Ο χρόνος δίνει τις απαντήσεις. Με τρόπο ήπιο. Είχα εξέλθει από το μοντέρνο κτίριο στο άλλοτε κτήμα Θων, όπου είχα μπει για να πάρω στα γρήγορα ένα καφέ, και κινήθηκα να περιεργαστώ από κοντά το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Στην καρδιά της Αθήνας, Κηφισίας και Αλεξάνδρας, είχα ξεχαστεί σ’ ένα περιβάλλον σχεδόν ημιαγροτικό καθώς είχα ήδη αγνοήσει το μεγαθήριο της χάρτινης αρχιτεκτονικής που μας σκίαζε. Η δύναμη της παλιάς πέτρας, σε αυτό το κυκλικό εκκλησάκι, με τις τόσες ιστορίες που είχε να διηγηθεί, εξασκούσε γοητεία.
Αν ταξιδεύαμε πίσω στον χρόνο θα το βλέπαμε μέσα στον κήπο του κτήματος Θων, δίπλα στην έπαυλη με τον πυργίσκο (έργο Τσίλλερ) που ανατινάχθηκε στα Δεκεμβριανά. Ανάμεσα και ολόγυρα η συλλογή νεοκλασικών γλυπτών της οικογενείας Θων, ένας μακρύς κατάλογος, που σκόρπισε, με πολλά από τα αγάλματα να βρίσκονται εδώ και χρόνια στον κήπο του ΚΑΤ. Αλλά ο Αγιος Νικόλαος επέζησε. Δηλαδή, το κέλυφός του έχει επιζήσει, χωρίς να έχει τηρηθεί καμία δέσμευση για τη συντήρησή του. Αν το δείτε γύρω γύρω, θα το δείτε να επιζεί με βουβό ρόγχο. Τα ημικύκλια με τις σκοτίες, η ζωφόρος με τους ρόδακες σαν θάλασσα κύκλων, ο φολιδωτός τρούλος, οι οξύκορφες πύλες, η καμπάνα, τα επίκρανα με κορινθιακό απόηχο, κεντρικό ρόδακα και σταυρό ως επίστεψη, σε τυλίγουν σ’ ένα κουκούλι χρόνου μακριά από τη λεωφόρο Κηφισίας. Είναι μία ελκτική δύναμη.
Ωστόσο, αυτή η δύναμη εκλύεται από ένα ερείπιο. Γκράφιτι το τυλίγουν και ένα υποτυπώδες υποστύλωμα δημιουργεί ψευδαίσθηση φροντίδας. Ακούς, σχεδόν, τη σιωπή από αυτό το εκκλησάκι του 1900, που το κράτος μας το έχει κηρύξει διατηρητέο μνημείο. Απέμεινε ορφανό, αποκομμένο χωρίς ομφάλιο λώρο, όπως ακριβώς και ο Αγιος Γεώργιος στην οδό Πειραιώς, που συνόδευε έως το 1963 το περικαλλές Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα, κτίριο που αν είχε διασωθεί θα ήταν από τα εμβλήματα της Αθήνας.
Αλλά, καθώς περιτριγύριζα το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, με χίλιες δυο σκέψεις στο μυαλό, μπροστά σε αυτόν τον αργό θάνατο, που έβλεπα μπροστά στα μάτια μου, κοντοστάθηκα δίπλα στην καμπάνα, που στέκει μόνη της κοντά στην είσοδο της εκκλησίας. Η πόρτα, ξύλινη, ψηλή, δίφυλλη σαν σε παλιό αρχοντικό, είναι κουφωτή και αφήνει αναιμικό άνοιγμα στο θαμπό εσωτερικό. Υψώνεται με μεγαλοπρέπεια και κλείνει με ημικύκλιο, που και αυτό εντάσσεται σαν ένθεση στην οξύκορφη πύλη με τις παραστάδες. Αρκετά περίτεχνο. Πλησιάζω να εισπνεύσω την υγρασία και το χρώμα του ημίφωτος και μέσα βλέπω στοίβα αναποδογυρισμένες καρέκλες… Είχα διαβάσει ότι ο ναός έχει βιτρό, τι να απέγιναν;
Αυτό όμως που μου αιχμαλωτίζει το βλέμμα και μου στρέφει αλλού τη σκέψη είναι τα λουλούδια που βλέπω στη μανταλωμένη πόρτα με τα επιζωγραφισμένα τζάμια σαν να έχουν βγει από βικτωριανό λεύκωμα με τσιγαρόχαρτο. Τα λουλούδια είναι απιθωμένα πάνω στο λουκέτο και τη σιδεριά που δένει την ξεχαρβαλωμένη πόρτα του ναού. Είναι κόκκινα και κίτρινα ρόδα, αφυδατωμένα με την κεφαλή πεσμένη. Τα υπολόγισα να είναι εκεί τουλάχιστον δύο εβδομάδες, ίσως και πιο πολύ. Και σκέφτηκα αυτά τα βήματα που πλησίαζαν τον ναό με τα χέρια να φέρουν τριαντάφυλλα. Είχα έτοιμη στο μυαλό μία ακόμη αθηναϊκή ιστορία, από τις αφανείς.