Δεκατέσσερα χρόνια πριν, βλέποντας τη χήρα του Σόντερς στην τηλεόραση να μιλάει για τον άντρα της, γεννήθηκε η ιδέα τού «Ως Εδώ». Εκείνη, χωρίς συμπλέγματα, με αξιοπρέπεια και ευαισθησία, αλλά και με την υποστήριξη ενός κράτους με μεγάλη εμπειρία στα θέματα της τρομοκρατίας, μιλούσε για την ανάγκη κοινωνικής αντιμετώπισης του φαινομένου. Εμείς, τα παιδιά των θυμάτων της τρομοκρατίας, τη βλέπαμε –ο καθένας από τη γωνιά του– και πήραμε θάρρος. Βγήκαμε από το καβούκι μας, ανακαλύψαμε ο ένας τον άλλο, σχεδόν με τη μυρωδιά, και όταν τελικά βρεθήκαμε όλοι σε ένα δωμάτιο, δεν μπορούσαμε κατ’ αρχάς να πιστέψουμε ότι είμαστε τόσοι… Διαφορετικές ιστορίες, διαφορετικές πορείες, ένας σκοπός: να ευαισθητοποιήσουμε την κοινή γνώμη στο θέμα της τρομοκρατίας, να δώσουμε μια μάχη ιδεολογική ενάντια στη βία, να πείσουμε την κοινωνία ότι τα εγκλήματα αυτά μάς αφορούν όλους.
Τον θάνατο, τη βία, τη δημοσιότητά της, την τρομοκρατία, τα είχε ζήσει ο καθένας μας όπως ήξερε και μπορούσε. Ολοι, όμως, είχαμε βρει μηχανισμούς να ζούμε και να επιζούμε παράλληλα. Και η δημιουργία του «Ως Εδώ» σήμαινε άνοιγμα των πληγών, ξύσιμο, και πάλι από την αρχή. Ημασταν όμως αποφασισμένοι να αφυπνίσουμε αυτό το μεγάλο σιωπηρό κομμάτι της πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών, που από τον καναπέ του παρακολουθούσε τη χώρα να βυθίζεται σε έναν ατέρμονο –όπως φαινόταν τότε– κύκλο βίας, χωρίς να αντιδρά και σχεδόν να τον θεωρεί δεδομένο. Κινητοποιηθήκαμε, μιλήσαμε στα Μέσα, στους πολιτικούς υπευθύνους, γράψαμε άρθρα, οργανώσαμε συγκέντρωση διαμαρτυρίας (ήμασταν εμείς, οι συγγενείς και οι πολύ στενοί μας φίλοι – και 200 άτομα το λες). Κι ύστερα έσκασε η βόμβα στα χέρια του Ξηρού. Και όλα επιταχύνθηκαν δραματικά. Μαζί με την πολιτεία, πιστέψαμε πραγματικά ότι η Δημοκρατία μπορούσε «να νικήσει την τρομοκρατία όχι μόνο επιχειρησιακά, αλλά και ιδεολογικά». Ριχτήκαμε στη μάχη χωρίς δεύτερη σκέψη. Και κάθε φορά που μας προσέβαλλαν τους νεκρούς μας, όπως κανένας δεν μπορεί να διανοηθεί ότι αντέχεται να προσβληθούν, κάθε φορά που ακούγαμε συνθήματα όπως «φωτιά στον τάφο του…» στην πορεία όσων υπερασπίζονταν τους τρομοκράτες (που ήταν πολύ πάνω από 200), κάθε φορά που τους βλέπαμε στο δικαστήριο να χειροκροτούν τους δολοφόνους κι εμάς να μας χλευάζουν (διότι έτσι έγινε), κάθε φορά, κοιταζόμασταν και μας κρατούσε η βεβαιότητα ότι –πάντως– νικάμε την τρομοκρατία, διότι αυτή η περίφημη σιωπηλή πλειονότητα που τόσα χρόνια ανεχόταν, τώρα είχε περάσει απέναντι. Ασε που οι δολοφόνοι έμπαιναν επιτέλους φυλακή και εμείς θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε πλέον, για τελευταία φορά, το κακάδι και να ζήσουμε στην αλήθεια.
Ξανασκορπίσαμε. Μιλούσαμε αραιά και πού, όταν βλέπαμε ενδείξεις πως το ζήτημα της τρομοκρατίας μπορεί να μην έχει λήξει, ότι παίρνει νέες μορφές και δράσεις. Είναι η κατάρα αυτού του θανάτου. Οτι δεν τελειώνει ποτέ, ότι πάντα επανέρχεται, στις ειδήσεις, στις κουβέντες. Ο νεκρός ζωντανεύει κάθε τόσο και οι ζωντανοί πεθαίνουν κάθε λίγο. Η ζωή όμως κερδίζει πάντα και εμείς θέλαμε πολύ να τραβήξουμε μπροστά. Μέχρι να δημοσιεύσουν οι εκδόσεις Λιβάνη το βιβλίο του Κουφοντίνα.
Σύστημα (οι εκδόσεις Λιβάνη) και περιθώριο (οι τρομοκράτες) ήρθαν σε μία απόλυτα εμπορική συναλλαγή με αμοιβαίο οικονομικό όφελος. Δεν με εκπλήσσει από την πλευρά των δολοφόνων. Χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι τα καλά εστιατόρια όπου έτρωγαν μετά τις δολοφονίες κλέβοντας τράπεζες και μοίραζαν τα χρήματα από τις κλοπές τους, ανάλογα με τον ρόλο που είχε ο καθένας στην εκάστοτε δολοφονία. Το γεγονός ότι είναι στη φυλακή, πράγματι τους εμπόδιζε από το να συνεχίσουν αυτή τη βολική μορφή βιοπορισμού, οπότε στράφηκαν σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης. Το ότι χρησιμοποιούν γι’ αυτό το ίδιο σύστημα, το οποίο μέχρι τώρα κατηγορούσαν, επίσης δεν με εκπλήσσει, διότι δεν έπεσα ποτέ στην παγίδα να πιστέψω –έστω και για μια στιγμή– ότι πίστευαν αυτά που έλεγαν.
Κατηγορώ όμως τις εκδόσεις Λιβάνη.
Κατηγορώ τις εκδόσεις Λιβάνη ότι εκμεταλλεύονται τον θάνατο, τον πόνο και το αίμα προκειμένου να βγάλουν εύκολο και γρήγορο κέρδος.
Κατηγορώ τις εκδόσεις Λιβάνη ότι, για να ενδυθούν έναν αντισυστημικό μανδύα, προκειμένου να αποποιηθούν τις ευθύνες τους για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, προάγουν το μίσος και τη βία.
Κατηγορώ τις εκδόσεις Λιβάνη ότι θα έχουν και αυτές ευθύνη για το επόμενο αίμα που θα χυθεί.
Οι εκδόσεις Λιβάνη δεν είναι ένας απρόσωπος οργανισμός. Είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι, με συγκεκριμένη πορεία και δράση. Είναι συγκεκριμένοι άνθρωποι, που έχτισαν την περιουσία, τη φήμη και την –μεγάλη– επιρροή τους, θέτοντας τον εαυτό τους στην υπηρεσία του εκάστοτε συστήματος. Και πάντοτε, του νυν και του επόμενου.
Και για να ξεκαθαρίσουμε τα αυτονόητα: προφανώς, είναι δικαίωμα του όποιου εκδοτικού οίκου να εκδώσει όποιο βιβλίο θέλει. Και κανείς δεν μπορεί να του το απαγορεύσει. Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερος λαϊκισμός από την άποψη πως, στη Δημοκρατία, ΟΛΟΙ μπορούν να πουν την άποψή τους εκδίδοντας ένα βιβλίο. Αυτό ισχύει για το Διαδίκτυο. Οι εκδοτικοί οίκοι ΔΙΑΛΕΓΟΥΝ τα βιβλία και τους συγγραφείς που θα εκδώσουν. Διαλέγουν στη διάθεση ποιου θα θέσουν το δίκτυο και την επιρροή τους. Και κρίνονται.
Δυστυχώς για εμάς, η μάχη απέναντι στον φασισμό της τρομοκρατίας είναι μια συνεχής μάχη. Παίρνουμε την ευθύνη της, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να κάνουμε και αλλιώς. Είναι πολύ το αίμα βλέπετε και είναι δικό μας. Για όλους εσάς, όμως, που είναι επιλογή, σας καλούμε να πάρετε θέση. Να μην αποδεχθείτε τη βία, να μην ενδώσετε στην ευκολία της απάθειας και, κυρίως –κυρίως!– να μη συνηθίσετε το αφύσικο. Σε αυτή τη χώρα ζούμε εμείς και τα παιδιά μας. Ας μην αφήσουμε το μαύρο να την πλακώσει. Ως Εδώ.
* Η κ. Αλεξία Μπακογιάννη είναι σύμβουλος Επικοινωνίας.