Τον Μάρτιο του 2006, στην Ουάσιγκτον, στα γραφεία του οργανισμού The German Marshall Fund, μια «δεξαμενή σκέψης» που προωθεί τις διατλαντικές σχέσεις, διεξήχθη ένα debate. Μεγάλη ομάδα πολιτικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων από την Ευρώπη (που επισκέπτονταν τις ΗΠΑ χάρη στο German Marshall Fund) παρακολούθησαν μια αντιλογία ανάμεσα στον εκπρόσωπο του λόμπι υπέρ της οπλοχρησίας και σε εκείνον του λόμπι που τίθεται κατά. Αφού οι δύο Αμερικανοί νομικοί ανέπτυξαν τα επιχειρήματά τους, στη συζήτηση μπήκαν και οι Ευρωπαίοι επισκέπτες, οι οποίοι βομβάρδισαν τον εκπρόσωπο του λόμπι υπέρ της οπλοχρησίας με επιθετικές ερωτήσεις. Ο γράφων ήταν παρών σε εκείνο το συναρπαστικό debate και μπορεί να καταθέσει ότι οι Ευρωπαίοι επισκέπτες ήταν σαφώς εχθρικοί (αλλά κόσμιοι) απέναντι στο λόμπι υπέρ της οπλοχρησίας.
Το κυριότερο όμως ήταν άλλο: άνθρωποι που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους έως εκείνη την επίσκεψη στην Αμερική, νέοι επαγγελματίες από τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Δανία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Πολωνία, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, το Κόσοβο, τα Σκόπια, την Αλβανία και την Ελλάδα, έγιναν ένα σώμα. Υπήρξαν και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις όπου ως εκπρόσωποι ενός συγκεκριμένου αξιακού συστήματος και υπόβαθρου, οι Ευρωπαίοι ενώθηκαν απέναντι στους Αμερικανούς (π.χ., σε μια πιο ανεπίσημη συζήτηση περί θανατικής ποινής στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα με εκπρόσωπο του αμερικανικού δικαστικού κλάδου), εκείνη όμως στην Ουάσιγκτον ήταν η πιο τρανταχτή. Σπάνια μπορούσε κάποιος να πετύχει μια χρυσή τομή τόσο ξεκάθαρη, τόσο στέρεη και σαφή ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων, αλλά που όλοι τους διαπνέονταν από μια κοινή, ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Εξι χρόνια αργότερα, εξαιτίας της οξύτατης οικονομικής κρίσης, ειδικά στη Ζώνη του Ευρώ, αυτή η ιδέα μιας Ευρώπης ενωμένης κινδυνεύει σοβαρά να καταρρεύσει ή, κατ’ άλλους, απλώς αποδείχθηκε ότι τα θεμέλιά της ήταν σαθρά. Υπάρχει και μια τρίτη άποψη που ακούγεται ολοένα και περισσότερο. Οτι το σαθρό του πράγματος έγκειται σε μια οικονομική ένωση, σαν αυτή που πραγματοποιήθηκε το 2001, χωρίς τα εχέγγυα μιας πιο ουσιαστικής, πολιτικής ένωσης. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ίσως ο μεγαλύτερος εν ζωή Γερμανός στοχαστής, τάσσεται σαφώς με αυτή την άποψη, ισχυριζόμενος ότι η ιδέα της εθνικής κυριαρχίας δεν είναι ασύμβατη με την ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ότι ζούμε πλέον σε έναν οικουμενικό κόσμο, τα προβλήματα είναι οικουμενικά και απαιτούν οικουμενική αντιμετώπιση.
Ο Χάμπερμας στο πολύ πρόσφατο βιβλίο-έκκληση για τη διάσωση του ευρωπαϊκού οράματος «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», μιλάει σαφώς για «κατασκευαστικό λάθος» της Ευρωζώνης και προτείνει λύσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Απογοητευμένος από την έως τώρα πολιτική γραμμή της καγκελαρίου Μέρκελ, ο Χάμπερμας επιμένει ότι όλες οι χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης οφείλουν να αναπτύξουν την οικονομία τους με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτραπεί η έκπτωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραλλήλως να συσφιγχθεί η σχέση μεταξύ τους.
«Η ανακάλυψη, για μια ακόμα φορά, του γερμανικού εθνικού κράτους», γράφει ο Χάμπερμας, «η καινούργια μυωπική πολιτική που βαδίζει χωρίς πυξίδα και ο εναγκαλισμός της πολιτικομιντιακής τάξης περιλαμβάνονται στις αιτίες για το ότι η πολιτική ξεφουσκώνει μπροστά στο μεγάλο εγχείρημα της ενοποίησης της Ευρώπης. Ισως όμως να στρέφουμε το βλέμμα σε τελείως λάθος κατεύθυνση, κοιτάζοντας προς τα επάνω, προς τις πολιτικές ελίτ και προς τα μίντια. Ισως τα (προς το παρόν) ανύπαρκτα κίνητρα μπορούν να προκύψουν από την κοινωνία των πολιτών».
Κοινωνία των πολιτών μέσα σε ένα άκρατο, ασύδοτο καπιταλιστικό σύμπαν; Ή αυτή η κοινωνία των πολιτών θα γίνει πραγματικότητα μετά την (επικείμενη για ορισμένους) κατάρρευση του καπιταλισμού; Αυτά είναι δύο πιθανά ερωτήματα που μπορεί κάποιοι να προτάξουν. Κατά τον Χάμπερμας όμως, το ζήτημα με την περιλάλητη «κρίση του καπιταλισμού» είναι απλώς μια φενάκη. «Από το 1989-1990», λέει, «δεν υπάρχει πια τρόπος απόδρασης από το σύμπαν του καπιταλισμού· το μόνο που μπορεί να γίνει είναι ένας εκπολιτισμός και μια τιθάσευση της δυναμικής του καπιταλισμού εκ των έσω».
Υποχώρηση της πολιτικής
Ηδη από το 1973, ο Γιούργκεν Χάμπερμας είχε μιλήσει για προβλήματα νομιμοποίησης «εντός» του καπιταλισμού. «Ενα σύμπτωμα αυτής της ανάγκης για νομιμοποίηση είναι η απαίτηση για μείωση των υπέρογκων αμοιβών των μάνατζερ ή για κατάργηση των λεγόμενων golden parachutes [χρυσά αλεξίπτωτα], δηλαδή των αμύθητων αποζημιώσεων και των μπόνους».
Η υποχώρηση της πολιτικής έναντι της οικονομικής διαχείρισης ήταν για τον Χάμπερμας μια παράπλευρη απώλεια για τη Δύση όταν κατέρρευσε ο υπαρκτός σοσιαλισμός. «Οντως, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης προκάλεσε θριαμβολογία στη Δύση. Ομως το αίσθημα ότι δικαιώνεσαι ιστορικά μπορεί να έχει παραπλανητική επίδραση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα οικονομικοπολιτικό δόγμα [σ.σ. ο νεοφιλελευθερισμός] διογκώθηκε και αναδείχθηκε σε κοσμοθεωρία που διαποτίζει όλους τους τομείς της ζωής. […] Ο ισχυρότερος, αυτός που επικρατεί στη ζούγκλα της ανταγωνιστικής κοινωνίας, θεωρεί αυτή την επιτυχία προσωπικό κατόρθωμα. Πρόκειται περί αβυσσαλέας κωμωδίας όταν βλέπεις οικονομικούς μάνατζερ -και όχι μόνον αυτούς- να πέφτουν στην παγίδα του ελιτίστικου κουτσομπολιού των τοκ σόου και να παρουσιάζονται με κάθε σοβαρότητα ως πρότυπα προς μίμηση που υπερέχουν διανοητικά έναντι της υπόλοιπης κοινωνίας… Σα να μην μπορούμε πια να ξεχωρίσουμε τη λειτουργική ελίτ από τη μικροαστική-αριστοκρατική ελίτ. Τι «υποδειγματικό» υπάρχει στον χαρακτήρα ανθρώπων σε ηγετικές θέσεις, οι οποίοι κάνουν κουτσά-στραβά τη δουλειά τους;»
Φαίνεται λοιπόν ότι η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, αφενός πραγματοποιήθηκε χωρίς να θεμελιωθεί σε πιο στέρεες πολιτικές βάσεις και, αφετέρου, η θριαμβολογία μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ οδήγησε μια αποχαλίνωση, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Γηραιά Ηπειρο, τα αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε σήμερα. Ο Χάμπερμας όμως έρχεται να μας θυμίσει ότι τα πράγματα διορθώνονται. Μπροστά στην τάξη μεγέθους προβλημάτων όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η ανάγκη ρύθμισης του καπιταλισμού των χρηματοπιστωτικών αγορών ή η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο, «το πρόβλημα το οποίο πρέπει να λύσουμε εμείς στην Ευρώπη μοιάζει να είναι σχετικά επιλύσιμο».
Ποικιλομορφία, η μεγάλη δύναμη
Ενα χρόνο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το 2007, ο Ολλανδός συγγραφέας Χέιρτ Μακ (εκπρόσωπος μιας χώρας οι πολίτες της οποίας πρωτοστάτησαν στην απόρριψη του Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης) έγραφε στο εξαιρετικό βιβλίο «Στην Ευρώπη. Ταξίδια στον 20ό αιώνα»: «Η αδυναμία της Ευρώπης, η ποικιλομορφία, είναι ταυτόχρονα η μεγάλη της δύναμη. Η Ευρώπη ως ειρηνευτική διαδικασία ήταν μια λαμπρή επιτυχία. Η Ευρώπη ως οικονομική ενότητα έχει ακόμη αρκετό δρόμο μπροστά της. Αλλά τελικά το εγχείρημα των Ευρωπαίων πρωτοπόρων θα μείνει στη μέση αν παράλληλα δεν δημιουργηθεί ένας κοινός πολιτισμικός, πολιτικός και, πάνω απ’ όλα, δημοκρατικός χώρος. Αν η ενοποίηση παραμείνει μια ως επί το πλείστον απολιτική διαδικασία, που στρέφεται κυρίως γύρω από την ελεύθερη αγορά, το νόμισμα και άλλα παρόμοια, η Ενωση δεν θα γίνει τίποτα περισσότερο από ένα είδος ελεύθερης ζώνης με μια χρυσή μπορντούρα.
Δηλαδή ένα σύστημα που μπορεί με εξαιρετικά αποτελεσματικό τρόπο να ενώσει εθνικά συμφέροντα, αλλά που δεν είναι σε θέση, ή μόνο ελάχιστα, να φροντίζει για τα ευρωπαϊκά συμφέροντα. Και στον ταραχώδη κόσμο που εικοστού πρώτου αιώνα αυτό δεν είναι μια καθησυχαστική σκέψη».
Ο Μακ σχολιάζει ότι το 2007, με την ευκαιρία της πεντηκοστής επετείου του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, διενεργήθηκαν δημοσκοπήσεις στην Ευρώπη. «Παρ’ όλα τα προβλήματα και επίσης τον σκεπτικισμό, η μεγάλη πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών ανέμενε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα επιζούσε και αυτών των δύσκολων χρόνων και το 2057 θα πληρούσε πάντα έναν κεντρικό ρόλο».
Το ευρωπαϊκό όραμα δεν γεννήθηκε βέβαια το 1957. Ο σπόρος του πάει πολύ πιο πίσω. Μόνο αν διαβάσει κανείς την αυτοβιογραφία του Στέφαν Τσβάιχ, «Ο κόσμος του χθες. Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου», θα διαπιστώσει ότι διανοούμενοι των αρχών του εικοστού αιώνα έτρεφαν το ευρωπαϊκό όνειρο, το οποίο περιέκλειε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο: ένας κόσμος που μέσα στο όνειδος των Σταυροφοριών, της αποικιοκρατίας, της Ιεράς Εξέτασης, του ναζισμού κ.ά., πρώτος αυτός προχώρησε σε μια ριζική αυτοκριτική, αποδόμηση και καταδίκη των τερατογενέσεων που κατά καιρούς παρήγαγε.
Η ειρήνη που ήρθε μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, έκανε τον Τσβάιχ να γράψει: «Τώρα υπήρχε, επιτέλους, μία θέση στη γη για το βασίλειο της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης που από καιρό μάς είχαν υποσχεθεί, η ώρα της ενωμένης Ευρώπης, που όλοι μας είχαμε ονειρευτεί, ήταν ή τώρα ή ποτέ».
Οι προσδοκίες του Τσβάιχ διαψεύστηκαν με τραγικό τρόπο, ωστόσο το όραμα που εκφράζει δεν έσβησε, ίσα ίσα, αναπτύχθηκε, εξελίχθηκε. Ισως η τωρινή κρίση είναι μια ευκαιρία να χαλυβδωθεί.
Διαβάστε
– Γιούργκεν Χάμπερμας, «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», μτφρ. Σ. Τριανταφύλλου, εκδ. Πατάκης.
– Χέιρτ Μακ, «Στην Ευρώπη. Ταξίδια στον 20ό αιώνα», μτφρ. Ινώ βαν Ντάικ-Μπαλτά, εκδ. Μεταίχμιο.
– Stefan Zweig, «Ο κόσμος του χθες. Αναμνήσεις ενός Ευρωπαίου», μτφρ. Αλ. Καλανταρίδου – Τ. Λιάνη, εκδ. Printa.