Για «στενόμυαλο» κριτήριο κάνει λόγο η Deutsche Bank (DB) σε έκθεσή της για το ελληνικό χρέος, αναφορικά με το κριτήριο που χρησιμοποιείται σήμερα για να χαρακτηριστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος και δεν είναι άλλο από τον λόγο του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Με τον τρόπο αυτό, η τράπεζα ανοίγει και επισήμως μια συζήτηση γύρω από την αλλαγή του τρόπου προσδιορισμού της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στο κατά πόσο είναι διαχειρίσιμο το χρέος και όχι στο μέγεθός του. Την ίδια ώρα, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg ανέφερε χθες πως η Ευρώπη πρέπει να μάθει από τα λάθη της και δεν πρέπει να αφήσει την Ελλάδα να πνιγεί στο χρέος της.
Εκθεση
Στην έκθεσή της η DB υποστηρίζει πως από τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι η Ελλάδα θα επιτύχει «με άνεση» πρωτογενές πλεόνασμα για το 2013. Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί ότι η συζήτηση για τα μέτρα που θα οδηγήσουν σε περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να ξεκινήσει μέσα «στις επόμενες εβδομάδες». Υπενθυμίζεται ότι την προηγούμενη εβδομάδα ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Στουρνάρας, είχε συνάντηση με τον διευθύνοντα σύμβουλο της DB, κατά την οποία είχε παρουσιάσει όλες τις τελευταίες εξελίξεις γύρω από την ελληνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, η δημοσίευση της έκθεσης αυτής, χθες, ερμηνεύεται από αναλυτές και ως στήριξη των ελληνικών προτάσεων. Μάλιστα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η αναφορά της DB στο ότι μέχρι τώρα η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους προσδιορίζεται με βάση τον λόγο του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Οι αναλυτές της τράπεζας θεωρούν ότι τα μέτρα που πιθανότατα θα ληφθούν από την Ευρωζώνη για τη νέα ελάφρυνση του δημόσιου χρέους θα αφορούν την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων από την Ευρωζώνη (τόσο τα διμερή ή GLF όσο και από το EFSF) στα 50 χρόνια από 17 και 30 που είναι σήμερα αντιστοίχως.
Μέτρο, το οποίο δεν επηρεάζει το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ και κατ’ επέκταση αυτό θα συνεχίσει να προβλέπεται στο 124% του ΑΕΠ το 2020. Ωστόσο, η DB υποστηρίζει ότι σε όρους καθαρής παρούσας αξίας (Net Present Value – NPV) το όφελος της Ελλάδας από μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να φθάσει ακόμα και στα 26 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι το όφελος αυτό δεν αφορά το ύψος του χρέους, αλλά κυρίως τις απώλειες που θα υποστούν οι πιστωτές της χώρας από τη μετακύλιση των λήξεων των δανείων. Η τράπεζα αναφέρει πως, δεδομένου ότι τα δάνεια του EFSF (ύψους 133,6 δισ. ευρώ) και του GLF (τα διμερή δάνεια, ύψους 52,9 δισ. ευρώ) έχουν ήδη μέση ωρίμανση 30 και 17 έτη αντίστοιχα, περαιτέρω βελτίωση των όρων δύσκολα θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ έως το 2022, χαρακτηρίζοντας «στενόμυαλη» την προσέγγιση αυτή για το πότε είναι βιώσιμο και πότε όχι το ελληνικό χρέος. Με τον τρόπο αυτό ανοίγει έναν διάλογο γύρω από το εάν ήταν σωστό ή όχι να τεθεί το κριτήριο του λόγου χρέος προς ΑΕΠ ως ο βασικός παράγοντας χαρακτηρισμού του ελληνικού χρέους.
Το κριτήριο αυτό χρησιμοποιεί ως ευαγγέλιο πλέον το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), πιέζοντας για νέες ελαφρύνσεις του χρέους, οπότε μια αλλαγή του ή υποβάθμισή του θα μπορούσε να δώσει λύσεις στη διαχείριση του ελληνικού χρέους.
Πέραν αυτών, σε ό,τι αφορά το μέτρο της μείωσης των επιτοκίων των δανείων του GLF κατά 0,50% (όπως προβλέπεται να συμβεί βάσει σεναρίων που έχουν επεξεργαστεί αρμόδιες υπηρεσίες), η Deutsche Bank εκτιμά ότι η Αθήνα θα γλιτώνει 264,5 εκατ. ετησίως. Μείωση, που σύμφωνα με την τράπεζα δεν οδηγεί σε αξιοσημείωτη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Πάντως, η τράπεζα θεωρεί ότι καθοριστικός παράγοντας για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους είναι η ανάπτυξη.
Από την πλευρά του, το Bloomberg στο κύριο άρθρο του ανέφερε πως η Ελλάδα και οι πιστωτές της παλεύουν για ακόμα μία φορά με τα χρέη της χώρας και πιθανότατα αυτή δεν θα είναι η τελευταία. Σημείωνε, δε, πως όσο συνεχίζουν να κάνουν το ίδιο λάθος, η επόμενη συμφωνία θα έχει τις ίδιες πιθανότητες να πετύχει όσο και οι προηγούμενες. Το χρέος της Ελλάδας συνεχίζει να αυξάνεται και πλέον βρίσκεται περίπου στο 180% του ΑΕΠ, το οποίο σύμφωνα με το Bloomberg δεν είναι βιώσιμο. Η επιμήκυνση των δανείων του επίσημου τομέα στα 50 έτη, η μείωση των επιτοκίων κατά 0,50% και ένα νέο πακέτο δανείων ύψους 15 δισ. ευρώ μπορεί να αφήσουν να συνεχιστεί το σόου, όπως υποστηρίζει το Βloomberg, και να δώσουν τη δυνατότητα στην τρόικα να πει πως η χώρα μπορεί να επιτύχει τον στόχο για μείωση του χρέους στο 124% του ΑΕΠ μέχρι το 2020. Ωστόσο, με καυστικό τρόπο το πρακτορείο σημειώνει ότι το ίδιο έλεγαν και ύστερα από κάθε διαπραγμάτευση.
Ομως, οι αριθμοί διαρκώς δεν βγαίνουν διότι η πολιτική και η οικονομία δεν θέλουν να «συνεργαστούν», ενώ το Bloomberg αναφέρει ότι η ανάπτυξη μπορεί να προβλέπεται ότι θα γυρίσει σε θετικό πεδίο φέτος, για πρώτη φορά από το 2007, αλλά η τρέχουσα προσέγγιση, η λιτότητα και η δυστυχία που τη συνοδεύει θα πρέπει να συνεχιστούν για χρόνια. Παράλληλα, υποστηρίζει ότι ο μνημονιακός συνασπισμός που κυβερνά την Ελλάδα είναι εύθραυστος και, χωρίς μείωση του χρέους, το νέο πρόγραμμα έχει τις ίδιες πιθανότητες να πετύχει όσο και τα προηγούμενα.
Επίσης, το Bloomberg εκτιμά ότι οι μεταρρυθμίσεις που ζητάει η τρόικα θα έκαναν καλό στη χώρα, αλλά η λαϊκή εμπιστοσύνη που απαιτείται για να εφαρμοστούν τέτοιες σαρωτικές μεταρρυθμίσεις εξαντλήθηκε προ πολλού. Και προσθέτει ότι μια ξεκάθαρη ελάφρυνση του χρέους, ακόμα και τώρα, θα μπορούσε να αλλάξει το κλίμα.
Πάντως, για την ώρα το πρακτορείο θεωρεί ότι οι επενδυτές δεν ανησυχούν μήπως η Ελλάδα βγει σύντομα από την Ευρωζώνη και καλεί την Ευρωπαϊκή Ενωση να δείξει ότι είναι ικανή να μάθει από τα λάθη της.