Η επιλογή της κας Ζωής Κωνσταντοπούλου για την, βαρύνουσας πολιτικής σημασίας σε αυτή τη συγκυρία και στη συγκεκριμένη χαωτική Βουλή, θέση της Προεδρίας του ελληνικού Κοινοβουλίου, είναι διπλά επιτυχημένη. Τουλάχιστον επί της αρχής.
Ο πρώτος λόγος είναι επειδή, όπως η ίδια κατέδειξε τα τελευταία χρόνια, γνωρίζει πολύ καλά τα σχετικά με τη λειτουργία της Βουλής. Δεν ήταν λίγες οι φορές που με παρεμβάσεις της καυτηρίαζε τόσο την ύπαρξη προβλημάτων όσον αφορά την εφαρμογή του Κανονισμού, όσο και την απαξιωτική έναντι του Ναού της Δημοκρατίας στάση αρκετών βουλευτών – ενίοτε και ολόκληρων κοινοβουλευτικών ομάδων. «Περιστατικά» όπως η ψήφιση νομοσχεδίων από … απόντες ή και σιωπούντες βουλευτές, χωρίς δηλαδή να τηρούνται έστω και στοιχειωδώς οι προβλεπόμενοι θεσμικοί κανόνες, είναι γνωστά.
Ο δεύτερος λόγος που καθιστά τη συγκεκριμένη επιλογή ορθή, είναι το γεγονός ότι η κα Κωνσταντοπούλου έχοντας υπάρξει θύμα διαρκών και πολλές φορές ανοίκειων επιθέσεων εντός της Ολομέλειας ή και κατά την διάρκεια συνεδριάσεων κοινοβουλευτικών Επιτροπών, είναι σε θέση να συναισθάνεται πολύ καλά πόσο μεγάλη –ζωτική!- σημασία έχει η προστασία της Αξιοπρέπειας και του Ηθους εντός του χώρου όπου άπαντες, ειδικά τα τελευταία χρόνια έχουν δικαιολογημένα στρέψει την προσοχή τους.
Τούτων δοθέντων, η εκλογή της κας Ζωής Κωνσταντοπούλου στη θέση της Προέδρου της Βουλής τα προσεχή 24ωρα, μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλες και θετικής κατεύθυνσης αλλαγές που τόσο έχει ανάγκη το ελληνικό Κοινοβούλιο, μετά από πολλά χρόνια απαξίωσής του. Απαξίωση η οποία συστηματικά τροφοδοτήθηκε εκ των έσω, και που ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια αποτέλεσε εκρηκτική πρώτη ύλη στις μαζικές κινητοποιήσεις της πλατείας Συντάγματος.
Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι η εξουσία, οι κομματικές ή προσωποκεντρικές σκοπιμότητες, που παραδοσιακά παραλύουν τους πρωταγωνιστές, δεν θα λειτουργήσουν παραμορφωτικά για την «όραση» και δεν θα εξασθενήσουν «μνήμη».