Πρώτη ιστορία: Νέος απόφοιτος πανεπιστημίου έχει σχεδιάσει ένα προϊόν υψηλής τεχνολογίας που μπορεί να κατακτήσει μια παγκόσμια αγορά. Εχει βρει αρχική χρηματοδότηση από θεσμικό επενδυτή, και δύο καλούς συνεργάτες με εμπειρία σε επιμέρους τεχνικά ζητήματα. Για να φτιάξει όμως ένα πρότυπο που θα λειτουργεί σωστά σε πραγματικές συνθήκες, χρειάζεται έναν επιστήμονα συνεργάτη και ένα κατάλληλο εργαστήριο για να δοκιμάσουν μαζί εναλλακτικές μορφές του προϊόντος. Πρέπει να αξιοποιήσουν τη διεθνή βιβλιογραφία και να πραγματοποιήσουν μια μεγάλη σειρά δοκιμών και τροποποιήσεων, μέχρι να βγουν στην αγορά. Και στη συνέχεια να κάνουν συνεχείς επεκτάσεις και βελτιώσεις.
Ψάχνει σε όλη την Ελλάδα, και βρίσκει έναν καθηγητή πανεπιστημίου που είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται. Συζητούν τα επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα, και ο καθηγητής ενθουσιάζεται. Αποφασίζει να διαθέσει πολύ χρόνο και ενέργεια, μαζί με έναν ερευνητή του εργαστηρίου του, για να μετάσχουν στο εγχείρημα. Ολα καλά, μέχρι που τίθεται το ζήτημα της αμοιβής του καθηγητή και του εργαστηρίου. Αν ήταν σε αμερικανικό πανεπιστήμιο, ή βρετανικό ή ελβετικό, ο καθηγητής θα γινόταν εταίρος στην επιχείρηση που ιδρύθηκε για να εκμεταλλευτεί το προϊόν. Θα εργαζόταν χωρίς αμοιβή, και μόνο αν το εγχείρημα πετύχαινε θα είχε συμμετοχή στα κέρδη και στην υπεραξία της εταιρείας. Το δε πανεπιστήμιο, ανάλογα με μια σειρά κριτήρια, είτε δεν θα είχε ανάμειξη είτε θα είχε και αυτό συμμετοχή στα έσοδα μέσα από μια απλή διαδικασία.
Στην περίπτωσή μας κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει με λογικό κόστος και σε εύλογο χρόνο. Ο καθηγητής δεν επιτρέπεται να γίνει εταίρος, αλλά ούτε και να αμειφθεί για τη συνεισφορά του με σημαντικό χρηματικό ποσό. Το εργαστήριο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί επισήμως για έρευνα που προορίζεται για εμπορική εκμετάλλευση. Ο ερευνητής θα πρέπει να παραιτηθεί από το πανεπιστήμιο για να έχει ενεργό ανάμειξη στις εργασίες της εταιρείας. Εκτός, βέβαια, αν όλα αυτά γίνουν πλαγίως και ανομολόγητα.
Δεύτερη ιστορία: Στο JEREMIE Openfund II έχουμε δεχθεί σε δεκαπέντε μήνες περίπου εξακόσιες προτάσεις για να επενδύσουμε σε νέες μικρές επιχειρήσεις τεχνολογίας. Μόνο το 1% από αυτές προέρχεται από έρευνες που έγιναν σε ελληνικά πανεπιστήμια ή σε δημόσια ερευνητικά κέντρα. Ψάχνοντας να καταλάβω γιατί συμβαίνει αυτό, διαπιστώνω ότι υπάρχει ένα αόρατο σύνορο στο μυαλό των ερευνητών. Από τη μια πλευρά είναι οι έρευνες και οι δημοσιεύσεις τους. Από την άλλη, ο κόσμος των επιχειρήσεων, που είναι περιοχή επικίνδυνη για την καριέρα τους. Ακόμα κι αν ξεπεράσουν τα νομικά εμπόδια, κινδυνεύουν να τους λοιδορήσουν οι συνάδελφοι, γιατί επιδιώκουν να πλουτίσουν από την επιστήμη, και να το μετρήσουν αρνητικά για την ακαδημαϊκή τους ανέλιξη. Πράγμα που δεν ισχύει, φυσικά, για τους νομικούς, τους ιατρούς και τους αρχιτέκτονες των πανεπιστημίων όταν ασκούν ελεύθερο επάγγελμα.
Τρίτη ιστορία: Στα αμπελοχώραφα της Κορινθίας ήρθε πριν από δέκα χρόνια ένας Αμερικανός γεωπόνος, από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Εδειξε στους παραγωγούς σουλτανίνας έναν νέο τρόπο να στηρίζουν και να κλαδεύουν τα αμπέλια, για να βγάζουν περισσότερα κιλά σταφύλι. Αρχικά οι πολλοί τον απέρριψαν και λίγοι τον δοκίμασαν σε μερικά φυτά. Οταν φάνηκε η διαφορά, τους μιμήθηκαν όλοι. Η τεχνική αυτή αναπτύχθηκε με απλές δοκιμές στην Καλιφόρνια, χωρίς να χρειάζονται ούτε ακριβά εργαστήρια ούτε προηγμένες θεωρίες. Χρειάστηκαν μόνο λίγοι άνθρωποι με πνεύμα μεθοδικού ερευνητή, μερικές δεκάδες φυτά και τρία-τέσσερα χρόνια δοκιμών. Εφόδια δηλαδή απολύτως προσιτά σε κάθε γεωπονική σχολή του κόσμου. Αλλά δεν βρέθηκε στην Ελλάδα ερευνητής να ψάξει αυτό το θέμα, ίσως επειδή από αυτό δεν θα προκύψει καλή δημοσίευση, ούτε θα ενταχθεί σε ευρωπαϊκό πρόγραμμα έρευνας.
Τα πραγματικά αυτά παραδείγματα δείχνουν ότι οι πανεπιστημιακοί μας δεν βοηθούν τις επιχειρήσεις να αναπτύξουν καινοτομίες, ούτε καν να κάνουν στοιχειώδεις βελτιώσεις. Δεν φταίει γι’ αυτό η πράγματι χαμηλή χρηματοδότηση της έρευνας. Τα βασικά εμπόδια υπάρχουν στους νόμους για τα ασυμβίβαστα, στα κίνητρα και αντικίνητρα της πανεπιστημιακής καριέρας, στην περιρρέουσα νοοτροπία και στη ρητά αντικαπιταλιστική ιδεολογία ενός μεγάλου μέρους της πανεπιστημιακής κοινότητας. Αυτά πρέπει να αλλάξουμε και να καταπολεμήσουμε, αν μας ενδιαφέρει η ανάπτυξη με κοινωνική συνοχή.
Χωρίς τη συμβολή πανεπιστημιακών και ερευνητών, είναι πολύ δύσκολο να έχουμε επιχειρήσεις καινοτόμους και παραγωγικές. Χωρίς τέτοιες επιχειρήσεις, δεν μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα. Γιατί, πώς αλλιώς θα παραχθούν καλά εισοδήματα; Δεν έχουμε τόσο ορυκτό πλούτο, δεν έχουμε τις πεδιάδες της Αργεντινής, δεν μπορούμε να στηρίξουμε τα πάντα στον τουρισμό. Εχουμε μόνο το μυαλό και τη γνώση για να μας πάνε παραπέρα.
Οι κάπηλοι της κοινωνικής ευαισθησίας κάνουν ό,τι μπορούν για να μην υπάρχει σχέση ανάμεσα στα πανεπιστήμια και στις επιχειρήσεις. Ετσι είναι σαν να λένε στους νέους: «Φύγετε έξω ή μείνετε να δουλεύετε με 500 ευρώ». Αλλά δεν το λένε, γιατί δήθεν νοιάζονται γι’ αυτούς. Ενώ το μόνο που θέλουν είναι να διατηρούν τα μικρά τους φέουδα αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο. Και ας μείνουν οι απόφοιτοι μέσα στη φτώχεια και την ανεργία.
* Ο κ. Αρίστος Δοξιάδης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το αόρατο ρήγμα: θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία».