Στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, η καλύβα του Καραγκιόζη έχει τη δική της θέση. Κοσμοπολίτης και αθάνατος, ο ονειροπόλος ήρωας επιστρέφει στις συντροφιές των παιδιών για να χαρίσει γέλιο.
Τι και αν ανταγωνίζεται το Playstation, τα ηλεκτρονικά ποδοσφαιράκια, τους ήρωες της Marvel, τηλεκατευθυνόμενα ελικόπτερα και εκατοντάδες φανταστικούς ήρωες; Σατιρίζοντας τον εαυτό του και τους φίλους του, τον Πασά και τα χαράτσια, την καθημερινότητα των θεατών και τη δική του, η ξυπόλητη φιγούρα του θεάτρου σκιών επισκέπτεται παραλίες και πλατείες της ελληνικής επικράτειας, εκδηλώσεις και παιδικά πάρτι, παραμένοντας δημοφιλής όπως και τότε που είχε την πρωτοκαθεδρία στην παιδική ψυχαγωγία.
Πίσω από το λευκό πανί, νέοι άνθρωποι έχουν διαδεχθεί τους μάστορες του παρελθόντος, και με τη δική τους φωνή αλλά και την προσωπικότητά τους δίνουν νέα πνοή στον Καραγκιόζη. Ένας εξ αυτών είναι και ο Αλέξανδρος Μελισσηνός, από την Κεφαλονιά. Έμαθε την τέχνη από τον πατέρα του και ανέλαβε να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Ξεκίνησε, όπως έλεγαν οι παλιοί, από «μαστοράκι». «Επαγγελματικά ασχολούμαι από τα 14 μου. Μέχρι τότε ήμουν βοηθός στον πατέρα μου και σε κάποιους μάστορες». Η αγάπη του προγόνου του, Ιάσονα Μελισσηνού, για το θέατρο σκιών μεταλαμπαδεύτηκε από πατέρα σε γιο, γεμάτη βιώματα, σε μια διαφορετική εποχή. Σε έναν κόσμο γεμάτο οθόνες όπου τα παιδιά «ταξιδεύουν» από την τηλεόραση στο κινητό ή το tablet, με μικρές ενδιάμεσες στάσεις στο πραγματικό περιβάλλον, παρακολουθώντας κινούμενα σχέδια ή παίζοντας video games.
Για τον Αλέξανδρο, ο Καραγκιόζης «αναγεννήθηκε από τις στάχτες του. Την ώρα που πήγε να σβήσει, ξαναεμφανίστηκε. Τώρα διανύουμε μια εποχή όπου και πάλι είναι επίκαιρος, μοντέρνος και σύγχρονος. Βρήκε έναν τρόπο να είναι πάλι μέσα στα πράγματα. Ισως, τώρα, έπειτα από μια εποχή ψεύτικης ευμάρειας και με την οικονομική κρίση να μας προσγειώνει, γίνεται ξανά κοινός τόπος η ατάκα του «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε».
Όπως εξιστορεί ο Ιάσονας Μελισσηνός, «στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα, όταν άρχισε να διαδίδεται στην επικράτεια στην καθαρά ελληνική εκδοχή του, αποτελούσε ένα θέαμα για ενηλίκους, στα καφενεία. Τα αστεία του ήταν σεξουαλικού περιεχομένου». Στην πορεία μετεξελίχθηκε σε ένα παιδικό θέαμα και διανύοντας μια περίοδο μονοκρατορίας, ήρθε αντιμέτωπος με την έλευση της τηλεόρασης και της ψηφιακής τεχνολογίας για να επιστρέψει δριμύτερος στην Ελλάδα της κρίσης. Όπως αναφέρει ο νεαρός καραγκιοζοπαίχτης, το brand name του Καραγκιόζη παραμένει ισχυρό. «Το όνομά του είναι μια δυνατή λέξη, αν και μερικές φορές λέγεται σαρκαστικά. Υπονοεί πολλά: τον ήρωα, τον αντιήρωα, τον Ελληνα και πολλά άλλα σαν προσωπικότητα. Είναι ένας αριστοφανικός χαρακτήρας. Πρώτα αυτοσαρκάζεται και μετά σαρκάζει όλους τους υπόλοιπους. Ίσως και αυτό είναι που δίνει σε μένα το ηθικό δικαίωμα, μέσα από τη φιγούρα του, να σαρκάσω πρόσωπα και καταστάσεις».
Ιδέες και βιώματα
Παράλληλα, και ως βασική προϋπόθεση της αναγέννησής του, εμφανίζονται και νέοι καραγκιοζοπαίχτες. «Η προσωπικότητα του καθενός αποτυπώνεται στο θέαμα», εξηγεί ο Αλέξανδρος. «Έβαλα τα δικά μου στοιχεία που είχαν σχέση με ιδέες και βιώματα κι έτσι το πάντρεψα, όσο χρειάζεται, ώστε να έχει έναν χαρακτήρα προσωπικό». Δίχως τη βοήθεια ψηφιακών τεχνολογιών και νέων μέσων, μέσα από το λευκό πανί, το θέατρο σκιών επιτυγχάνει τη διάδραση. «Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο είναι η αμεσότητα που έχει με το κοινό του. Με νέους όρους θα λέγαμε ότι είναι διαδραστικός, δεν είναι ένα στατικό θέαμα. Ως θεατής, σχεδόν είσαι μέρος του θεάματος».