Αν θέλουμε να συνοψίσουμε τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, θα λέγαμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε, αλλά δεν νίκησε· υπό την έννοια ότι «στις 26 δεν φεύγουν». Τα κόμματα της συγκυβέρνησης έχασαν, αλλά δεν ηττήθηκαν· τουλάχιστον όχι σε σημείο «ανατροπής» όπως φοβούνταν. Η Νέα Δημοκρατία έχασε έξι ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον Ιούνιο του 2012 (20% της δύναμής της), το δε ΠΑΣΟΚ –παρ’ όλο που έγινε «Ελιά»– τέσσερις μονάδες (30% της δύναμής του τον Ιούνιο). Κάθε κυβερνητικός εταίρος έχασε μονάδες χωρίς όμως να τις κερδίσει η αξιωματική αντιπολίτευση, όπως γινόταν τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό πρέπει να προβληματίσει και τον κ. Αντώνη Σαμαρά και τον κ. Ευάγγελο Βενιζέλο, αλλά πρέπει να προβληματίσει και τον κ. Αλέξη Τσίπρα. Ολα δείχνουν ότι με τις αριστερίστικες κορώνες δύσκολα ο ΣΥΡΙΖΑ θα ξεπεράσει το ταβάνι του 27%. Και με λιγότερο του ενός τρίτου του εκλογικού σώματος όχι «ανατροπή», αλλά ούτε καν κυβέρνηση δεν φτιάχνει.
Το καταπληκτικότερο όλων είναι ότι η συμμετοχή κυμάνθηκε στα επίπεδα του 2012, παρά το γεγονός ότι α) στις ευρωεκλογές ιστορικά σημειώνονται υψηλότερα ποσοστά αποχής σε σχέση με τις εθνικές εκλογές, β) τον Ιούνιο του 2012 τα διλήμματα ήταν μεγάλα και υπαρκτά· παιζόταν από τη μία πλευρά η συμμετοχή της Ελλάδας στη Ζώνη του Ευρώ και από την άλλη η προοπτική μιας αριστερής διακυβέρνησης, γ) τα πνεύματα ήταν οξυμένα λόγω του σοκ της κρίσης και τα μέτρα πιο φρέσκα, δ) χθες ήταν η δεύτερη συνεχόμενη Κυριακή εκλογών.
Η υψηλότατη συμμετοχή των χθεσινών εκλογών δείχνει ότι ο ελληνικός λαός πολιτικοποίησε την αναμέτρηση, όχι όμως με τους παλιούς όρους που είχαν επιλέξει τα κόμματα, δηλαδή της πόλωσης ή του ντέρμπι του δικομματισμού. Την πολιτικοποίησε είτε επί τα χείρω (αν δούμε την αύξηση των ποσοστών της Χρυσής Αυγής) είτε δίνοντας μια ανάσα ανανέωσης στο μουχλιασμένο πολιτικό σκηνικό, με το 6,6% του «Ποταμιού». Να συνυπολογίσουμε εδώ ότι η μεγάλη συμμετοχή δεν πήγε στα δύο μεγάλα κόμματα, τα οποία δεν ξεπέρασαν αθροιστικά το 50%. Φαίνεται ξεκάθαρα ότι το πανηγυράκι της πόλωσης άφησε αδιάφορο τον ελληνικό λαό.
Συνεπώς, το πολιτικό μήνυμα του ελληνικού λαού είναι μακράν της συζήτησης που έκανε το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Δεν ήταν ούτε μήνυμα «ανατροπής» ούτε «σταθερότητας», υπό την έννοια ότι η κυβέρνηση μπορεί να συνεχίσει αύριο σαν να μην τρέχει τίποτε.Ηταν ένα μήνυμα που λέει «αλλάξτε τους όρους του παιγνιδιού. Τα παλιά διλήμματα, τα παλιά κόλπα, οι παλιές κραυγές, ακόμη και οι παλαιοκομματικές παροχές μάς αφήνουν ασυγκίνητους».
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση πρέπει να πάρουν σοβαρά το αίτημα της ανανέωσης, όχι μόνο προσώπων αλλά και πρότασης. Αλλιώς –θα το επαναλάβουμε– αυτή η ανανέωση θα γίνει από την ίδια την κοινωνία και τίποτε δεν εξασφαλίζει ότι θα γίνει με τους καλύτερους όρους.