Εχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας από εκείνο το απόγευμα που ένας νέος υπαξιωματικός ξεχνούσε να βγάλει τα άρβυλά του πριν ξεκινήσει για μια, κατά τα φαινόμενα, συνηθισμένη παρακολούθηση. Επρόκειτο να ακολουθήσει μια γυναίκα την οποία, εκείνη την περίοδο, συναντούσε -ως παντρεμένος- κρυφά ένας από τους πλέον φιλόδοξους αξιωματικούς του στρατού. Οταν αυτή γύρισε πίσω στον σύντροφό της, ανέφερε το περίεργο περιστατικό, σημειώνοντας ότι ο άνθρωπος που την παρακολουθούσε ήταν μάλλον στρατιωτικός διότι κάτω από τα πολιτικά φορούσε αρβύλες. Εξοργισμένος, ο σύντροφος της… παθούσας, αντιλαμβάνεται τι είχε συμβεί, καλεί επί τόπου στο τηλέφωνο τον ηθικό αυτουργό και τον βρίζει σκαιότατα.
Στη μια γραμμή του τηλεφώνου ήταν ο, τότε ταγματάρχης και μετέπειτα πραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος και στην άλλη το δεξί χέρι του για όλες τις «βρώμικες δουλειές» της χούντας, ο Δημήτρης Ιωαννίδης. Η γυναίκα δεν ήταν άλλη από τη μέλλουσα σύζυγο του Παπαδόπουλου, νεαρή και φιλόδοξη υπάλληλο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού τότε, τη Δέσποινα Γάσπαρη. Η σύζυγος του πραξικοπηματία είχε παραλληλίσει τη φιλία μεταξύ των δύο ανδρών με εκείνη μεταξύ του Δάμωνος και του Φιντία. Ωστόσο, όπως φαίνεται από τα γεγονότα, η φιλία μεταξύ συνωμοτών είναι περιττή πολυτέλεια. Ο Παπαδόπουλος πέθανε το 1999 και ο βαριά άρρωστος Ιωαννίδης, ένας εκ των δύο τελευταίων κρατουμένων για τα εγκλήματα της Επταετίας (ο άλλος είναι ο Νίκος Ντερτιλής), ζητεί, ύστερα από 34 χρόνια φυλάκισης, να πεθάνει έξω από το κελί του.
Με δικό του μηχανισμό
Η συνωμοτική φύση του Ιωαννίδη τον ανέδειξε από την 21η Απριλίου 1967 -την ημέρα που ο Παπαδόπουλος με μια ομάδα στρατιωτικών ανέτρεψε τη δημοκρατία εγκαθιδρύοντας δικτατορία- σε δυναμικό πιόνι του καθεστώτος. Ως διοικητής της πανταχού παρούσας στρατιωτικής αστυνομίας ΕΑΤ – ΕΣΑ, ο Ιωαννίδης έστησε και αυτός μεθοδικά τον δικό του μηχανισμό.
Το 1973 κίνησε τα νήματα της ανατροπής του Παπαδόπουλου, τροφοδοτώντας παράλληλα και τις παρασκηνιακές διεργασίες πίσω από το πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που τον Ιούλιο του 1974 οδήγησε στη στρατιωτική εισβολή και εν συνεχεία κατοχή της βόρειας Κύπρου από τους Τούρκους. Ο Ιωαννίδης, ως κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της χουντικής πτέρυγας των σκληροπυρηνικών, σε κάθε ευκαιρία που του δινόταν στον συνωμοτικό μικρόκοσμο στον οποίο ζούσε, κατηγορούσε τον Παπαδόπουλο για έλλειψη αποφασιστικότητας. Ο πραξικοπηματίας βέβαια σπάνια υποψιαζόταν τον Ιωαννίδη, τον οποίο θεωρούσε έμπιστο. Μάλιστα, μια ημέρα ο Μαρκεζίνης και κάποιοι συνεργάτες του Παπαδόπουλου τον προειδοποίησαν ότι ο Ιωαννίδης θα τον ανατρέψει για να λάβουν την αποστομωτική απάντηση: «Ο Μίμης είναι αρσακειάς. Δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο». Την ίδια περίοδο ο Ιωαννίδης καλεί στο γραφείο του μια σειρά από στρατιωτικούς και τους λέει να πουν την άποψή τους για τον Παπαδόπουλο. Εκείνοι, σκληροπυρηνικοί και έμπιστοι του Ιωαννίδη, αρχίζουν να τον υβρίζουν λέγοντας πόσο μαλθακός και ανίκανος είναι. Ο Ιωαννίδης τα κατέγραψε όλα σε κασέτα και στη συνέχεια την έδωσε στον Παπαδόπουλο, ο οποίος πείστηκε πλέον ότι ο άλλοτε έμπιστος φίλος του λογάριαζε χωρίς τον ίδιο.
Μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Ελλάδα και την οριστική αποκατάσταση της δημοκρατίας, ο «αόρατος δικτάτωρ», όπως έμεινε στην Ιστορία, κάθησε και αυτός στο εδώλιο του κατηγορουμένου, αντιμέτωπος με τα φώτα της δημοσιότητας την οποία, εθισμένος στο σκοτάδι του παρασκηνίου, μισούσε όσο λίγα πράγματα.
«Ολα τελείωσαν»
Η τελευταία σκηνή της παντοδυναμίας του Ιωαννίδη διαδραματίστηκε στις 22 Ιουλίου 1974. Με το στρατιωτικό του τζιπ και συνοδευόμενος από τους υπασπιστές του πηγαίνει στο γραφείο του στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη. Από εκεί, κατευθύνεται στο σπίτι της αδελφής του στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. Σηκώνει το ακουστικό του τηλεφώνου και μιλάει για λίγα λεπτά. Μόλις κλείνει τη συσκευή, γυρνάει στην αδελφή του και λέει: «Ολα τελείωσαν».
Από τον Ιανουάριο του 1975, οπότε φυλακίστηκε, ο Ιωαννίδης υπήρξε ο λιγότερο δημοφιλής από όλους τους καταδικασθέντες για τη δικτατορία. Στα μάτια των εκατομμυρίων δημοκρατών ο Ιωαννίδης είχε προδώσει τη δημοκρατία, ήταν συμμέτοχος στην καταπίεση και τη δολοφονία αθώων. Επίσης ήταν υπεύθυνος για την τραγωδία της Κύπρου, καθώς έδωσε στους Τούρκους αφορμή να εισβάλουν. Στην αντίληψη όμως του περιορισμένου κύκλου των συνωμοτών του πραξικοπήματος είχε κάνει κάτι πολύ χειρότερο: είχε προδώσει τον όρκο που είχε δώσει το καλοκαίρι του 1971 ενώπιον του Παπαδόπουλου και ακόμη 20 πραξικοπηματιών, σύμφωνα με τον οποίο αρχηγός της «Επανάστασης», όπως έλεγαν τη χούντα, παρέμενε ο παλιός φίλος του. Αυτήν την προδοσία δεν μπόρεσαν πολλοί να του τη συγχωρήσουν ποτέ. Ακόμη και σήμερα ο Ιωαννίδης αναθεματίζεται από ακροδεξιά έντυπα για την απόφασή του «να ρίξει τον Παπαδόπουλο».
Απομονωμένος από όλους
Γι’ αυτούς τους λόγους, στη φυλακή ο Ιωαννίδης ήταν απομονωμένος από τους περισσότερους. Την ίδια στιγμή που ο Παπαδόπουλος δεχόταν επισκέψεις στο κελί του, άλλοι όπως ο Στυλιανός Παττακός ακόμη και ο σκληρός και αμετανόητος Νίκος Ντερτιλής έβλεπαν τακτικά φίλους και συγγενείς, λάμβαναν επίσης γράμματα από νοσταλγούς, ο Ιωαννίδης παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό περιορισμένος στην επικοινωνία με ελάχιστα πρόσωπα.
Ενας από τους τακτικούς επισκέπτες και συνδέσμους του Ιωαννίδη με τον έξω κόσμο ήταν ο γιατρός κ. Ανδρέας Σταθόπουλος. Στενοί και αδιάκοποι συμπαραστάτες του ήταν διαρκώς η αδελφή του Δέσποινα και ο γιατρός Ζακ Αλαζράκης. Ο «αόρατος δικτάτωρ» φρόντιζε όλα τα χρόνια που ήταν στον Κορυδαλλό να καλλιεργεί την εικόνα του ιδεολόγου, που δεν υποκύπτει στις πιέσεις. Αυτός και ο Ντερτιλής δεν ζήτησαν να αποφυλακισθούν ούτε μια φορά. Στα τέλη του 2005 μάλιστα, όταν οι δικηγόροι των δύο ανδρών έκαναν την πρώτη αίτηση αποφυλάκισης, έσπευσε να ενημερώσει, μαζί με τον Ντερτιλή, τον διευθυντή των φυλακών ότι δεν μετανοεί για τίποτε. Αποτέλεσμα ήταν το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά να κρίνει ότι δεν έχει έλθει η ώρα της αποφυλάκισής του.
Στον αρκετό ελεύθερο χρόνο του, ο Ιωαννίδης φρόντιζε έναν μικρό κήπο που υπήρχε στο προαύλιο των φυλακών. Ελεγε σε όσους γνώριζε ότι εκείνη ήταν η τελευταία πραγματική ευχαρίστησή του. Το καλοκαίρι του 2002, μετά την εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης «17 Νοέμβρη» οι χωροταξικές αλλαγές για τη μετατροπή σημαντικού τμήματος του Κορυδαλλού σε φυλακή υψίστης ασφαλείας είχαν ως αποτέλεσμα να ξεριζωθεί ο «αγαπημένος» κήπος του πρώην δικτάτορα.
Ετσι, ο άλλοτε «εσατζής» έμεινε κλεισμένος στο κελί του, δίχως καν αυτή την καθημερινή βόλτα. Εν τω μεταξύ, σε ηλικία περίπου 80 ετών, διαισθανόμενος ότι το τέλος πλησιάζει, παντρεύτηκε με «λευκό γάμο» τη χήρα ενός παλιού συμμαθητή του, η οποία τον επισκεπτόταν επί χρόνια. Ο Ιωαννίδης, 86 ετών πια, νοσηλεύεται τους τελευταίους τρεις μήνες στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νικαίας για μια σειρά από βαριές ασθένειες. Αν καταφέρει να αποφυλακιστεί, θα ζήσει στο τελευταίο περιουσιακό στοιχείο που του απομένει, ένα διαμέρισμα στο Γαλάτσι.