Στο σαλόνι του διαμερίσματος της Αγλαΐας Μητροπούλου, Βασιλίσσης Σοφίας (αρ. 9), εγκαταστάθηκαν τα πρώτα γραφεία της Ταινιοθήκης αρχές της δεκαετίας του ’60. Στην κουζίνα, ως χώρο καταλληλότερο για φύλαξη(!), διατηρήθηκαν οι πρώτες 28 ταινίες, προίκα του νεοσυσταθέντος τότε ιδρύματος με το Βασιλικό Διάταγμα 105/1963. Ιδρυτικά μέλη οι: Μόνα Μητροπούλου, Αγγελος Προκοπίου, Στράτης Μυριβήλης, Ηλίας Βενέζης, Ειρήνη Καλκάνη, Αλκης Θρύλος, Μιχάλης Κακογιάννης, Ελένη Βλάχου, Νίκος Κούνδουρος, Σπύρος Σκούρας, Γρηγόρης Γρηγορίου, Γιώργος Ζερβός, Βίκτωρ Μιχαηλίδης. Ψυχή του θεσμού, η πρώτη γενική γραμματέας και αργότερα πρόεδρος του ιδρύματος, Αγλαΐα Μητροπούλου, η οποία αξιοποιώντας τη φιλία της με τον διευθυντή της Γαλλικής Ταινιοθήκης Ανρί Λανγκλουά, κατάφερε να αποσπάσει, υπό μορφή δανεισμού, ολόκληρα προγράμματα που αφορούσαν αφιερώματα σε δημιουργούς, σχολές, εθνικές κινηματογραφίες. Πρώτη προβολή της Κινηματογραφικής Λέσχης Αθηνών (που εξελίχθηκε στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος), 22 Νοεμβρίου 1950, στην αίθουσα «Παρνασσός». Ταινία: «Το Κοράκι» του Ανρί Κλουζό.
Κάπως έτσι ξεκίνησε μια ιστορία και μια διαδρομή μισού αιώνα περίπου, με πολύ ενθουσιασμό (δεν έλειψε ποτέ), κόπο (αυξήθηκε στα χρόνια), προσωπική συμμετοχή και προσπάθεια (αν δεν υπήρχαν, όλα θα είχαν εγκαταλειφθεί) και στοιχειώδη κρατική υποστήριξη (μέχρις εξαφανίσεως ).
Τετραήμερη γιορτή
Σήμερα, ο επί 25ετία διευθυντής της Θόδωρος Αδαμόπουλος και η γενική γραμματέας, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Κομνηνού, ανάμεσα σε κούτες, εργάτες και έμπειρο προσωπικό, ετοιμάζονται για τα οκτωβριανά εγκαίνια της νέας στέγης, στον ανακατασκευασμένο, πρώην κινηματογράφο «Λαΐς», στη συμβολή Ιεράς Οδού και Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η επίσημη τελετή και γιορτή, που θα διαρκέσει ένα τετραήμερο, δεν είναι απλώς άλλη μια κοσμική, πολιτιστική εκδήλωση με διασημότητες, φωτοχυσίες και χαμόγελα. Στη μεγάλη αίθουσα των 200 θέσεων (υπάρχει και μια δεύτερη, μικρή, χωρητικότητας 60 θέσεων), όπου και θα προβληθεί αποκατεστημένη η «Φόνισσα» του Κώστα Φέρρη, οι προσκεκλημένοι θα έχουν κοινές αναφορές. Θα έχουν πολλά να αφηγηθούν, πολλά να αναπολήσουν. Για την πορεία ενός θεσμού, με έδρα την Κανάρη 1, τα κυριακάτικα πρωινά στο «Αστυ», που διαμόρφωσαν γενιές κινηματογραφόφιλων σε εποχές που η διανομή μη εμπορικών ταινιών ήταν περιορισμένη.
«Κάθε Κυριακή πρωί αντί να πηγαίνουμε στην εκκλησία, όπως άλλα παιδιά, πηγαίναμε στην ταινιοθήκη. Στο Αστυ». Η Μαρία Κομνηνού (κόρη της Αγλαΐας Μητροπούλου) μεγάλωσε ανάμεσα σε κόπιες και νεγκατίφ. Ανάμεσα σε παρέες, «χωρίς διαχωρισμό αριστερών, δεξιών, λίγο κολωνακιώτικες, με αναφορές στο Θέατρο Τέχνης». Μιλάει για πρόσωπα ανάκατα, χωρίς σειρά: τη Ροζίτα Σώκου, τον Κούνδουρο, τον Κακογιάννη, τον Θανάση Ρεντζή, την Γκαίη Αγγελή, τον Κανελλόπουλο, τον Κώστα Σφήκα «που είχε το στασίδι του». Τον Λάκη Παπαστάθη, τον Τάκη Χατζόπουλο, τον Δήμο Μαυρομμάτη, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τον Παντελή Βούλγαρη. «Η Αγλαΐα έδειχνε τα πάντα. Επρεπε να δούμε τα πάντα. Και σοσιαλιστικό ρεαλισμό και αλβανικό και κινέζικο σινεμά και βέβαια μεγάλα αντίδωρα, όπως τον Οζού, που προβλήθηκε από την ελληνική ταινιοθήκη, για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Η Αγλαΐα είχε λατρεία για τον Βάιντα, για τους Τσέχους. Τη δεκαετία του ’80 οργάνωνε τις εβδομάδες στο «Εμπασσυ» με μεγάλη επιτυχία. Εκεί, έκανε και κάποιες πρωτιές. Ερμήνευσαν ζωντανά στο πιάνο ο Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις και ο Ξαρχάκος, συνθέσεις από ταινίες τους».
«Το όραμα δεν αρκεί»
Η πυρκαγιά του ’97 στην Κανάρη 1 στέρησε από την Ταινιοθήκη το «σπίτι της». Συνέχισε να λειτουργεί αλλά δεν μπορούσε να είναι παρούσα στον ίδιο βαθμό στη ζωή της πόλης. «Ηταν σε ένα νοητό επίπεδο», όπως λέει η Μ. Κομνηνού. «Τώρα θα έχει και στέγη. Το όραμα, πλέον, δεν αρκεί. Πρέπει να υπάρχει και χώρος. Η Ταινιοθήκη πρέπει να εκπληρώνει το όραμα μιας καινούργιας κινηματογραφοφιλίας». Στην ερώτηση πώς «ορίζεται το καινούργιο», απαντά: «Οι προτάσεις διαρκώς ανανεώνονται, οι αποκαταστάσεις πληθαίνουν, παρατηρούμε μεγάλη εισροή παλιών ταινιών που επιστρέφουν».
Η ψηφιοποίηση είναι το μέλλον, επισημαίνει η Μ. Κομνηνού, αλλά βάζει και φρένο στην τεχνολογική απογείωση. «Ας μην αυταπατώμεθα. Δεν μπορείς να ψηφιοποιήσεις αν δεν συντηρήσεις. Μία κατεστραμμένη ταινία δεν υπάρχει τρόπος να την συντηρήσεις. Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι ιθύνοντες είναι ότι αν θέλουν να κρατήσουν κάτι από την ελληνική κινηματογραφική κληρονομιά, πρώτα πρέπει να συντηρηθεί το φιλμ. Και η ψηφιοποίηση βέβαια έχει τα όριά της. Δεν μπορείς να προχωρήσεις στο σύνολο της παραγωγής, γιατί το κόστος είναι δυσθεώρατο. Σήμερα, που τα κινηματογραφικά σύνορα έχουν καταργηθεί, ο θεατής μπορεί να έχει πρόσβαση στις κινηματογραφίες όλου του κόσμου. Το αποκατεστημένο φιλμ όμως παραμένει μια ξανακερδισμένη απόλαυση. Οπως και να ‘χει, το «Σένσο» του Βισκόντι δεν το απολαμβάνεις το ίδιο στη μικρή οθόνη του υπολογιστή».
Θέα στην Ακρόπολη
Από τον ερχόμενο Οκτώβριο, η κινηματογραφοφιλία, παλαιάς ή νέας κοπής, οι θεατές, φιλοπερίεργοι και ευλαβικοί, από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ή σημερινοί, θα έχουν στέκι και σημείο συνάντησης. Γωνία Ιεράς Οδού και Μεγάλου Αλεξάνδρου. Για να ανανεώσουν γνώσεις και εμπειρίες. Με πρόσβαση στα αρχεία (περιοδικά, βιβλία, έντυπο υλικό), στη βιβλιοθήκη της «Λαΐδος», περιπλάνηση στο μουσείο, που φιλοξενείται στο ίδιο κτίριο, με πλούσια συλλογή από τις πρώτες κάμερες λήψης και προβολής και μια πλήρη σειρά από μηχανές και αντικείμενα για την τεχνική επεξεργασία ήχου και εικόνας. Και, κυρίως, τη δυνατότητα να φρεσκάρουν τη μνήμη τους με ταινίες και αφιερώματα μέσα από αποκατεστημένες κόπιες ή να ενημερωθούν για τις τρέχουσες τάσεις, για δημιουργούς που τολμούν και πειραματίζονται. Το κτίριο (σχεδιασμένο από τους αρχιτέκτονες Νίκο Μπελαβίλα και Βάσω Τροβά) είναι ευρύχωρο, φωτεινό, λιτό και λειτουργικό. Ο θερινός (παραμένει στην ταράτσα) έχει θέα στην Ακρόπολη, το μετρό (από τον σταθμό του Κεραμεικού), απέχει ελάχιστα λεπτά από τη «Λαΐδα».
Η ελληνική Ταινιοθήκη έρχεται από το παρελθόν προικισμένη με πέντε δεκαετίες ζωής (αναιμικής ίσως τα τελευταία χρόνια «από μια χρηματοδότηση του ΥΠΠΟ που αναλογεί σε νεκρό σωματείο», υπογραμμίζει η Μ. Κομνηνού) για να συναντήσει το μέλλον. Οχι μόνο το διεθνές (είναι μέλος της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Αρχείων), αλλά και της πόλης των Αθηνών.
Η Ταινιοθήκη με αριθμούς
Από τις «28 ταινίες στην κουζίνα του διαμερίσματος της Αγλαΐας Μητροπούλου» έως σήμερα, ο όγκος της συλλογής της Ταινιοθήκης της Ελλάδος αυγάτισε εντυπωσιακά. Υπερβαίνει τους 10.000 τίτλους ελληνικών και ξένων κινηματογραφικών έργων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: 3.300 κόπιες ξένων ταινιών μεγάλου μήκους, 600 κόπιες ελληνικών ταινιών μεγάλου μήκους, 300 ελληνικά και 700 ξένα ντοκιμαντέρ, 81 ελληνικές και 119 ξένες ταινίες μικρού μήκους, 1.000.000 μέτρα φιλμ με σπάνιο ιστορικό αρχειακό υλικό, από επίκαιρα, ερασιτεχνικές και οικογενειακές λήψεις. Επίσης, η κινηματογραφική συλλογή του Αρχείου μαζί με το υλικό που φυλάσσει για λογαριασμό τρίτων περιλαμβάνει 392 πρωτότυπα νεγκατίφ των 35mm και 16mm ταινιών μυθοπλασίας. Μέχρι σήμερα έχουν αποκατασταθεί 25 ελληνικές ταινίες, που θεωρούνται ιδιαίτερα σπάνιες και σημαντικές για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Ανάμεσά τους ταινίες του Ζοζέφ Χεπ, του Αχιλλέα Μαδρά, η «Αστέρω» του Δημ. Γαζιάδη, που βρέθηκε στην Ταινιοθήκη της Γαλλίας με γαλλικούς υπότιτλους και αποκαταστάθηκε, το «Δάφνις και Χλόη» του Ορέστη Λάσκου, η «Κοινωνική σαπίλα» του Στέλιου Τατασόπουλου, η πρώτη ομιλούσα ο «Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» του Δημ. Τσακίρη, το «Ξυπόλητο Τάγμα» του Γκρεγκ Τάλλας (1954), η πρώτη ελληνική ταινία που περνάει τα ελληνικά σύνορα και βραβεύεται στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου.
Από το 1990 λειτουργεί στην Αγία Παρασκευή, το μοναδικό στην Ελλάδα εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης ταινιών, πλήρως εξοπλισμένο με ειδικά μηχανήματα, με την ευθύνη του Τάσου Αδαμόπουλου.
Προσεχώς
Αμέσως μετά τον τετραήμερο εορτασμό των εγκαινίων, η Ταινιοθήκη της Ελλάδος θα φιλοξενήσει, κατ’ αρχάς, το Φεστιβάλ Πειραματικού Κινηματογράφου (5 – 14 Οκτωβρίου) με αφιερώματα στον Κεν Μακμάλεν, τον Πίτερ Κουμπέλκα (που θα είναι παρόντες), την Ντελφίν Σερίνγκ, την Μάρθα Μεζάρος και εκπροσώπους της ελληνικής πρωτοπορίας. Σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, θα παρουσιαστεί στη «Λαΐδα» (τέλος Νοεμβρίου) το μεγάλο αφιέρωμα στον Βέρνερ Χέρτζογκ. Ακολουθούν επιλογές από το νέο τσέχικο και βραζιλιάνικο κινηματογράφο, ενώ, προσεχώς, θα οργανωθεί μεγάλη έκθεση με φωτογραφίες του Γιώργου Αρβανίτη, τόσο από τη συνεργασία του με το Θόδωρο Αγγελόπουλο όσο και από τις διεθνείς παραγωγές στις οποίες έδωσε τον τόνο ως οπερατέρ.
Θα διηγούμαστε πάντα ιστορίες…
Ο Κώστας Γαβράς θα ταξιδέψει στην Ελλάδα για τα εγκαίνια της Ταινιοθήκης την 1η Οκτωβρίου.
Μόλις πριν από λίγες ημέρες έδωσε συνέντευξη Τύπου στο Παρίσι για να ανακοινώσει τον προγραμματισμό της Γαλλικής Ταινιοθήκης, ως διευθυντής της (από το 1982 έως το 1987 και ανέλαβε πάλι πριν από δυόμισι χρόνια). Με ετήσια επιχορήγηση 25 εκατ. ευρώ και 220 εργαζόμενους, κάθε σύγκριση περιττεύει
«Εχω πολλές αναμνήσεις από την Αγλαΐα και τη Μόνα. Υπήρξαν πρωτοπόρες για την εποχή τους», λέει στην «Κ» ο διεθνής σκηνοθέτης. «Ακούω ότι η Ταινιοθήκη της Ελλάδος πασχίζει να επιβιώσει. Ομως χωρίς κρατική βοήθεια καμία ταινιοθήκη δεν μπορεί να υπάρξει. Ο μόνος χώρος στον οποίο διαφυλάσσεται το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του κινηματογράφου. Σήμερα, μάλιστα, που συμβαίνουν ριζικές αλλαγές, μια αληθινή επανάσταση στην εικόνα, οι ταινιοθήκες ανασυνθέτουν μνήμη και ιστορία».
Ο ίδιος δηλώνει ότι οφείλει ένα μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής του εκπαίδευσης στη γαλλική ταινιοθήκη. «Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου επαφή: ήταν η «Απληστία» του Εριχ φον Στροχάιμ, ένα εξαιρετικό φιλμ».
– Σήμερα, στην εποχή του Διαδικτύου, πόσο αλλάζει ο ρόλος των ταινιοθηκών, κύριε Γαβρά;
– Οπως και στη φιλολογία, τα βασικά υλικά, που είναι η γραφή και το βιβλίο, παραμένουν. Το ίδιο και στο σινεμά. Αισθητικά, οι ανατροπές είναι εντυπωσιακές, αλλά ποτέ δεν θα αλλάξει η ουσία, που είναι η ανάγκη να διηγούμαστε ιστορίες πάνω στις κοινωνίες και στους ανθρώπους. Δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς να διηγούμαστε ιστορίες