Την ανεργία και την οικονομική κρίση εκμεταλλεύονται εταιρείες στον κλάδο του Προσωπικού Ασφαλείας, καταστρατηγώντας τα εργατικά και ασφαλιστικά δικαιώματα, ενίοτε μάλιστα με τη συνενοχή κρατικών φορέων και τη σιωπή των συνδικαλιστών. Πολλοί «σεκιουριτάδες» δουλεύουν ανασφάλιστοι, με εξοντωτικά ωράρια, δεν λαμβάνουν τις νόμιμες προσαυξήσεις στον μισθό τους, απολύονται χωρίς αποζημίωση κ.λπ. Σύμφωνα με καταγγελίες αυτή η εικόνα επεκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος του κλάδου.
Σήμερα υπάρχουν εν ενεργεία περίπου 50.500 άδειες για Προσωπικό Ασφαλείας (Π.Α.). Οπως εκτιμούν εκπρόσωποι του κλάδου και συνδικαλιστές, από αυτούς εργάζονται μόνιμα ως σεκιούριτι περίπου 30 – 35.000 άτομα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από πηγές της ΓΣΕΕ, λιγότεροι από 8.000 είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ. Οι υπόλοιποι θεωρούνται είτε ως μερικής απασχόλησης είτε απλώς δεν έχουν καμία ασφάλιση ακόμα και όταν δουλεύουν 12 ώρες την ημέρα, στον ιδιωτικό αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο φορέα (ΔΕΚΟ, νοσοκομεία, πανεπιστήμια), ενώ ο κλάδος της ασφάλειας αναπτύσσεται με τζίρο που αγγίζει τα 100 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
«Είχα τροχαίο εν ώρα υπηρεσίας και κατέληξα στο νοσοκομείο. Ζήτησα τέσσερις μέρες αναρρωτική και με απέλυσαν. Δεν μου έδωσαν αντίγραφο της σύμβασής μου και μου έβγαλαν αποζημίωση περίπου 100 ευρώ αντί των 5.000 που δικαιούμαι. Μάλιστα ο προϊστάμενός μου είπε πως όποιος έχει ανάγκη από λεφτά δεν παίρνει αναρρωτικές άδειες. Και τα χρειάζομαι τα χρήματα, έχω μωρό, η γυναίκα μου δεν εργάζεται, κινδυνεύω να βρεθώ στον δρόμο», διηγείται ο Νίκος Σ. «Παραιτήθηκα από τον χειμώνα και ακόμα μου χρωστάνε δώρα και μισθούς. Σχολούσα στη μία μετά τα μεσάνυχτα και με έβαζαν να φυλάξω το άλλο πρωί στις 5. Ενώ με πλήρωναν 900 – 1.000 ευρώ τον μήνα κολλούσαν ένσημα για 4ωρα», περιγράφει η Δήμητρα Γ. «Ηξερα ότι τα χρήματα ήταν λίγα, αλλά είχα ανάγκη από δουλειά», διηγείται η Μαρία Κ. Εργαζόταν 12 ώρες τη μέρα φυλάσσοντας εγκαταστάσεις δημόσιας υπηρεσίας όταν «μετά από ένα μήνα δεν με είχαν πληρώσει. Ρώτησα το γιατί και είπαν ότι είναι έτσι το σύστημα. Ζήτησα αντίγραφο της σύμβασης και μου απάντησαν ότι αν δεν μου αρέσει μπορώ να φύγω». Και οι τρεις καταγγέλλοντες (τα στοιχεία τους βρίσκονται στη διάθεση της εφημερίδας), είχαν προσληφθεί από μικρές εταιρείες αλλά εργάστηκαν φορώντας στολές μεγάλων εταιρειών ιδιωτικής φύλαξης. Τουλάχιστον 45 παρόμοιες καταγγελίες έχουν φτάσει στο Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας μόνο κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μήνα.
Μεγάλες εταιρείες, εκμεταλλευόμενες τον νόμο περί «δανεισμού προσωπικού» συνάπτουν συμφωνίες για φύλαξη και στη συνέχεια παραχωρούν τμήματα του έργου σε μικρότερες εταιρείες με χαμηλότερο κόστος και παρακρατώντας τη διαφορά. «Οι λεγόμενες υπεργολαβίες αποτελούν τη μεγαλύτερη μάστιγα του κλάδου. Ενώ ο πελάτης μπορεί να πληρώνει για 6 – 7 ευρώ την εργατοώρα τελικά στον υπάλληλο φτάνουν λιγότερα από 3 ευρώ», σχολιάζει στην «Κ» ο κ. Κώστας Ηλιόπουλος, αντιπρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Εργαζομένων Φύλαξης (ΠΑΣΕΦ). «Φέρνω για παράδειγμα το καθεστώς που υπάρχει σήμερα για τους εργαζόμενους στη φύλαξη των ΗΣΑΠ», συμπληρώνει.
Οι διατάξεις
Οι διατάξεις υπάρχουν (δύο εγκύκλιοι του υπουργείου Εργασίας το δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα -στις 08/05/2006 και 16/11/2006 που ζητούν να τηρούνται τα προβλεπόμενα από τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας), αλλά δεν εφαρμόζονται. Η «υποχρέωση της αναδόχου εταιρείας για την απαρέγκλιτη τήρηση των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας -νόμιμες αποδοχές, ωράριο, ασφαλιστική κάλυψη, όροι υγιεινής και ασφάλειας- σε αντίθετη περίπτωση οι συμβάσεις θα καταγγέλλονται» μένει γράμμα κενό.
Μεγάλο πρόβλημα, σύμφωνα με τους συνδικαλιστές, υπάρχει στα νοσοκομεία, όπου τα χρήματα που διατίθενται για φύλαξη συχνά δεν επαρκούν μολονότι ο τζίρος είναι μεγάλος. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΕΥΑ κ. Β. Αντωνόπουλο, κυμαίνεται στα 50 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Ενδεικτικά, το κόστος φύλαξης του «Γ. Γεννηματάς» ξεπερνά το 1,15 εκατ. ευρώ ετησίως, του «Αλεξάνδρα» τις 224.400 ευρώ, του «Μεταξά» τις 400.000.
Αντιδράσεις για την οπλοφορία
Η δυνατότητα οπλοφορίας των σεκιούριτι, σύμφωνα με τον νέο σχετικό νόμο, προκάλεσε ερωτήματα και αντιδράσεις. Αιχμή των έντονων διαφωνιών που προέρχονται από συνδικαλιστές τόσο της αστυνομίας όσο και του προσωπικού ασφαλείας είναι το ανύπαρκτο πλαίσιο εκπαίδευσης στη χρήση όπλων. Οι μεν αστυνομικοί θεωρούν ότι για να δοθούν οι άδειες οπλοφορίας χρειάζεται εκπαίδευση και έλεγχος. Οι δε εργαζόμενοι ότι στην περίπτωση που οπλοφορούν είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες να τραυματιστούν σε ενδεχόμενη συμπλοκή με κακοποιούς.
«Στην αστυνομία υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ετεροαπασχόλησης (σ.σ. συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ. το εκτιμούν στις 3.000 – 7.000 αστυνομικούς)», λέει στέλεχος του υπ. Εσωτερικών. «Οι εταιρείες σεκιούριτι προτιμούν να απασχολούν αστυνομικούς επειδή οπλοφορούν και μπορούν να προσφέρουν την αντίστοιχη φύλαξη. Οταν βγουν οι πρώτες άδειες οπλοφορίας και εφαρμοστεί ο νόμος από τις εταιρείες, δεν θα έχουν καμία δικαιολογία να απασχολούν αστυνομικούς. Δεν είναι εύκολο να ελέγξουμε το ποιοι αστυνομικοί εργάζονται ως σεκιούριτι. Υπάρχει διάθεση να μπει πλήρης έλεγχος στον κλάδο, ακόμα και αν χρειαστεί να κλείσουμε πολλές από αυτές τις εταιρείες», ανέφερε.