«Οφείλουμε ν’ ανοιχτούμε και σε άλλα πράγματα»

«Οφείλουμε ν’ ανοιχτούμε και σε άλλα πράγματα»

5' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το χαμόγελο σαν τραγουδούσε, έβγαινε από την καρδιά της. Τα χέρια της ανοιχτά σαν να ήθελε να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Ηταν όμως αυτά τα κοφτά βηματάκια στον ρυθμό του μάμπο και το ελαφρύ κούνημα δεξιά και αριστερά που έκαναν τη διαφορά στο πάλκο. Και πάνω απ’ όλα, η κελαρυστή φωνή που πλάι της κεντούσε το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη.

Είναι η Μαίρη Λίντα όπως την αγαπήσαμε μέσα από το ασπρόμαυρο ελληνικό σινεμά. Ιδιο μπρίο, ίδια αναστάτωση στη σκηνή και σήμερα. Και να την τώρα ετοιμάζεται για Καναδά: Μόντρεαλ, Οττάβα, Τορόντο. Τρεις μεγάλες συναυλίες (μαζί της ο Πέτρος Ιμβριος), τα έσοδα των οποίων θα διατεθούν για την υποστήριξη της διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας ως δεύτερης, στα καναδικά σχολεία. Πρωτοβουλία του πρέσβη του Καναδά Ρόμπερτ Πεκ και της Ελληνίδας συζύγου του Μαρίας Πανταζή στο πλαίσιο της φετινής 70ής επετείου διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών.

«Οταν μου είπαν ότι τα παιδιά και τα ελληνικά γράμματα είναι το θέμα των εμφανίσεων, δέχτηκα με όλη μου την καρδιά. Εχω άλλωστε πολλούς φίλους και αναμνήσεις στην Αμερική».

Στα ντουζένια τους με τον Μανώλη Χιώτη γνώρισαν εκεί τεράστια επιτυχία, αλλά εκεί τελείωσε άδοξα και η σχέση τους. «Είχαμε κάνει το σπίτι μας κυρίως στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, αλλά και στη Βοστώνη. Δουλεύαμε σε κέντρα και σε χοροεσπερίδες. Και ποιοι δεν ήρθαν: η Ρίτα Χέιγουρθ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Ο Τζίμι Χέντριξ έδινε το παρών σχεδόν δυο φορές την εβδομάδα. Θαύμαζε το παίξιμο του Μανώλη».

Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι το στυλ του Χιώτη είχε ένα κοσμοπολίτικο και τολμηρό χαρακτήρα, μια σπιρτάδα που έσμιγε το λαϊκό αίσθημα με τη λάτιν και το μάμπο. Αληθινός μερακλής του μπουζουκιού, σαν του έβαλε την επιπλέον χορδή έγινε και ο μεταρρυθμιστής του. «Ηταν ταλαντούχος και νοικοκύρης ο Μανώλης. Καθαρός, φινετσάτος, πάντα ωραία ντυμένος» αναπολεί η Μαίρη Λίντα.

Να όμως που και οι σημερινοί 20ρηδες ακούν Χιώτη – Λίντα και ξέρουν τις επιτυχίες και τις ιστορίες τους απέξω. Τυχερός όποιος την απόλαυσε με τους ευφάνταστους «Ιμάμ Μπαϊλντί». Πώς νιώθει η ίδια όταν ακούει «πειραγμένη» τη φωνή της με αυτές τις έντονες ρυθμικές βάσεις; «Είναι σπουδαία παιδιά και προσέχουν πώς με παρουσιάζουν. Μου αρέσει πολύ η ενορχήστρωση και το κέφι τους στη σκηνή. Κοιτάξτε, η ζωή πάει μπροστά. Οφείλουμε να ανοιχτούμε και σε άλλα πράγματα, εφόσον δεν μας προσβάλλουν. Μοντέρνα ήμουν κι εγώ για τα δεδομένα της εποχής μου. Είχα κίνηση και άνεση στην πίστα, γιατί ήξερα χορό. Οταν δουλεύαμε στα μαγαζιά της Αθήνας πέρασαν να μας δουν όλοι οι χολιγουντιανοί ηθοποιοί που βρέθηκαν για ταινίες στην Ελλάδα. Αλλά και πολιτικοί, βασιλείς και πρίγκιπες…».

Αντονι Πέρκινς, Εντι Κωνσταντίν, Δαλιδά, Μαρία Κάλλας και φυσικά ο Ωνάσης. Η φωτογραφία με την αισθησιακή Τζέιν Μάνσφιλντ που κρατά ένα μπουζούκι του Χιώτη δίπλα στο διάσημο ντουέτο είναι γνωστή, ενώ οι ιστορίες με τον Ελληνα Κροίσο που γέμιζε το διάσημο μπουζούκι με χιλιάρικα, περισσεύουν. Και η Λίντα, όπως τη βλέπουμε ακόμη και σήμερα στις ασπρόμαυρες ταινίες της εποχής, δίπλα στον «Ατσίδα» Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Κώστα Χατζηχρήστο σαν τραγουδάει στο «Λαός και Κολωνάκι», κι άλλοτε με τα «Φτωχαδάκια και λεφτάδες», τον Νίκο Σταυρίδη και τον Μίμη Φωτόπουλο, το ίδιο λαμπερή.

«Ημουν η πρώτη που χόρεψε στο πάλκο. Ημουν μικρή στην ηλικία, αλλά μεγάλη στο μυαλό». Δώδεκα χρόνων πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία με το «Πικρό ποτήρι» του Καπλάνη και ύστερα δούλεψε με τον Χιώτη. Η μαμά φύλακας, Κέρβερος, «αλλά και ο Μανώλης προσεχτικός» σαν γνωρίστηκαν αργότερα. «Αριστοκράτης» όπως έχει περιγράψει εύστοχα ο ομότεχνός του Κώστας Παπαδόπουλος.

Ζευγάρι και στη ζωή

Το ντουέτο τους φάνταζε σαν τον Τίτο Πουέντε με τη Σέλια Κρουζ. Η φωνή της προοιωνιζόταν τη μεταβολή της λαϊκής τάξης στο αστικό περιβάλλον. Ζευγάρι ήταν και στη ζωή. «Δεν ήταν δύσκολο, ούτε εύκολο. Υπήρχαν και διαφωνίες. Ολα τα τραγούδια τότε τα έγραφε για μένα. “Ερωτά μου κατεργάρη”, “Δεν θέλω πια”, “Απότομα”. Σας θυμίζω όμως ότι συνεργάστηκα και με τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά και τον Μίκη Θεοδωράκη, πήραμε μάλιστα και το πρώτο βραβείο στο φεστιβάλ τραγουδιού με την “Απαγωγή” το 1961». Η Μαίρη Λίντα ήταν εκείνη που σφράγισε την τρίτη εκτέλεση του «Επιτάφιου» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.

Πώς, έπειτα από τόσες δόξες, συνεργάστηκε με την Αννα Βίσση σε νεοπλουτίστικες πίστες πέρυσι; «Η Αννα είναι καταπληκτικό κορίτσι» ξεκαθαρίζει μη κατανοώντας τους διαχωρισμούς του τραγουδιού. «Μόνο καλά έχω να θυμάμαι. Οπως όταν συνεργάστηκα με την Αλεξίου. Είναι δυο γυναίκες που σου δίνουν τόπο, ενώ οι παλιότεροι ζήλευαν λίγο. Κάποιοι ακόμη και σήμερα».

Για τη Λίντα, ο Χιώτης ήταν ο πρώτος έρωτας και ο πρώτος γάμος. Ακολούθησαν άλλοι δυο γάμοι και ενδιάμεσα η μονάκριβη κόρη της.

Η συζήτηση ξαναγυρίζει στην Αμερική, τα χρόνια που έμειναν εκεί με τον Χιώτη. «Είναι φυσικό να μιλάω γι’ αυτόν. Του χρωστάω πολλά». «Και η ιστορία του χωρισμού σας και εκείνο το βραχιόλι με τα μπριγιάν που πυροδότησε έναν τσακωμό όταν ζήτησε να το επιστρέψετε, είναι αλήθεια;» ρωτάω. «Ας μην τη θυμίσουμε, δεν είναι ευχάριστο» με κόβει αυστηρά. «Πάντως αυτός ήταν ο χωρισμός μας, μια κακή στιγμή. Ημουν κι εγώ εκνευρισμένη, παρορμητική και μικρή. Αν είχα τη σημερινή εμπειρία δεν θα το έκανα».

Κι αυτή η φωνή πώς διατηρείται τόσα χρόνια; «Δεν πίνω, δεν καπνίζω. Το πολύ ένα ποτήρι κρασί. Ούτε άσκοπο ξενύχτι». Ολα αυτά από τα επτά της που ξεκίνησε. «Στα επτά ζήτησα από τη μαμά μου να με πάει στα ταλέντα του Ορέστη Λάσκου. Είχε αντιρρήσεις, αλλά καλόπιασα τον πατέρα μου που μου είχε αδυναμία. Είπα ένα τραγούδι του Μουζάκη. Ούτε εγώ δεν το περίμενα τέτοιον ενθουσιασμό, ούτε εκείνοι. Ο Λάσκος με σήκωσε στην αγκαλιά του ψηλά. Πώς σε λένε, ρώτησε. “Μαρία” απάντησα. “Οχι Μαρία, Μαίρη Λίντα” είπε. Και έγινε ο καλλιτεχνικός μου νονός.

Δεν ένιωσα ποτέ μικρό παιδί, βγήκα μεγάλη και γρήγορα στη ζωή. Ο πατέρας φούρναρης, η μητέρα νοικοκυρά – δύσκολα χρόνια, αλλά εγώ από μικρή ήμουν πάντα χαρούμενη και με το τραγούδι στα χείλη». Τον Χιώτη τον γνώρισε στο «Πίγκαλς». «Με φώναξαν να κάνω ένα νούμερο. Ηταν διευθυντής ορχήστρας. Δεν θα πω και όλη την ιστορία… Κάπως γίνονται όλα αυτά. Ετσι δέσαμε κι έκτοτε όπου εμφανιζόμασταν γινόταν χαμός».

«Ο,τι δώσεις, παίρνεις στη ζωή»

Η καθημερινότητα τη βρίσκει στο σπίτι της στα Σπάτα. «Εξι το πρωί είμαι στο πόδι. Βγαίνω στον κήπο, δεν κοιμάμαι πολύ. Ακούω μουσική, κεντάω καμιά φορά, έχω το νοικοκυριό μου και την οικογένειά μου. Εγγόνια ακόμη δεν ευτύχησα, έχει ο Θεός».

Ετοιμάζοντας τις βαλίτσες για τον Καναδά, ξέρει ότι θα τη ρωτάνε για την Ελλάδα. «Θα περιγράψω όσα ζούμε. Ολοι μείναμε χωρίς δουλειές και κάθε σπίτι έχει πάνω από έναν άνεργο. Ηρθαν τα πάνω κάτω, αλλά είμαστε λαός που πέρασε πολλά και ξεπέρασε άλλα τόσα. Και η κόρη μου άνεργη είναι. Εχει τη φωνή μου και κάτι παραπάνω, αλλά δεν ήθελε ποτέ να ασχοληθεί με τον χώρο. Πόσο την παρακάλεσα… Μου απαντούσε, όταν επέμενα: “δεν θέλω να βγαίνω και να λένε η τάδε, δεν θέλω να με ξέρει κανείς”. Εγώ πάντως δεν ένιωσα ποτέ να πνίγομαι από τον θαυμασμό του κόσμου».

Ποιος έφταιξε; «Μαζί πάντως δεν τα τρώγαμε. Ούτε τα ψίχουλα. Αισιοδοξώ ότι η Ελλάδα θα επανέλθει. Οσο για το κοινό, ας είναι κρίση, με σέβεται γιατί το σέβομαι. Ο,τι δώσεις, παίρνεις στη ζωή».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT