Ενας στους έξι από τους 75.000 Ελληνες μετανάστες πρώτης γενιάς που είναι ενταγμένοι στο εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ είναι ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκτητών επιχειρήσεων μεταξύ μεταναστών πρώτης γενιάς απ’ οποιαδήποτε άλλη χώρα. Τα στοιχεία, που προέκυψαν από ανάλυση πληθυσμιακών δεδομένων του Fiscal Policy Institute και δημοσιεύθηκαν στα τέλη Αυγούστου από το περιοδικό National Journal, αναδεικνύουν για μία ακόμα φορά την έφεση της ελληνοαμερικανικής κοινότητας στην επιχειρηματικότητα.
Ο Μάικ Μανάτος, αντιπρόεδρος της Manatos & Manatos, εταιρείας λόμπι στη Ουάσιγκτον, δεν εκπλήσσεται. «Είχαμε διεξαγάγει μία παρόμοια μελέτη, από την οποία είχαν προκύψει εξίσου αξιοσημείωτα ευρήματα» λέει στην «Κ». «Οι Ελληνες που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες -κυρίως μεταξύ του 1910-1913- ήταν όλοι φτωχοί και χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Σε μία μόλις γενιά, ωστόσο, ανελίχθηκαν στην κορυφή των ΗΠΑ, τόσο εισοδηματικά όσο και σε μορφωτικό επίπεδο. Σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 1970, απ’ όλες τις εθνοτικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ελληνες ήταν πρώτοι σε μόρφωση και δεύτεροι σε εισοδήματα».
Την εξήγηση για τις θεαματικές επιδόσεις των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική επιχειρεί να δώσει το βιβλίο «Greek Americans: Struggle and Success». Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1989 από τον γνωστό Ελληνοαμερικανό κοινωνιολόγο Τσαρλς Μόσκος. Πέρυσι, πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, επανεκδόθηκε εμπλουτισμένο από τον γιο του, Πίτερ, με εισαγωγικό σημείωμα από τον Μάικλ Δουκάκη.
«Οι Ελληνες αγρότες προέρχονταν από μια καπιταλιστική οικονομία, όπου έφερναν το προϊόντα τους στην αγορά, ήδη από τα οθωμανικά χρόνια. Κατά μία έννοια, ήταν από τότε μικροί επιχειρηματίες» λέει στην «Κ» ο Πίτερ Μόσκος, αναπληρωτής καθηγητής στο John Jay College of Criminal Justice, εξηγώντας το βασικό επιχείρημα του βιβλίου. Ο κ. Μόσκος, Ελληναμερικανός τρίτης γενιάς, απόφοιτος του Harvard και του Princeton και πρώην αστυνομικός, τονίζει επιπλέον ότι, παρότι δεν είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση, οι Ελληνες μετανάστες των αρχών του 20ού αιώνα «είχαν βασική εκπαίδευση, σε αντίθεση με τους μετανάστες από πολλές άλλες χώρες. Αυτό τους επέτρεπε να καταγράφουν παραγγελίες και να κρατούν λογιστικά στοιχεία».
Οι συγκριτικά εντυπωσιακές επιδόσεις των Ελληναμερικανών συνεχίζονται ώς σήμερα. Οπως αναφέρει ο Π. Μόσκος, οι Ελληνες των ΗΠΑ είναι δεύτεροι μετά τους Ασιάτες σε ποσοστά ολοκλήρωσης τετραετών σπουδών (39%), σημαντικά πάνω από τον αμερικανικό μέσο όρο (27%). Οι Ελληνοαμερικανοί παραμένουν πολύ ψηλά και σε εισόδημα: σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Απογραφής για το 2006-10, το μέσο ελληνοαμερικανικό νοικοκυριό είχε ετήσιο εισόδημα 78.500 δολάρια, έναντι 60.700 το μέσου αμερικανικού νοικοκυριού. Οπως εξηγεί ο κ. Μόσκος, η διαφορά αυτή -σχεδόν 30% πάνω από τον εθνικό μέσο όρο- έχει μείνει βασικά σταθερή από το 1970.
Στο βιβλίο «The Triple Package: What Really Determines Success», ο Τζεντ Ρούμπενφελντ και η Εϊμι Τσούα, καθηγητές στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του Yale, γράφουν: «Οι επιτυχημένοι άνθρωποι τείνουν να νιώθουν ταυτόχρονα ανεπαρκείς και ανώτεροι». Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, οι πιο κοινωνικοοικονομικά επιτυχημένες εθνοτικές ομάδες στις Ηνωμένες Πολιτείες χαρακτηρίζονται όλες από συμπλέγματα ανωτερότητας -βασισμένα στη θρησκευτική τους παράδοση ή την ένδοξή τους ιστορία- και, παράλληλα, από μία αίσθηση ότι υπολείπονται κάπως και πρέπει να αποδείξουν την αξία τους.
Αυτός ο φαινομενικά παράδοξος συνδυασμός ανασφάλειας και αλαζονείας απαντάται με ασυνήθιστη συχνότητα μεταξύ των Ελλήνων. Σε κοινωνίες και οικονομικά συστήματα που το επιτρέπουν, μπορεί να γίνει ο μοχλός κοινωνικής και οικονομικής καταξίωσης. Σε κοινωνίες που καταπνίγουν την ιδιωτική πρωτοβουλία, γίνεται πηγή πικρίας, αμοιβαίας καχυποψίας και ξενοφοβικού σοβινισμού. Σας θυμίζει κάποιο γνώριμο μέρος αυτή η περιγραφή;