστεί από το 1911 έως το 1913. «Το γκρι δέντρο» θα καταλήξει στον «Πίνακα αριθμό 4» του 1913 με τα γνωστά παραλληλόγραμμα και τις κάθετες και οριζόντιες σκούρες διαχωριστικές γραμμές. Ο Μόντριαν θα επισκεφθεί το 1914 την Ολλανδία, όπου και θα παγιδευτεί εξαιτίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Θα επιστρέψει και πάλι στο Παρίσι το 1917. Η αφαίρεση και η καθαρότητα των εικόνων τον απασχολεί όλο και πιο έντονα.
«Το συναίσθημα της ομορφιάς παρεμποδίζεται πάντοτε από την εμφάνιση του αντικειμένου, γι’ αυτό και το αντικείμενο πρέπει να αποκλειστεί από τον πίνακα» συνήθιζε να λέει. Τα βασικά χρώματα, το μπλε, το κίτρινο και το κόκκινο, αλλά και τα «μη χρώματα», το άσπρο και το μαύρο, γίνονται η βασική του παλέτα. Οι πίνακές του γίνονται όλο και άπλοι. Τα οικονομικά του εν τω μεταξύ έχουν πάψει να είναι ανθηρά και γι’ αυτό παράλληλα κάνει προσωπογραφίες και τοπία για τα προς το ζην.
Το 1915 γνωρίζεται με τον κριτικό Τέο φαν Ντεσμπούργκ και δύο χρόνια αργότερα θα ιδρύσουν μαζί το περιοδικό De Stijl, το οποίο και αυτό με τα θεωρητικά του κείμενα θα επηρεάσει βαθύτατα τη σύγχρονη τέχνη.
Ο Μόντριαν διατηρεί σχέσεις και με τη Γερμανία, όπου πουλάει έργα και σε μουσεία. Το 1937 θα συμπεριληφθεί στην περιβόητη έκθεση που οργάνωσαν οι ναζί στο Μόναχο με τον τίτλο «εκφυλισμένη τέχνη» θέλοντας να απαλλάξουν τα γερμανικά μουσεία από ό,τι πιο μοντέρνο εκείνη την εποχή και προσφέροντάς το, όπως έλεγαν, στη δημόσια περιφρόνηση. Τα έργα του Μόντριαν θα αποσυρθούν όταν οι ναζί με έκπληξη θα διαπιστώσουν ότι δεν είναι Γερμανός!
Η απελευθέρωσή του
Ενα χρόνο αργότερα, ο Ολλανδός καλλιτέχνης εξαιτίας του φόβου του πολέμου θα καταφύγει στο Λονδίνο και δύο χρόνια αργότερα στη Νέα Υόρκη. Στην αμερικανική μητρόπολη το έργο του θα απελευθερωθεί ακόμα περισσότερο.
Η έκθεση στην Κολωνία (θα διαρκέσει ώς τις 30 Μαρτίου) τελειώνει με το ανολοκλήρωτο στη Νέα Υόρκη έργο «Victory Boogie Woogie» (1942-1944) καταφέρνοντας να δώσει μια πλήρη ματιά στην εξέλιξη του έργου του Μόντριαν. Και πάνω από όλα, με έναν τρόπο που κρύβει γνώση και σεβασμό για τον επισκέπτη.