Τμήμα της Ιστορίας είναι η ποίηση, υφίσταται λοιπόν και αυτή ιδεολογική χρήση ακριβώς όπως και η Ιστορία στο σύνολό της· ποτέ άλλωστε η ποίηση, αληθεύει-δεν αληθεύει πως είναι φιλοσοφότερη της ιστορίας όπως αποφαίνεται ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του, δεν υπήρξε αδιάφορη για τα ανθρώπινα, ούτε καν όταν προφασίζεται ότι υπηρετεί την τέχνη για την τέχνη· κατά συνέπεια και οι κοινωνίες, στις συγκρούσεις και τις αναζητήσεις τους, δεν θα μπορούσαν να την αφήσουν έξω από τους λογαριασμούς τους. Στην ιδεολογική χρήση οποιασδήποτε ύλης, στη βίαιη υπαγωγή της σε προαποφασισμένα σχέδια και επιδιώξεις, η στρέβλωση και η νόθευση, κι αν δεν είναι νόμος, είναι πάντως συνήθεια ισχυρότατη. Με την ποίηση η στρέβλωση αυτή επιτυγχάνεται συνήθως διά της αποκοπής: αποσπούμε κάποιους εξυπηρετικούς στίχους από το κειμενικό τους περιβάλλον, που ενδέχεται να τους φορτίζει διαφορετικά απ’ ό,τι υποθέτουν οι ιδεοληψίες μας, αποκόπτουμε τον ποιητή από τον ιστορικό και κοινωνικό του περίγυρο και τεμαχίζουμε το ποίημα (έναν κόσμο ολόκληρο) σε «ρητά» για να τα καδράρουμε ή να τα χρησιμοποιήσουμε στους πανηγυρικούς μας.
Οι πολλοί γνωμικού τόνου στίχοι στο έργο του Κ.Π. Καβάφη διευκόλυναν τη χρήση (ή εκμετάλλευσή) του για «παιδαγωγικούς» λόγους – και μιλάω βέβαια για τα ιστορικά ποιήματά του (τις κοινόχρηστες «Θερμοπύλες» πρωτίστως), και όχι για τα ερωτικά, τα οποία οι ίδιοι εκείνοι που τον χρησιμοποιούν σαν ηθικοδιδάσκαλο θα ήθελαν ή να μην υπάρχουν καν ή τέλος πάντων να ήταν πολύ λιγότερο τολμηρά και οπωσδήποτε λιβιδινικώς ορθά. Τα τελευταία χρόνια λοιπόν, και στο πλαίσιο όχι τόσο ενός αναστοχασμού για το τι σημαίνει ελληνικότητα όσο του αυτοεγκωμιασμού εκείνου που τρέφεται με υπερθετικούς βαθμούς, πιο συχνά και από τις «Θερμοπύλες» ακούγονται και γράφονται οι στίχοι «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός – / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν». Με μπόλικη βιασύνη και με ευκολία πνευματική ανυψώνουμε σε αναμφισβήτητο πόρισμα (σάμπως να αποφάσισε κάποιο δικαστήριο της Ιστορίας) μια ποιητική διατύπωση τεχνικά ενσωματωμένη στο ειδικό της πλαίσιο και προερχόμενη από έναν μάστορα που και την ειρωνεία σπούδασε και η σκέψη του είναι πολύ πιο βαθιά απ’ όσο επιτρέπει να πιστέψουμε η κατηχητική χρήση σκόρπιων στίχων του. Ετσι όμως η δόξα, η δοξασία, η προσωπική πίστη, γίνεται δόγμα. Το «Ελληνικός» στον Καβάφη, για να θυμηθούμε όσα έλεγε ο Τέλλος Αγρας, είναι «περίφρασις», σχήμα λόγου, ένας από τους τέσσερις τρόπους του «να συνθέτει τα εγκώμιά του» (οι άλλοι τρεις, η περιγραφή, η υποβλητική εικόνα και το ρήμα): «Περίφρασις είναι τέλος και το εγκώμιο «Ελληνικός», με το οποίο, σα με το τιμιότερον απ’ όλα, σφραγίζει τ’ άλλα. Ελληνικός ο Αντίοχος, Ελληνική η Αντιόχεια, Ελληνικός ο λόγος, μουσικά τα Ελληνικά του επιγραμματοποιού, «παλαιόθεν Ελληνίς» η ασιατική πολιτεία, οι Ελληνες ακολουθούν τον Ηρώδη Αττικό…».
Ας θυμηθούμε λοιπόν ολόκληρο το ποίημα του 1923, που έχει τον τίτλο «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής»: «Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ’ την κηδεία του, / η αδελφή τού εγκρατώς και πράως ζήσαντος, / του λίαν εγγραμμάτου Αντιόχου, βασιλέως / Κομμαγηνής, ήθελ’ ένα επιτύμβιον γι’ αυτόν. / Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλίστρατος – ο κατοικών / συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής, / κι από τον οίκον τον βασιλικόν ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς – το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών, / και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν. // «Του Αντιόχου του ευεργέτου βασιλέως / να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος. / Ηταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός. / Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος. / Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός – / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν· / εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν»».
Το όνομα της Κομμαγηνής, μικρού βασιλείου της Βόρειας Συρίας, το ακούμε και σε τίτλο άλλου ποιήματος του Καβάφη («Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.Χ.»), ενώ το όνομα Αντίοχος απαντά και στα ποιήματα «Προς τον Αντίοχον Επιφανή» (πρόκειται για τον Αντίοχο Δ΄, βασιλιά της Συρίας), «Η μάχη της Μαγνησίας» (εδώ εμφανίζεται ο Αντίοχος Γ΄ της Συρίας πατέρας του προαναφερθέντος), «Τέμεθος, Αντιοχεύς· 400 μ.Χ.» (με αναφορά και πάλι στον Αντίοχο Επιφανή) και «Αντίοχος Κυζικηνός» (αυτό το «ατελές» ποίημα αναφέρεται στον Αντίοχο Θ΄ Κυζικηνό, βασιλιά της Συρίας που η σύγκρουσή του με τον αδελφό του Αντίοχο Η΄ Γρυπό απέφερε το διαμελισμό του βασιλείου). Εν αντιθέσει με όλα αυτά τα ποιήματα, στο «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» ο ποιητής δεν προσδιορίζει για ποιον ακριβώς βασιλιά μιλάει, με αποτέλεσμα μια κάποια σύγχυση, η οποία εμποδίζει να συναρτήσουμε με την ιστορημένη πραγματικότητα, προς απόδειξη ή απόρριψη, όσα με γενναιοδωρία αποδίδονται στον βασιλιά της Κομμαγηνής, στο ποίημα αυτό που, ακολουθώντας την κατηγοριοποίηση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, θα το κατατάσσαμε στα «ιστορικοφανή», όσα «αναφέρονται σε πλαστά ιστορικά πρόσωπα και υποκρίνονται το ύφος της ανάπλασης ιστορικού περιστατικού». Ο Γ.Π. Σαββίδης στην κλασική έκδοση των ποιημάτων του Καβάφη στον «Ικαρο» γράφει σχετικά: «Οι περισσότεροι σχολιαστές τείνουν να συμφωνήσουν ότι τα περιστατικά, τα αναφερόμενα πρόσωπα, και το επίγραμμα είναι φανταστικά· αν ο Καβάφης είχε στο νου του έναν συγκεκριμένο Αντίοχο Κομμαγηνής, πιθανότατα ήταν ο Α΄ (περ. 69-31 π.Χ.)». Με την άποψη αυτή συμφωνεί ο Κυριάκος Ντελόπουλος στη μελέτη του «Ιστορικά και άλλα πρόσωπα στην ποίηση του Καβάφη» (γ΄ έκδ. ΕΛΙΑ 1980). Αντίθετα, στο σχετικά πρόσφατο βιβλίο του Φώτη Χρονόπουλου «Το Λεξικό του Καβάφη» («Περίπλους», 2006), ο καβαφικός Αντίοχος ταυτίζεται με τον Αντίοχο Γ΄, ενώ στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό της Εκδοτικής Αθηνών, στο οικείο λήμμα, υπογεγραμμένο από τον Ιωάννη Τουλουμάκο, καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σημειώνεται ότι το ποίημα αναφέρεται στον Αντίοχο Δ΄ Επιφανή.
Λογικό μοιάζει να μην εντοπίζεται εύκολα ένα σχεδόν μυθικά αγαθό πρόσωπο που συγκεντρώνει όλες τις αρετές: εγκρατής, πράος, λίαν εγγράμματος, δίκαιος, σοφός, γενναίος, προνοητικός, και σαν κορωνίδα «Ελληνικός». Το «Ελληνικός» εδώ μάλλον δεν έχει το νόημα της λέξης στους καβαφικούς στίχους «Α εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες / που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου / εγνώρισε πλήρη την ηδονή», γραμμένους για τον Οροφέρνη Αριαράθου, βασιλιά της Καππαδοκίας, που υπήρξε «μες στην καρδιά του, πάντοτε Ασιανός, / αλλά στους τρόπους του και στην λαλιά του Ελλην, / με περουζέδες στολισμένος, ελληνοντυμένος», αλλά οδηγεί, όπως σημειώνει και ο Σαββίδης, στη γνωστή δήλωση του ποιητή: «Ο κ. Χατζηανδρέας [= Στρατής Τσίρκας] θυμάται κάποτε τον Καβάφη […] να κλείνει τη ομιλία του με την εξής φράση: Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή, όχι Ελλην, ούτε Ελληνίζων, αλλά Ελληνικός». Περισσότερα όμως για το ιδιότυπο καβαφικό επιτύμβιο την επόμενη Κυριακή.