«Το ταξίδι στον Νότιο Πόλο δεν ήταν η πιο συναρπαστική εμπειρία της ζωής μου, όμως έπρεπε να γίνει. Οπως άλλοι πηγαίνουν στον Αγιο Γεράσιμο να εκπληρώσουν τάμα, έτσι κι εγώ το θεώρησα καθήκον μου, ως Ελληνας, να υψώσω εκεί τη γαλανόλευκη». Αν άκουγα αυτήν τη φράση από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο, θα πίστευα ότι με κοροϊδεύει. Μόνο που μπροστά μου έχω τον, σύμφωνα με το βιβλίο Γκίνες, «πιο πολυταξιδεμένο άνθρωπο του πλανήτη», τον τολμηρό εξερευνητή που έχει περπατήσει και στις 195 χώρες του κόσμου, τον πρώτο Ελληνα που κατόρθωσε να πατήσει και στους δύο πόλους της Γης – επισκέφτηκε τον Βόρειο το 1995 και τον Νότιο πριν από λίγες ημέρες.
Ο Μπάμπης Μπίζας έχει μόλις επιστρέψει από τη δεκαπενθήμερη αποστολή του στην ενδοχώρα της Ανταρκτικής και διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την περιπέτειά του στην έκτη ήπειρο. Θυμάται το ελικόπτερο-φορτηγό 100 τόνων του ρωσικού στρατού με το οποίο πέταξε από το αεροδρόμιο της Χιλιανής Παταγονίας έως τον καταυλισμό του Παγετώνα Γιούνιον, αλλά και το ελικοφόρο με τα παγοπέδιλα που τον μετέφερε 2.000 χλμ. από τη στεριά, στις 90 μοίρες νότιο γεωγραφικό πλάτος, εκεί που διέρχεται ο νοητός άξονας της Γης. Μιλάει για τους περίπου 100 επιστήμονες της Αμερικανικής Βάσης που τον υποδέχτηκαν στις μοντέρνες εγκαταστάσεις (μαγειρεία, τουαλέτες, ντους, αποθήκες κ.λπ.) αλλά και για τους 12 Ρώσους συνταξιδιώτες του (χάρη σε αυτούς καλύφθηκε το κόστος της αποστολής), που άρχισαν… να ψέλνουν κατά την άφιξή τους. Περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσης στους μείον 36 βαθμούς Κελσίου, τους ισοθερμικούς υπνόσακους, τις σκηνές στο χρώμα του λευκού που απορροφούν τις ηλιακές ακτίνες για να θερμαίνονται, αφού ο ήλιος εκεί δεν δύει ποτέ, αλλά και τα 3.000 μέτρα συσσωρευμένου πάγου -«σαν να είσαι στην κορυφή του Ολύμπου»-, που μετακινείται τρία εκατοστά την ημέρα. «Ο Νότιος Πόλος, όπως και τα στενά του Μαγγελάνου, δεν έχουν κάτι το ελκυστικό αισθητικά. Μέσα σε τέσσερις ώρες έχεις δει ό,τι ενδιαφέρον υπάρχει σε αξιοθέατο. Τα υπόλοιπα είναι συναίσθημα, ιστορία και ανθρώπινη εποποιία – η σημασία του να στέκεσαι στο σημείο όπου το 1912 βρέθηκε πρώτος ο Νορβηγός Αμούδσεν και πέθανε ο Βρετανός Σκοτ».
Και τώρα, πίσω στην πατρίδα και στο διαμέρισμά του στο Χαλάνδρι. Οχι για πολύ. «Εχω αφετηρία και επιστροφή… ελληνική, αλλά αντέχω μονάχα τρεις μέρες στην Αθήνα – ίσα ίσα να προλάβω να οργανώσω την επόμενη απόδραση», λέει. Στο πλευρό του, στη ζωή και στα ταξίδια, η σύζυγός του Πηνελόπη. Η λίστα με τα άμεσα σχέδιά τους διαμορφώνεται μέχρι τον Μάρτιο του 2016 και περιλαμβάνει τα ανεξερεύνητα νησιά των Σεϋχελλών Αλφόνς, Φαρκουάρ και Αλτάμπρα, με τις γιγάντιες χελώνες βάρους 150 κιλών, το καταπράσινο νησί Ανομπόν της Ισημερινής Γουινέας, με τη λίμνη στον κρατήρα του ηφαιστείου, το νησί Μαλπέλο της Κολομβίας ή αλλιώς «τα Μετέωρα μέσα στον ωκεανό» και άλλα πολλά εξειδικευμένα και όχι περιηγητικά ταξίδια που βρίσκονται στα σκαριά. «Η νέα τάση είναι να ανακαλύπτεις τους αμόλυντους οικολογικούς παραδείσους της Γης και να βλέπεις τον πλανήτη πριν από την ανθρώπινη παρέμβαση». Αλλωστε, ο ίδιος δεν ήταν ποτέ λάτρης της πολυτέλειας. «Υποφέρω στα all inclusive ξενοδοχεία και βαριέμαι οικτρά τις συμβατικές διακοπές που περιλαμβάνουν πλατσούρισμα και ηλιοθεραπεία. Χρειάζομαι δράση, να κυνηγάω θαλασσοπούλια και χαμαιλέοντες! Αν δεν βγεις στο δρόμο να συναντήσεις πραγματικούς ανθρώπους και να κάνεις χειραψία μαζί τους, τι νόημα έχει ο προορισμός;»
Με ένα σακίδιο στην πλάτη
Από μικρός ήταν ανήσυχο πνεύμα. Μεγάλωσε στην Αρτα σε μια πενταμελή οικογένεια. Μπορεί να μην είχε πολλά ερεθίσματα, είχε όμως έμφυτη περιέργεια. Ο πατέρας του επέμενε να εργαστεί και ο γιος του στην Αγροτική Τράπεζα. «Κάποιοι ονειρεύονται καριέρα, άλλοι οικογένεια. Εγώ ήθελα να ανακαλύψω τον κόσμο με ένα σακίδιο στην πλάτη». Στα 22 του έβγαλε διαβατήριο και έκανε το πρώτο του ταξίδι σε Βουλγαρία, Ρουμανία και Κωνσταντινούπολη. Επειτα ξεθάρρεψε και πήγε για 40 ημέρες στη Σκανδιναβία. Ηταν φοιτητής Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο όταν έφυγε για έξι μήνες με μόλις 250 δολάρια στην τσέπη. Ταξίδεψε οδικώς σε Τουρκία, Περσία, Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ινδία, Μπανγκλαντές, έπειτα έγινε μούτσος σε ένα εμπορικό πλοίο και έφτασε μέχρι τη Νότια Αφρική. Επέστρεψε μόνο και μόνο επειδή χρωστούσε το Συνταγματικό Δίκαιο!
Πώς τα έβγαζε πέρα οικονομικά; «Εχεις κοιμηθεί κάτω από γέφυρα ή στο σταθμό της Καλκούτας δίπλα στο αστυνομικό τμήμα για να νιώθεις ασφαλής; Εχεις φάει τα κουλουράκια της θείας σου της Μαρίας επί μία εβδομάδα; Εχεις ταξιδέψει ως λαθρεπιβάτης σε τρένο; Εχεις ξεδιψάσει με κεράσματα ντόπιων; Εκανα θυσίες, αλλά κυριαρχούσε μέσα μου το στοιχείο της εξερεύνησης και ένιωθα ότι τίποτα δεν με σταματά». Σύντομα, αυτό που ξεκίνησε ως χόμπι έγινε επάγγελμα. Η εμπειρία του αλλά και το γεγονός ότι μιλούσε άπταιστα πέντε γλώσσες τού χάρισαν τη θέση του διευθυντή Σχεδιασμού Εκδρομών σε μεγάλους ταξιδιωτικούς οργανισμούς. Ηταν τολμηρός, αλλά οι πελάτες τον εμπιστεύονταν και γρήγορα απέκτησε φανατικό κοινό, διοργανώνοντας ταξίδια που δεν είχαν ξαναγίνει στην παγκόσμια αγορά. Συνόδευσε γκρουπ στο Ελ Σαλβαδόρ την περίοδο του ανταρτοπολέμου του κινήματος Φαραμπούντο Μαρτί, στη Νικαράγουα την εποχή που ανέβαιναν οι Σαντινίστας στην εξουσία, ενώ ήταν ανάμεσα στους πρώτους τουρίστες που επισκέφτηκαν το Βιετνάμ το 1977, αμέσως μετά τον πόλεμο. Το αποκορύφωμα; Το 1988 τον συνέλαβαν στη Λιβύη του Καντάφι, νομίζοντας ότι ήταν κατάσκοπος του Ισραήλ! Σήμερα τα έξοδα τα βάζει από την τσέπη του. «Δικό σου είναι ό,τι δεις και ό,τι φας. Τα υπόλοιπα είναι των κληρονόμων! Η περιουσία μου δεν είναι ακίνητα, είναι ταξίδια και βιώματα».
Ο πιο ευτυχισμένος λαός
Τι του έχει μείνει από αυτά τα 40 χρόνια; Η Νέα Υόρκη ως αγαπημένος προορισμός, η κουζίνα του Αζερμπαϊτζάν, η συναρπαστική διαδρομή στα χνάρια της πορείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το εύκρατο κλίμα και η πολυμορφία των τοπίων στην Ελλάδα, αλλά και ο πιο χαρούμενος λαός, που βρίσκεται στο νησί Σάο Τομέ της Αφρικής – ενώ ζουν υπό το όριο της φτώχειας, δεν τους βλέπεις ποτέ σκυθρωπούς γιατί είναι ευτυχισμένοι με τα λίγα. «Γι’ αυτό κι εγώ ακολουθώ πια τον κώδικα 1-2-3, ώστε να ταξιδεύω μονάχα με τα απαραίτητα: 1 ζευγάρι παπούτσια, 2 παντελόνια και εσώρουχα, 3 πουκάμισα».
Η κουβέντα μας μετρά ήδη τέσσερις ώρες, όμως εκείνος συνεχίζει να μοιράζεται τα πάντα σαν χείμαρρος. Από το ότι πλησιάζει τα 60 και έχει στο συρτάρι του 40 διαβατήρια μέχρι το ότι δεν αποχωρίζεται το ρολόι χειρός με τις τρεις ώρες για τις διαφορετικές ζώνες και το ότι θα συνεχίσει να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στα αεροπλάνα για όσο αντέχουν τα πόδια του. Τι άλλο μένει να δει; αναρωτιέμαι. «Οταν ξεκίνησα να ταξιδεύω, στα 22 μου, έλεγα ότι, αν κάνω 30 ταξίδια στη ζωή μου, θα έχω δει τον κόσμο. Αφού ξεπέρασα τα 80, ένιωθα ότι μου λείπουν ακόμη 200. Τώρα που έχω κάνει 1.000, ξέρω ότι μου απομένουν περισσότερα απ’ όσα έχω κάνει. Ετσι είναι, όσο ταξιδεύεις ανακαλύπτεις. Και αυτή την αίσθηση του “παραπέρα” δεν μπορεί να σ’ τη διδάξει κανένα ντοκιμαντέρ».