Η κρίση στο Σουέζ το 1956 αποτελεί καμπή στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Μέσης Ανατολής. Δύο ισχυρές αποικιοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Βρετανία και η Γαλλία, σε συνεργασία με το Ισραήλ, επενέβησαν στρατιωτικά στην Αίγυπτο με σκοπό να ανατρέψουν τον νέο πρόεδρο της χώρας, Τζαμάλ Αμπντ αλ Νάσερ. Η κρίση γρήγορα έλαβε διεθνείς διαστάσεις και απείλησε την παγκόσμια ειρήνη. Τελικά υπό την πίεση των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ενωσης οι εισβολείς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το εγχείρημά τους και να αποσυρθούν βαθιά ταπεινωμένοι.
Οι αιτίες της κρίσης βρίσκονται στην αντιπαράθεση των Αιγύπτιων εθνικιστών με τους Βρετανούς, η οποία κορυφώθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το καθεστώς των Ελεύθερων Αξιωματικών του Νάσερ απέβλεπε στην απομάκρυνση των βρετανικών δυνάμεων από την Αίγυπτο, χωρίς όμως να διαρρήξει τις σχέσεις του με τη Δύση. Η Αίγυπτος δεν έπρεπε να ενταχθεί σ’ ένα αμυντικό σύμφωνο για τη Μέση Ανατολή, στο οποίο θα συμμετείχαν οι ΗΠΑ ή η Βρετανία, αφού στην αραβική κοινή γνώμη αυτό θα φαινόταν ως διαιώνιση της δυτικής κυριαρχίας. Από την άλλη, η συνεργασία των Αράβων με τη Δύση ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση του κομμουνισμού, αλλά οι ίδιοι οι Αραβες θα καθόριζαν τον χρόνο και τον χαρακτήρα αυτής της συνεργασίας.
Η ίδρυση του Συμφώνου της Βαγδάτης με πρωτοβουλία της Βρετανίας τον Φεβρουάριο του 1955 προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στον Νάσερ. Η χώρα του έχανε την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στις περιφερειακές εξελίξεις, η Μέση Ανατολή παρέμενε υπό βρετανικό έλεγχο, η προοπτική της αραβικής ενότητας απομακρυνόταν, αφού το Σύμφωνο συνέδεε αραβικά με μη αραβικά κράτη (το Ιράκ με την Τουρκία, το Ιράν και το Πακιστάν) και το ανταγωνιστικό προς την Αίγυπτο Ιράκ του αγγλόφιλου πρωθυπουργού Νούρι αλ Σαΐντ ενίσχυε τη θέση του στον αραβικό κόσμο. Η μόνη διέξοδος για τον Αιγύπτιο ηγέτη ήταν να εμπλακεί πιο δυναμικά στις αραβικές υποθέσεις και κυρίως να στραφεί προς τους Αδέσμευτους και τις κομμουνιστικές χώρες της ανατολικής Ευρώπης.
Ο Νάσερ στρέφεται προς τη Μόσχα αλλά και το Πεκίνο
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1955 ο Νάσερ ανακοίνωσε τη συμφωνία αγοράς σοβιετικών οπλικών συστημάτων από την Τσεχοσλοβακία, προκαλώντας ενθουσιασμό στον αραβικό κόσμο και έντονη ανησυχία στη Δύση και το Ισραήλ. Για πρώτη φορά ένας Αραβας ηγέτης τολμούσε να ξεφύγει από τη δυτική κηδεμονία και να στραφεί ανοιχτά κατά του ιμπεριαλισμού. Για πρώτη φορά υπήρχε ο κίνδυνος να ανατραπεί η στρατιωτική ισορροπία στη Μέση Ανατολή, την οποία έως τότε εξασφάλιζαν οι Δυτικές Δυνάμεις. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι ένιωσαν το ποτήρι να ξεχειλίζει. Ο συντηρητικός Βρετανός πρωθυπουργός Αντονι Ιντεν ταύτιζε τον Νάσερ με τον Χίτλερ και ήταν αποφασισμένος να τον εξουδετερώσει προτού να είναι πολύ αργά (όπως συνέβη στην περίπτωση της χιτλερικής Γερμανίας). Το σύνδρομο του Μονάχου κυριαρχούσε και στη Γαλλία, αλλά στη χώρα αυτή ο σφοδρός αντινασερισμός ήταν κυρίως αποτέλεσμα της πολιτικής και στρατιωτικής υποστήριξης που παρείχε η Αίγυπτος στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της Αλγερίας.
Παρά τη στρατιωτική συμφωνία με την Τσεχοσλοβακία, ο Νάσερ δεν διέκοψε τους δεσμούς του με τη Δύση. Το φθινόπωρο του 1955 ζήτησε οικονομική βοήθεια για την κατασκευή του φράγματος του Ασουάν. Η Βρετανία και οι ΗΠΑ αποδέχτηκαν το αίτημα με το σκεπτικό ότι η χρηματοδότηση του έργου θα αποσπούσε τον Νάσερ από τον σοβιετικό εναγκαλισμό και θα τον έθετε υπό δυτική εξάρτηση κατά τον ίδιο τρόπο που η κατασκευή της διώρυγας του Σουέζ είχε θέσει υπό δυτική εξάρτηση την Αίγυπτο στα τέλη του 19ου αιώνα. Ομως λίγο αργότερα η απόφαση αυτή ανεκλήθη με πρόφαση την αδυναμία της Αιγύπτου να συνεισφέρει τα απαιτούμενα για το έργο κονδύλια. Στην πραγματικότητα οι λόγοι που ώθησαν τους Αγγλο-αμερικανούς να λάβουν αυτήν την απόφαση ήταν η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων της Αιγύπτου με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (την οποία οι Δυτικοί εξακολούθησαν να μην αναγνωρίζουν) και κυρίως η αποδοχή από τον Νάσερ της σοβιετικής πρότασης για οικονομική και υλικοτεχνική συνδρομή στην ανέγερση του φράγματος του Ασουάν.
Το μυστικό σχέδιο της επέμβασης
Η αντίδραση του Νάσερ ήταν αιφνίδια και αποφασιστική. Στις 26 Ιουλίου 1956 ανακοίνωσε στον αιγυπτιακό λαό την εθνικοποίηση της εταιρείας της διώρυγας του Σουέζ. Η ενέργεια αυτή καταθορύβησε την κυβέρνηση του Λονδίνου, η οποία την εξέλαβε ως ένα καίριο πλήγμα του Νάσερ στα αυτοκρατορικά συμφέροντα της Βρετανίας. Αμέσως Βρετανοί και Γάλλοι άρχισαν να προετοιμάζονται για την εισβολή φροντίζοντας όμως πρώτα να εμπλέξουν στους συνωμοτικούς τους σχεδιασμούς το Ισραήλ. Στις 22 Οκτωβρίου ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπεν Γκουριόν συναντήθηκε μυστικά με τον Γάλλο ομόλογό του Γκι Μολέ και τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών Σελούιν Λόιντ σε μια στρατιωτική αεροπορική βάση νοτιοανατολικά του Παρισιού. Το άκρως απόρρητο επιχειρησιακό σχέδιο που κατάρτισαν προέβλεπε ότι το Ισραήλ θα ξεκινούσε την εισβολή στην Αίγυπτο, θα προέλαυνε προς τη διώρυγα του Σουέζ και τότε οι Αγγλο-γάλλοι θα απαιτούσαν, εν ονόματι της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, να αποσυρθούν οι δύο εμπόλεμες χώρες σε μια απόσταση δέκα μιλίων μακριά από τη διώρυγα. Σε περίπτωση άρνησης της Αιγύπτου, όπως αναμενόταν, οι Αγγλο-γάλλοι θα καταλάμβαναν τη ζώνη της διώρυγας.
Στις 29 Οκτωβρίου το Ισραήλ εισέβαλε στο Σινά, την επομένη οι Αγγλο-γάλλοι ζήτησαν από το Ισραήλ και την Αίγυπτο να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από τη διώρυγα και στις 31 ανήγγειλαν την επικείμενη στρατιωτική τους επέμβαση. Οι Αμερικανοί αντέδρασαν έντονα. Αν και δεν πίστευαν στη δυνατότητα συνεργασίας με τον Νάσερ, δεν ήθελαν να ταυτιστούν με την αποικιοκρατική κληρονομιά των ευρωπαϊκών δυνάμεων, θεωρώντας ότι τον πρώτο λόγο στα διακρατικά προβλήματα έπρεπε να έχει ο ΟΗΕ. Επίσης, επέμβαση της Δύσης στην Αίγυπτο θα εξασθένιζε τη θέση της στην ευρύτερη περιοχή και θα ενίσχυε τον αραβικό ριζοσπαστισμό. Ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ απευθύνθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και ζήτησε να αποσυρθούν οι Ισραηλινοί από την Αίγυπτο και τα μέλη του ΟΗΕ να αποφύγουν κάθε απειλή ή χρήση βίας. Βρετανία και Γαλλία προέβαλαν βέτο, αλλά στις 2 Νοεμβρίου οι ΗΠΑ έφεραν το θέμα και στη Γενική Συνέλευση, η οποία με 65 ψήφους υπέρ και πέντε κατά ενέκρινε πρόταση για τον τερματισμό των εχθροπραξιών και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων.
Οι Σοβιετικοί
Ωστόσο οι Αγγλο-γάλλοι συνέχισαν απτόητοι τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις, αγνοώντας τις αποφάσεις της διεθνούς κοινότητας. Οι Σοβιετικοί, τη στιγμή που κατέπνιγαν την «αντεπανάσταση» στην Ουγγαρία, εγκατέλειψαν τους χαμηλούς τόνους και βγήκαν δυναμικά στο προσκήνιο, αποστέλλοντας επιστολές στον πρόεδρο του Συμβουλίου Ασφαλείας, στον πρόεδρο των ΗΠΑ και στους πρωθυπουργούς της Βρετανίας, της Γαλλίας και του Ισραήλ. Το κεντρικό θέμα των επιστολών ήταν το ίδιο: η επίθεση κατά της Αιγύπτου έπρεπε να σταματήσει και ο ΟΗΕ να επέμβει για την επίλυση της κρίσης. Στην επιστολή προς τον Αμερικανό πρόεδρο υπήρχε μάλιστα και υπαινιγμός για έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο με τη χρήση πυρηνικών όπλων.
Ο μόλις πρόσφατα επανεκλεγείς στην προεδρία των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ προειδοποίησε ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα αντιδρούσε σε οποιαδήποτε μονομερή σοβιετική στρατιωτική κίνηση. Παράλληλα, αρνήθηκε την παροχή οικονομικής βοήθειας στη Βρετανία από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και απείλησε με πώληση βρετανικών μετοχών, που θα οδηγούσε σε υποτίμηση της στερλίνας. Στις 6 Νοεμβρίου ο Ιντεν, βρισκόμενος υπό ισχυρή πολιτική και οικονομική πίεση και χωρίς να ενημερώσει τη Γαλλία και το Ισραήλ, ανακοίνωσε την εφαρμογή εκεχειρίας. Στη Βρετανία η πολιτική του επικρίθηκε έντονα από τον Τύπο, ενώ η αντιπολίτευση τον κατηγόρησε ότι παραπλάνησε το Κοινοβούλιο. Παραιτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1957.
Η κατάρρευση της προπολεμικής αποικιοκρατίας
Η κρίση στο Σουέζ σηματοδότησε την κατάρρευση του προπολεμικού αποικιοκρατικού συστήματος και το τέλος της πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Οι συνέπειές της ήταν σημαντικές για όλους τους εμπλεκόμενους σ’ αυτή. Το νασερικό καθεστώς αύξησε τη δημοτικότητά του και ριζοσπαστικοποιήθηκε. Ο ίδιος ο Νάσερ αναδείχτηκε σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη των Αράβων και πρωταγωνιστή στον αγώνα τους για ελευθερία και ανεξαρτησία. Οι αραβικοί λαοί παρασύρθηκαν από την πολιτική του γοητεία, αφυπνίστηκαν, εξεγέρθηκαν. Οι παραδοσιακές αραβικές ηγεσίες ταυτίστηκαν με την αποικιοκρατία και το Ισραήλ και ανατράπηκαν. Ο αραβικός εθνικισμός θριάμβευσε.
Η Βρετανία και η Γαλλία γνώρισαν μεγάλη πολιτική και διπλωματική ήττα, αφού το κύρος τους ως Μεγάλες Δυνάμεις καταρρακώθηκε στις ερήμους της Αιγύπτου και κυρίως στις αίθουσες του ΟΗΕ. Τη δεκαετία 1946-56 το επιβλητικό οικοδόμημα της βρετανικής δύναμης στην κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή υπονομεύθηκε, εξασθένησε και τελικά κατέρρευσε. Μετά το 1956 η διαδικασία της αποχώρησης «ανατολικά του Σουέζ» συνεχίστηκε, αλλά η αδυναμία της Βρετανίας εν μέρει αναπληρώθηκε από την «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ. Αντίθετα η Γαλλία, απογοητευμένη από τη στάση των ΗΠΑ στο Σουέζ, επιτάχυνε την απεξάρτησή της από τον αμερικανικό παράγοντα με δύο τρόπους: έστρεψε την προσοχή της προς την οικοδόμηση μιας ενωμένης και ισχυρής Ευρώπης και επιδίωξε να αποκτήσει ανεξάρτητη πυρηνική ικανότητα.
Η κρίση στο Σουέζ ήταν καθοριστικής σημασίας για τις δύο υπερδυνάμεις, οι οποίες τα επόμενα χρόνια αύξησαν σημαντικά την επιρροή τους στη Μέση Ανατολή. Η Μόσχα υποστήριξε τις δύο εκδοχές του αραβικού εθνικισμού, τον νασερισμό και τον μπααθισμό, και αποτέλεσε την κύρια πηγή εξοπλισμού αρκετών αραβικών κρατών (Αιγύπτου ώς το 1970, Συρίας, Ιράκ, Υεμένης). Η Ουάσιγκτον επιχείρησε να καλύψει το κενό ισχύος που άφησε η βρετανική αποχώρηση από τη Μέση Ανατολή στηρίζοντας το Ισραήλ και τα φιλοδυτικά καθεστώτα (Σαουδική Αραβία, Ιορδανία, Μαρόκο, Λιβύη ώς το 1969, Ιράν ώς το 1979). Η αμερικανική είσοδος στη μεσανατολική σκηνή επισημοποιήθηκε με τη διακήρυξη του Δόγματος Αϊζενχάουερ τον Ιανουάριο του 1957 – ένα τρίπτυχο μεσανατολικό πρόγραμμα οικονομικών παροχών, στρατιωτικής βοήθειας και προστασίας από τον σοβιετικό «επεκτατισμό».
* Ο κ. Γιάννης Σακκάς είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Θα ακολουθhσει δεύτερο μέρος στη σελίδα Ιστορίας της επόμενης Κυριακής, το οποίο θα αφορά τη στάση της Αθήνας στην κρίση του Σουέζ, σε σχέση και με το Κυπριακό.