Αναβαθμίστε τον για να δείτε σωστά αυτό το site. Αναβαθμίστε τον browser σας τώρα!
Ο θεμελιωτής της δυτικής σκέψης
Ηγέομαι: προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι αρχηγός, οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ (Χαρ. Αθ. Μπαλτάς, Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1995,
σ. 269)
Οι ηγέτες προπορεύονται και οδηγούν. Οι αγαθοί οδηγούν τους λαούς που τους ακολουθούν σε επιτυχίες, σε νίκες, ακόμα και σε θριάμβους. Οι κακοί, σε αποτυχίες και καταστροφές. Οι περισσότεροι ηγέτες έχουν μεικτό “μητρώο”, που περιλαμβάνει μεγάλες και μικρές στιγμές. Η αναζήτηση της σειράς αυτής των Ελλήνων ηγετών περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλο το φάσμα της ιστορίας των Ελλήνων, από την αρχαία έως τη νεότερη εποχή. Η νέα Ελλάδα έχει ασφαλώς τη μερίδα του λέοντος, ίσως γιατί παραδόξως είναι η λιγότερο γνωστή. Το σχολείο άφησε περισσότερα κενά στη νεότερη απ’ ό,τι στην αρχαία ιστορία.
Η κοινή πάντως αντίληψη, που συστηματικά διαμόρφωσε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, είναι η ενότητα της ιστορίας μας μέσα στον χρόνο.
Ανάμεσα, στον Αριστοτέλη και σ’ εμάς υπάρχουν καταρχάς ορισμένες παρεξηγήσεις. Και πρώτη η παρεξήγηση του «Αυτός έφα», αφού και σήμερα ακόμα ακούμε ή διαβάζουμε αρκετά συχνά να συσχετίζεται με τον Σταγειρίτη, ενώ έχει ειπωθεί για έναν Σάμιο – τον Πυθαγόρα.
Η επόμενη παρεξήγηση αφορά την περίφημη Ποιητική, έναν από τους λεγόμενους ακροαματικούς αριστοτελικούς λόγους (μια πανεπιστημιακή παράδοση δηλαδή, που δεν προοριζόταν για το κοινό), η οποία λαθεμένα και επί μακρόν θεωρήθηκε οδηγός προς ναυτιλλομένους στο ποιητικό πέλαγος, ένα εγχειρίδιο για το πώς να συνθέτουν ικανοποιητικό έργο οι νεοπροσήλυτοι της ποίησης. Γράφει σχετικά ο Άλμπιν Λέσκυ: «Κανένα από τα πολυάριθμα έργα του Αριστοτέλη δεν είχε τόση επίδραση όσο ένα μικρό σύγγραμμα, που μάλιστα δεν σώθηκε ολόκληρο. Μια ιστορία των κρίσεων για την Ποιητική (Περί ποιητικής) και των επιδράσεων που ξεπήγασαν από αυτήν, θα έπρεπε να εκθέση ένα σημαντικό κομμάτι της δυτικής πνευματικής ζωής και θα ήταν αναγκαστικά συγχρόνως η ιστορία λαθών που είχαν μεγάλον αντίκτυπο. Οι πιο δυσάρεστες συνέπειες προήλθαν από την τάση να νομίζεται η Ποιητική σαν ένα υποχρεωτικό βιβλίο κανόνων».
Σημειωτέον, η ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου της Ποιητικής, με αντικείμενό του την κωμωδία, δεν είναι μια φιλολογικά αυθαίρετη επινόηση του Ουμπέρτο Έκο για τις ανάγκες του μυθιστορήματός του Το όνομα του ρόδου. Ήδη οι πρώτοι ερμηνευτές της Αναγέννησης, βασισμένοι σε εσωτερικές και εξωτερικές πληροφορίες, πίστευαν ότι έπρεπε να υπάρχει και δεύτερο βιβλίο, περί του γελοίου, που δυστυχώς δεν βρέθηκε και αυτό μαζί με τα υπόλοιπα σκωληκόβρωτα χειρόγραφα, στη Σκήψη της Τρωάδας.
Παρεξήγηση μέσα στην παρεξήγηση, επίσης σε σχέση με την Ποιητική, όπως την προσδιορίζει και πάλι ο Λέσκυ: «Δεν φταίει καθόλου ο Αριστοτέλης, που η σπουδαία του δήλωση για την “αμαρτίαν” σαν ηθικήν ενοχή (13. 1453a 10) πολύν καιρό παρανοήθηκε, επηρεάζοντας έτσι μοιραία την ερμηνεία της ελληνικής τραγωδίας. Ο Αριστοτέλης ερμηνεύοντας την αμαρτία σαν αστόχηση από το “σωστό” απέκλεισε αρκετά καθαρά την ηθική μειονεξία (κακία και μοχθηρία)». Οι παρερμηνείες, το ξέρουμε, επηρεάζουν τα πράγματα (και τα γράμματα) περίπου όσο και οι σωστές ερμηνείες. Εδώ πάντως διαπιστώνουμε άλλη μία φορά πόσο ολισθηρό είναι το έδαφος όταν μια λέξη (η αμαρτία εν προκειμένω) έχει την ίδια γραφή τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα ελληνική, η σημασία της όμως δεν είναι απολύτως ίδια.
Σε παρεξήγηση οφείλεται επίσης η διάχυτη πίστη ότι σαν δάσκαλος του νεαρότατου Αλέξανδρου, στη Μίεζα, σε κάμποση απόσταση από την πρωτεύουσα Πέλλα, δεν του εμφύτευσε μόνο την αγάπη για τη σπουδαία ποίηση, και κατεξοχήν την ομηρική, αλλά και τις πολιτικές ιδέες στις οποίες επιχείρησε να δώσει ουσιαστικό διηπειρωτικό και διαφυλετικό περιεχόμενο μερικά χρόνια αργότερα. Στο μεστό δοκίμιό του που ακολουθεί, ο Βασίλης Κάλφας, που του οφείλουμε εξαιρετικές μεταφράσεις αριστοτελικών έργων, είναι κατηγορηματικός. Ως πολιτικός δάσκαλος του Αλέξανδρου, ο Αριστοτέλης –που οι θέσεις του για τους «βαρβάρους» και τους δούλους είναι εκείνες που ελέγχθηκαν αυστηρότερα κατά τους επόμενους αιώνες από τους συστηματικούς μελετητές του– απέτυχε πλήρως: «Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται ούτε και από τη νέα μορφή διακυβέρνησης που εγκαινίασε ο Μέγας Αλέξανδρος μετά τις κατακτήσεις του, επιδιώκοντας τη μόνιμη συνύπαρξη Ελλήνων και “βαρβάρων”. Κατά τη δική του γνώμη, η φύση των Ελλήνων ήταν ριζικά διαφορετική από τη φύση των άλλων ανατολικών λαών, οπότε και η αντίθεση ανάμεσα στους ελληνικούς πολιτικούς θεσμούς και την ανατολική δεσποτεία παρέμενε ασυμφιλίωτη. Μάλλον λοιπόν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο Αριστοτέλης δεν επηρέασε ιδιαίτερα τον Αλέξανδρο».
Την ίδια άποψη την έχει διατυπώσει ο Κάλφας και στο κείμενό του «Ο Αριστοτέλης και η εγυκλοπαίδεια της γνώσης», κεφάλαιο του βιβλίου Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, η συγγραφή του οποίου πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση».
“Ο κορυφαίος θεωρητικός και πρακτικός φιλόσοφος της «μεσότητας και του μέτρου υπήρξε, ως προς τον πλούτο των γνώσεών του και των πληροφοριών που ανακοίνωσε, ένα διαδίκτυο πολύ προ του διαδικτύου”.
Ο κορυφαίος θεωρητικός και πρακτικός φιλόσοφος της «μεσότητας και του μέτρου υπήρξε, ως προς τον πλούτο των γνώσεών του και των πληροφοριών που ανακοίνωσε, ένα διαδίκτυο πολύ προ του διαδικτύου. Ένας πανεπιστήμονας ολκής που η μονίμως ανικανοποίητη όρεξή του για το ειδέναι τον οδήγησε να καταπιαστεί –και με την ίδια πάντοτε προσοχή και επιμέλεια– με τα φαινομενικώς τιποτένια και με τα προδήλως βαρυσήμαντα: από τον πολλαπλασιασμό του γαλεού φερειπείν, την κίνηση των σιαγόνων του κροκόδειλου («κινεί δε πάντα τα ζώα την κάτωθεν γένυν, πλην του ποταμίου κροκοδείλου· ούτος δε την άνω μόνον» υποστήριζε στο Περί τα ζώα ιστορίαι) και τα όνειρα (κάποιοι, έγραφε στα Μικρά Φυσικά, «ονειρεύονται ότι γεύονται μέλι και γλυκούς χυμούς μα στην πραγματικότητα καταπίνουν απλώς μικρή ποσότητα φλέγματος»), έως τα άστρα, την ποίηση και την ψυχή· είναι τόσο το εύρος και τέτοιο το βάθος της σκέψης του, τόσος ο πνευματικός αλλά και ο φυσικός κάματος που προηγήθηκε για να κατορθωθούν, ώστε να τον φανταζόμαστε να βγαίνει στον διανοητικά απολαυστικό και γόνιμο περίπατό του ακόμα και στο σκοτάδι, σαν ένας παράδοξος, εν πλήρει εγρηγόρσει νυκτοβάτης, για να μη χαθεί εργάσιμος χρόνος.
Κάτι τελευταίο εδώ, «δημοσιογραφικού» όπως λέγεται ενδιαφέροντος, με ήρωα τον ιστοριογράφο Καλλισθένη, μικρανιψιό του Αριστοτέλη και μαθητή του. Ο Καλλισθένης ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην Ασία, με την υποχρέωση να καταγράφει ως αυτόπτης μάρτυς τις κρίσιμες στιγμές της εκστρατείας. Έτσι προέκυψε το εγκωμιαστικό σύγγραμμα Αλεξάνδρου πράξεις, όπου ο συγγραφέας υμνούσε τον βασιλιά ως πρωταγωνιστή της πανελλήνιας ιδέας αλλά και ως γιο του Δία. Επιπλέον ο Καλλισθένης ανήκε στο συντακτικό προσωπικό των Βασιλείων Εφημερίδων –πολύ μακρινών προγόνων των σημερινών εφημερίδων–, ενός καθημερινού ημερολογίου που το ξέρουμε από τον Αρριανό και τον Πλούταρχο. Στην πορεία της εκστρατείας ο Καλλισθένης «έπεσε σε δυσμένεια στα μάτια του στρατηλάτη βασιλιά· πρώτα απ’ όλα αρνήθηκε να εκτελέσει την προσκύνησιν, δηλαδή την υπόκλιση μπροστά στον βασιλιά, την οποία υιοθέτησε ο Αλέξανδρος σύμφωνα με τα ήθη των ηγεμόνων της Ανατολής ως έκφραση της θεϊκής προέλευσης της βασιλείας· έπειτα, κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία (τη λεγόμενη “συνωμοσία των βασιλικών παίδων”), συνελήφθη και εκτελέστηκε πριν από την επιστροφή της εκστρατείας στη Βαβυλώνα».
Ανέκαθεν ενοχλητική και «τιμωρητέα» λοιπόν η ελευθερογνωμία και η ελευθεροστομία. Η εκτέλεση του ανιψιού του αποξένωσε τον Αριστοτέλη από τον Αλέξανδρο, και ο Σταγειρίτης, ο οποίος «στην Αθήνα παρέμεινε πάντοτε ένας ξένος, στενά συνδεδεμένος στα μάτια του κόσμου με την αυλή των Μακεδόνων», όπως γράφει ο Κάλφας, μετά το θάνατο του στρατηλάτη, κατέφυγε στη Χαλκίδα, όταν απειλήθηκε σοβαρά η ζωή του. Αποικία των Χαλκιδαίων ήταν άλλωστε η πατρίδα του. Κανένας άλλος δεν καθιέρωσε τόσα όσα αυτός. Και κανένας άλλος δεν αξίζει να τιμάται ως οικουμενικός φιλόσοφος όσο αυτός.
Παρά την αναμφισβήτητη γοητεία τους, ο Σωκράτης και ο Πλάτων μάς είναι ουσιαστικά ξένοι. H απόσταση που χωρίζει τον σύγχρονο άνθρωπο από τα πολύπλοκα προβλήματα της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου και του 4ου αιώνα π.X., από τα προβλήματα που διαμόρφωσαν τη σωκρατική και την πλατωνική φιλοσοφία, είναι τεράστια και αγεφύρωτη. Eξακολουθούμε ακόμη και σήμερα να διαβάζουμε με ενδιαφέρον τους πλατωνικούς διαλό- γους, τους διαβάζουμε όμως περισσότερο σαν μια μορφή λογοτεχνίας, σαν ψηφίδες στο μωσαϊκό μιας εξωτικής εποχής που έχει οριστικά παρέλθει. H φιλοσοφία έχει γίνει για μας μια ατομική αναζήτηση, προϋποθέτει την απομόνωσή μας από τα τρέχοντα ζητήματα και τις μέριμνες της καθημερινής ζωής, στηρίζεται στην επίπονη σχέση του μοναχικού αναγνώστη με το τυπωμένο κείμενο ενός βιβλίου. H φιλοσοφία είναι πρωτίστως κατανόηση και γνώση – δεν είναι πλέον ούτε ζωντανός διάλογος ούτε τέχνη του βίου.
Mε τον Aριστοτέλη, αντίθετα, ο σύγχρονος αναγνώστης αισθάνεται περισσότερο οικείος. Πρώτα απ’ όλα, ο Aριστοτέλης γράφει με έναν τρόπο που θυμίζει τον σημερινό τρόπο γραφής της φιλοσοφίας· για την ακρίβεια, είναι αυτός που πρώτος καθιερώνει την επιστημονική πραγματεία ως όχημα μετάδοσης της φιλοσοφίας. Στα αριστοτελικά κείμενα κυρίαρχος δεν είναι ο συγγραφέας ή τα λογοτεχνικά προσωπεία του, αλλά τα προβλήματα που συζητούνται και οι θέσεις που εκτίθενται. Ένα συγκεκριμένο πρόβλημα αποτελεί την αφετηρία κάθε αριστοτελικής πραγματείας. Πριν προχωρήσει στην έκθεση των δικών του θέσεων, ο Aριστοτέλης παραθέτει τις απόψεις των άλλων φιλοσόφων (πολλές φορές, και τις διαδεδομένες αντιλήψεις των κοινών ανθρώπων), προχωράει στην ανάλυση και την κριτική τους, για να καταλήξει σε ορισμένες θεμελιώδεις απορίες – σε φιλοσοφικά και επιστημονικά διλήμματα. H δική του τώρα συμβολή παίρνει κατά κανόνα τη μορφή μιας αποδεικτικής διαδικασίας: προηγείται η διατύπωση των γενικών θέσεων, των «πρώτων αρχών» ή των αξιωμάτων κάθε επιστημονικού κλάδου, και έπεται η εξαγωγή συμπερασμάτων από αυτές τις πρώτες αρχές με έναν αυστηρό συλλογιστικό τρόπο. Διαβάζοντας τα γραπτά του Aριστοτέλη, παρακολουθούμε έναν ερευνητή που ανοίγει μια θεωρητική συζήτηση με τους προγενεστέρους και τους συγχρόνους του, που δηλώνει με σαφήνεια τις πηγές του και τις επιρροές του, που διαλέγεται με επιμονή και ευρηματικότητα με τον ίδιο τον εαυτό του και προσπαθεί να θεμελιώσει μια νέα αυστηρή μέθοδο.
Tο φάσμα τώρα των ενδιαφερόντων του είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Aν εξαιρέσει κανείς τα καθαρά μαθηματικά και την τέχνη της ιατρικής, σε όλους τους άλλους γνωστικούς τομείς ο Aριστοτέλης έχει καθοριστική συμβολή. Με σημερινούς όρους, θα λέγαμε ότι ασχολήθηκε με όλους τους κλάδους της φιλοσοφίας και τη λογική, με όλες τις φυσικές επιστήμες, με τη φυσιολογία, τη γεωγραφία και τη μετεωρολογία. Ακόμη με τη ρητορική, τη θεωρία του επιχειρήματος, τη γλώσσα και τη θεωρία της λογοτεχνίας, την ιστορία των θεσμών και των ιδεών, την πολιτική επιστήμη.
Στη φιλοσοφία, ο Αριστοτέλης επιχειρεί τον επιτυχή συνδυασμό της πλατωνικής ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας με τη φυσική φιλοσοφία των προσωκρατικών και εγκαινιάζει τον κλάδο της λογικής. Στις επιστήμες, θέτει τις βάσεις για τη φυσική, τη χημεία και τη μετεωρολογία, και αναδεικνύει τη σημασία και την κεντρική θέση της βιολογίας. Συστηματοποιεί την πρακτική της ρητορικής, θεμελιώνει τη θεωρία της λογοτεχνίας (την «ποιητική») και ξεκινάει ένα πρόγραμμα συστηματικής καταγραφής των πολιτευμάτων και των θεσμών των ελληνικών πόλεων. Mε δύο λόγια, τα αριστοτελικό έργο αντιπροσωπεύει την εγκυκλοπαίδεια των γνώσεων του 4ου αιώνα π.X.
Πρώτον, ο Αριστοτέλης αποτελεί το θεμέλιο όλης της μεταγενέστερης φιλοσοφίας. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Barnes (Αριστοτέλης, σ. 1), «κανένας πριν από αυτόν δεν είχε συνεισφέρει τόσο πολύ στη γνώση και κανένας ύστερα από αυτόν δεν μπορεί να φιλοδοξεί να συναγωνιστεί τα επιτεύγματά του». Μέχρι τον 17ο αιώνα η ιστορία της φιλοσοφίας ταυτίζεται ουσιαστικά με τη διάδοση, την ερμηνεία και την κριτική του αριστοτελισμού. Η εμβέλεια και η συστηματικότητα της αριστοτελικής σκέψης την έκαναν να λειτουργεί ως πρότυπο για τη φιλοσοφία της ύστερης ελληνικής αρχαιό- τητας, του Βυζαντίου, των Αράβων, και του δυτικού Μεσαίωνα. Θαυμαστή είναι επομένως η προσαρμοστικότητα της αριστοτελικής σκέψης σε κάθε εποχή και σε κάθε πολιτισμό. Αυτό σημαίνει ότι οι άνθρωποι αναγνώριζαν πάντοτε θεμελιώδεις αλήθειες στο αριστοτελικό σύστημα σκέψης.
Δεύτερον, ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που σχεδίασε, ιεράρχησε και υλοποίησε μια πλήρη εγκυκλοπαίδεια της γνώσης. Καθιέρωσε τη διαίρεση της φιλοσοφίας και της επιστήμης στους κλάδους που και σήμερα μελετούμε. Είχε σημαντική συμβολή σε όλα τα γνωστικά πεδία, δεν περιφρόνησε καμία γνώση ή δεξιότητα, ενώ είναι ο ιδρυτής πολλών νέων επιστημονικών αντικειμένων: η λογική, η φυσική, η μετεωρολογία, η βιολογία και η ποιητική είναι δικά του δημιουργήματα. Επιπλέον, αντιλήφθηκε την ανάγκη να καταγραφούν σημαντικές κατακτήσεις του παρελθόντος με συστηματικό τρόπο: τα ποικίλα πολιτεύματα και οι νόμοι των ελληνικών πόλεων, η ιστορία των επιστημονικών κλάδων, οι νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων (που για τους αρχαίους προσέφεραν και ένα μέτρο της χρονικής διαδοχής). Χάρη στην εργασία αυτή του Αριστοτέλη και της σχολής του, διασώθηκαν οι περισσότερες πληροφορίες που σήμερα διαθέτουμε για την πρώιμη αρχαιοελληνική σκέψη.
Τρίτον, ο Αριστοτέλης εγκαινίασε τον σύγχρονο τρόπο γραφής της φιλοσοφίας και εμπλούτισε όσο κανείς άλλος το λεξιλόγιό της. Οι αριστοτελικές πραγματείες ως προς την οργάνωση και τη λογική τους θυμίζουν σύγχρονα επιστημονικά συγγράμματα. Είναι οργανωμένες κατά θέμα, αξιοποιούν τις κατακτήσεις των προγενεστέρων, εντοπίζουν σε κάθε τομέα φαινομένων τα σημαντικά προβλήματα, ενσωματώνουν τη διαλεκτική αντιπαράθεση. Και διέπονται από αντικειμενικότητα και νηφάλιο πνεύμα. Η πλειονότητα άλλωστε των σύγχρονων φιλοσοφικών, λογικών και επιστημονικών όρων έλκει την καταγωγή της από τον Αριστοτέλη: ύλη, δύναμη, αρχή, τέλος, ουσία, κατηγορία, υποκείμενο, θεωρία, πράξη, επαγωγή, συλλογισμός, ορισμός, γένος, είδος, φυσική, ποιητική, εντελέχεια, μεσότητα είναι μερικοί από τους όρους που έπλασε ή μεταποίησε ο Αριστοτέλης για να αποκτήσει η επιστημονική γνώση το όργανό της.
Τέταρτον, ολόκληρα τμήματα της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ισχύουν ακόμη και σήμερα. Η τυπική λογική είναι πλήρως αριστοτελική, η φιλοσοφία της επιστήμης και του δικαίου στηρίζονται στις δικές του βασικές διακρίσεις, ενώ η αριστοτελική ηθική έχει αναβιώσει στην εποχή μας και διατηρεί σημαντικούς υποστηρικτές. Διαβάζοντας σήμερα τον Αριστοτέλη, δυσκολεύεται κανείς να συνειδητοποιήσει ότι τα κείμενά του γράφτηκαν πριν από 2.500 χρόνια. Δεν είναι λοιπόν παράλογο ότι σε όποια χώρα του κόσμου υπάρχει γραπτή παράδοση, θα βρει κανείς ακόμη και σήμερα διακριτά ίχνη της επίδρασης του Αριστοτέλη.
Πέμπτον, η επίδραση της αριστοτελικής σκέψης είναι οικουμενική – υπερβαίνει εμφανώς τα όρια της καταγωγής της, τόσο ως προς τον τόπο όσο και ως προς τον χρόνο. Ίσως μάλιστα ο Αριστοτέλης να είναι το καλύτερο παράδειγμα για να αντιληφθεί κανείς τι πραγματικά σημαίνει οικουμενικός στοχαστής. Δεν νομίζω ότι υπάρχει στην ιστορία των ιδεών άλλη περίπτωση όπου ένα σύστημα σκέψης υιοθετήθηκε από τόσο πολλούς και τόσο διαφο- ρετικούς λαούς και πολιτισμούς ή που άντεξε τόσο πολύ στο πέρασμα των αιώνων. Και είναι σημαντικό ότι αυτό συνέβη χωρίς η αριστοτελική σκέψη να απολέσει τα σημάδια της ελληνικής της προέλευσης.
“Ο Αριστοτέλης εγκαινίασε τον σύγχρονο τρόπο γραφής της φιλοσοφίας και εμπλούτισε όσο κανείς άλλος το λεξιλόγιό της”.
Το σύνολο της σειράς “Ηγέτες” ή μεμονωμένους τόμους της θα βρείτε σε επιλεγμένα σημεία.