ΕΚΔΟΣΗ. Το γεγονός ότι ένας «εθνικός ποιητής» απευθύνεται πρωτίστως στον λαό του, πολλές φορές καθιστά «απροσπέλαστη» την ποίησή του. Στην περίπτωση του Ταράς Σεβτσένκο (1814 – 1861), ο οποίος εκτός από ποιητής των Ουκρανών είναι αρκετά γνωστός στις σλαβόφωνες χώρες, παραμένει σχεδόν άγνωστος στο κοινό της Δύσης. Οταν συμβαίνει, αυτή η «γνωριμία» συχνά ξεκινά με πρωτοβουλία της ουκρανικής διασποράς ανά τον κόσμο. Στην Ελλάδα μια προσπάθεια προσέγγισης γίνεται σήμερα, με την παρουσίαση του δίγλωσσου βιβλίου αφιερωμένου στη ζωή και το έργο του εθνικού ποιητή της Ουκρανίας. Η «Διαθήκη», όπως ονομάζεται το βιβλίο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλφα Πι» με πρωτοβουλία του Συλλόγου «Ουκρανο-Ελληνική Σκέψη» και θα παρουσιαστεί στις 19.30 στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών. Εκτός από ποιητής ο Σεβτσένκο υπήρξε δραματουργός, πεζογράφος, ιστορικός, εθνολόγος, στοχαστής και ζωγράφος. Αφησε πίσω του εννέα μυθιστορήματα από τα συνολικά 20 που σχεδίαζε να εκδώσει, ένα θεατρικό έργο, ημερολόγια, επιστολές και αποσπάσματα έργων. Αναμφίβολα το έργο της ζωής του είναι η ποιητική συλλογή «Κομπζάρ», η οποία περιλαμβάνει και το ποίημα «Διαθήκη».
«Κομπζάρ» ονομαζόταν ο παραδοσιακός οργανοπαίκτης της Ουκρανίας, ο οποίος, σαν ραψωδός, διατηρούσε και περνούσε από γενιά σε γενιά τις ιστορίες και τις παραδόσεις του τόπου υπό τους ήχους της κόμπζας, παραδοσιακού εγχόρδου. Πολλοί κομπζάρ ήταν βετεράνοι, τυφλοί ή ανάπηροι Κοζάκοι, πολεμιστές και υπερασπιστές ενός καταπιεσμένου λαού και ενός ανύπαρκτου κράτους που μετέφεραν μέσα από τη μουσική τους όλα εκείνα για τα οποία πολέμησαν. Ετσι και ο Σεβτσένκο στα ποιήματά του μιλά με αγωνία για την πατρίδα του και προτρέπει τους συμπατριώτες της εποχής (ή των εποχών που θα ακολουθήσουν όπως στο ποίημα «Διαθήκη» που πρωτομεταφράστηκε στα ελληνικά μόλις το 1961 και αποδόθηκε ποιητικά από τον Γιάννη Ρίτσο), να αγωνιστούν για την ανεξαρτησία τους. Οταν κάποιος προσπαθεί να περιγράψει στο ελληνικό κοινό την ποίηση του Σεβτσένκο, αργά ή γρήγορα αναγκάζεται να καταφύγει στη σύγκριση με την ποίηση του Σολωμού ή του Παλαμά. Δύο ποιητές τόσο οικείους για τους Ελληνες όσο και δυσνόητους για τους ξένους.