Το απλό ερώτημα πότε έχει νόημα η πώληση ενός αγαθού απαντιέται τόσο εύκολα που δύσκολα το συναντάς ρητά σε βιβλίο οικονομικών. Η πώληση συμφέρει προφανώς οποτεδήποτε ο αγοραστής είναι διατεθειμένος να πληρώσει περισσότερα γι αυτό το αγαθό από τον πωλητή! Και η συνθήκη αυτή ικανοποιείται τυπικά (εν απουσία περιορισμών ρευστότητας) όταν η αξία του αγαθού για τον αγοραστή είναι μεγαλύτερη από την αξία του για τον πωλητή.
Τι αλλάζει αν το αγαθό εν προκειμένω είναι μια επιχείρηση που πωλείται μεταξύ ιδιωτών; Ουσιαστικά τίποτα. Σε αντίθεση με τη διαδεδομένη πλάνη, η παρούσα κερδοφορία της επιχείρησης δεν είναι από μόνη της κριτήριο για το αν πρέπει να πουληθεί ή όχι (μπορεί όμως να είναι για το αν πρέπει να κλείσει ή όχι). Το ερώτημα είναι, πάλι, ποια η αξία της επιχείρησης για τα συμβαλλόμενα μέρη. Και τυπικά, εν απουσία συνεργειών, η αξία της επιχείρησης εξαρτάται από τα μελλοντικά της κέρδη. Αν ο επιχειρηματίας Α μπορεί να εξασφαλίσει στο μέλλον υψηλότερα κέρδη για την επιχείρηση από τον σημερινό ιδιοκτήτη Β, την αγοράζει. Αυτό ισχύει ακόμα και αν τα κέρδη της επιχείρησης υπό τον ιδιοκτήτη Β είναι ήδη πολύ υψηλά. Θα έλεγε κανείς μάλιστα ότι είναι πιο πιθανό να θέλει κανείς να αγοράσει μια κερδοφόρα επιχείρηση, για να τη βελτιώσει, παρά μια πολύ ζημιογόνα που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, όση δουλειά και να ρίξεις.
Τι συμβαίνει αν μιλάμε για το κράτος ως ιδιοκτήτη επιχειρήσεων; Γιατί παρουσιάζονται τόσες φωνές στον δημόσιο διάλογο, που εμφανίζονται εντελώς απρόθυμες έναντι του ενδεχόμενου να πωληθούν κερδοφόρες επιχειρήσεις; Η απλή ανάλυση που έγινε ανωτέρω λέει ότι φυσικά μπορεί να είναι καλή ιδέα να πουλάμε κερδοφόρες επιχειρήσεις. Το βασικό ερώτημα είναι ποιος είναι καλύτερος ιδιοκτήτης της εταιρείας, το Δημόσιο ή εκείνος ο ιδιώτης (άτομο ή οργανισμός) με την καλύτερη τεχνογνωσία και τις βαθύτερες τσέπες. Από την οικονομική βιβλιογραφία, αλλά και την καθημερινή εμπειρία κάθε πολίτη με κρατικές/ιδιωτικές επιχειρήσεις, μπορούμε να πούμε ότι συνήθως οι ιδιώτες διοικούν τις επιχειρήσεις πιο αποδοτικά. Αυτή η αυξημένη αποδοτικότητα μεταφράζεται από τη μια σε μεγαλύτερο όφελος για την οικονομία, αλλά απ την άλλη και σε υψηλότερη αξία για τον ιδιώτη: οι ιδιώτες είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για την επιχείρηση από την αξία που έχει αυτή για το κράτος.
Οταν φτάνουμε στη διαδικασία της πώλησης προβάλλεται συχνά το επιχείρημα της καχυποψίας. Μπορούμε να εμπιστευτούμε ότι το κράτος θα αποσπάσει από τον ιδιώτη ικανό τίμημα, κοντά στην αξία που έχει η επιχείρηση για τον ίδιο; Το επιχείρημα πάσχει από σχιζοφρένεια. Θεωρούμε το κράτος ανίκανο να οργανώσει μια μεμονωμένη τίμια και επικερδή συναλλαγή, αλλά το θεωρούμε ικανό να διοικεί μια εταιρεία που ως μέρος της ύπαρξής της κάνει μυριάδες τέτοιες συναλλαγές καθημερινά;
Εντέλει δύο ακόμα επιχειρήματα συνηγορούν υπέρ της εσπευσμένης πώλησης κρατικών επιχειρήσεων στη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής καχεξίας. Από την μια η οικονομία έχει άμεση ανάγκη από υγιείς επιχειρήσεις, που λειτουργούν αποδοτικά με σύγχρονες μεθόδους, παρέχουν πραγματικά παραγωγικές θέσεις εργασίας, εξάγουν, πληρώνουν φόρους κτλ. Από την άλλη το κράτος έχει άμεση ανάγκη από χρήματα. Κάθε επιπλέον ευρώ που εισπράττουμε από αποκρατικοποιήσεις σημαίνει ίσως ένα ευρώ λιγότερο δανεισμό -που είναι ήδη δυσβάστακτος- ή ένα ευρώ χαμηλότερους φόρους. Σε μια αγορά που πνίγεται τόσο, ένα ευρώ λιγότεροι φόροι με τη σειρά του σημαίνει αρκετά παραπάνω από ένα ευρώ επιπλέον οικονομική δραστηριότητα. Πάντα είναι κακή ιδέα να αφήνεις πόρους ανεκμετάλλευτους. Σήμερα είναι εγκληματικό να κρατάμε, όχι ασήμαντους πόρους, αλλά ολόκληρες επιχειρήσεις στα λάθος χέρια. Και όσο περισσότερο καθυστερούμε με τα ασημικά στο σφυρί, τόσο ρίχνουμε την τιμή τους (βλέπε τα τέσσερα airbus της Ολυμπιακής).
Υπάρχει μια περιπλοκή όταν το όφελος της κοινωνίας από την ύπαρξη ενός οργανισμού είναι πολύ υψηλότερο από το όφελος (=κέρδος) του ίδιου του οργανισμού, π.χ. στις λεγόμενες άγονες γραμμές. Η λύση όμως δεν είναι να κρύβουμε το κόστος άγονων γραμμών στον ισολογισμό κρατικών επιχειρήσεων. Μετράμε πόσο όφελος έχει η κοινωνία από την ύπαρξη της γραμμής και αν είναι επαρκώς υψηλό, βρίσκουμε την εταιρεία εκείνη, ασχέτως ιδιοκτήτη, που μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες με τη χαμηλότερη επιδότηση.
Το παράδειγμα της Ολυμπιακής Αεροπορίας θα έπρεπε να μας έχει ήδη συνετίσει. Στα χέρια του κράτους είχαμε μια εταιρεία πάροχο κάκιστων υπηρεσιών που μάτωνε τα κρατικά ταμεία και αμαύρωνε την εικόνα της χώρας διεθνώς. Σήμερα είναι μια εταιρεία που δεν μας κοστίζει ούτε λεπτό, έχει σύγχρονα αεροσκάφη και ευγενικό προσωπικό, μια καλή διαφήμιση της χώρας. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, έχουμε εταιρείες χαμηλού κόστους να ανοίγουν γραμμές που ούτε είχαν περάσει ποτέ από το μυαλό της παλιάς Ολυμπιακής. Παρόμοια ή καλύτερη εμπειρία είχαμε με την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ. Οι τιμές κατέρρευσαν, οι νέες τηλεφωνικές συνδέσεις που έπαιρναν μήνες ή και χρόνια γίνονται σε κλάσμα του χρόνου.
Οι ιδιωτικοποιήσεις κατά κανόνα φέρνουν όφελος για την οικονομία και την κοινωνία. Εχει κανείς την εντύπωση ότι πολλοί διαφωνούντες δεν έχουν την αποδοτικότητα στο μυαλό τους αλλά το παραφούσκωμα των εταιρειών με ανεπρόκοπους ανιψιούς και ακατάλληλους διοικητές, όπως συνηθιζόταν. Η πατρίδα, όμως, δεν μπορεί να σηκώσει άλλη σπατάλη τέτοιου είδους.
*Διδάσκει εφαρμοσμένη Θεωρία Παιγνίου στο University of London/Royal Holloway, γράφει στο anamorfosis.net/blog