Στην περίπτωση του αναστημένου Λαζάρου, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι η όραση. Στα λαζαρίτικα κάλαντα, συγγενείς και φίλοι ρωτούν με αγωνία τον «τετραήμερο» τι είδε στον Κάτω Κόσμο. Αλλα θέλουν ν’ ακούσουν βέβαια, παρηγορητικά, κι άλλα, πικρά, ακούνε: «– Λάζαρε, πες μας τι είδες εις τον Αδη όπου πήγες. / – Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους. / Δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι / της καρδιάς μου, των χειλέων και να μη ρωτάτε πλέον». Η απάντηση του Λαζάρου (εδώ σε ηπειρώτικη εκδοχή, από το βιβλίο της Γιάννας Β. Σέργη «Να τα πούμε; – Παραδοσιακά κάλαντα», εκδ. Φιλιππότη, 1999) δεν διαφοροποιείται από παραλλαγή σε παραλλαγή. Επαναλαμβάνεται σχεδόν ατόφια από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.
Το δημοτικό τραγούδι, που ελάχιστα επηρεάστηκε από την παραμυθητική χριστιανική εσχατολογία, δεν έχει τη διάθεση να εξωραΐσει ή να προσφέρει ψεύτικη παρηγορία. Ο αυτόπτης μάρτυράς του –ένας από τους ελάχιστους θνητούς, σε μύθους και θρησκευτικές αφηγήσεις, που πήγαν κι ήρθαν– κομίζει ένα μήνυμα που δηλητηριάζει την ίδια του τη γλώσσα. Η γεύση του είναι φαρμάκι. Ισως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν «λαζάρους» τους νεκρούς, όπως μας πληροφορεί ο Φαίδων Κουκουλές στο «Βυζαντινών βίος και πολιτισμός» (εκδ. Παπαζήση). Εδιναν δηλαδή το βάρος στον θάνατό του, όχι στην επανάκαμψή του. Οπως μάλιστα ακούμε στα κυπριακά κάλαντα, ο αναστημένος Λάζαρος πήγε στη Λάρνακα, «εκεί γαρ εκατοίκησεν», «τριάντα χρόνους έζησε / και εκκλησίαν θαυμαστή / στο όνομά του έχτισε», όμως: «Ποτέ του δεν εγέλασε. / Είδε την Κόλαση αυτός, / είδε και τον Παράδεισο».
Και στο διήγημα «Λάζαρος» του Ρώσου συγγραφέα Λεονίντ Αντρέγιεφ, γραμμένο το 1906, ο αναστημένος φίλος του Χριστού εμφανίζεται αγέλαστος, «σοβαρός και σιωπηλός», με ύφος «βαρύ και φοβερό». Το βλέμμα του αποδιώχνει έντρομους όσους τον πλησιάζουν. Αυτό που έμαθε, αυτό που ξέρει, τον τσακίζει: «Ο άνθρωπος είναι κι ο ίδιος ένα κενό κι ανάλαφρος ωσάν σκιά» (μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Ροές, 2004).
Στις μέρες που ακολούθησαν την Ανάσταση του Χριστού, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι η αφή, με την όραση επικουρικά παρούσα. Κατά τον Λουκά, ο Χριστός εμφανίζεται ξαφνικά ανάμεσα στους μαθητές του, που τρομάζουν, νομίζοντας ότι βλέπουν φάντασμα («πτοηθέντες δε και έμφοβοι γενόμενοι εδόκουν πνεύμα θεωρείν»). «Κοιτάξτε τα χέρια και τα πόδια μου για να βεβαιωθείτε πως είμαι εγώ ο ίδιος», τους προτρέπει ο Ιησούς. Η συνέχεια της προτροπής επικεντρώνεται στην αφή, ισχυρότερο μάρτυρα από την όραση, που μπορεί να ξεγελαστεί: «Ψηλαφίστε με και θα δείτε πως δεν είμαι φάντασμα, γιατί έχω σάρκα και οστά» («ψηλαφήσατέ με και ίδετε, ότι πνεύμα σάρκα και οστέα ουκ έχει καθώς εμέ θεωρείτε έχοντα»). Και για να νικήσει κάθε αμφιβολία, τους ρωτάει αν τους βρίσκεται τίποτα φαγώσιμο. Του δίνουν λίγο ψητό ψάρι κι ένα κομμάτι κερήθρα με μέλι. «Και λαβών ενώπιον αυτών έφαγεν». Αλλη η γεύση τώρα, γλυκιά, όχι φαρμακωμένη όπως στον Λάζαρο.
Για να μετακινηθούμε από την Παλαιστίνη στην αρχαιοελληνική Θεσσαλία, η αφή πρωταγωνιστεί και στη νεκρανάσταση ή αναβίωση της Αλκηστης, που πέθανε παίρνοντας τη θέση του Αδμητου, βασιλιά των Φερών και συζύγου της. Ο παρατυχών Ηρακλής όμως κατέβηκε στον Αδη, νίκησε τον Θάνατο, απέσπασε από τη ζοφερή δικαιοδοσία του την ενάρετη βασίλισσα και την ξανάφερε στο παλάτι. Με τον φόβο ότι τα μάτια του τον ξεγελούν, κυρίως δε με τη σιγουριά πως είναι αδύνατο να γυρίσουν οι νεκροί στο φως («ουκ έστι τους θανόντας ες φάος μολείν»), ο Αδμητος ρωτάει όλο αγωνία τον Ηρακλή αν μπορεί ν’ αγγίξει τη γυναίκα που βλέπει μπροστά του. Ιδού ο διάλογος των δύο ανδρών, όπως τον σκηνοθετεί ο Ευριπίδης (η μετάφραση είναι του Δανιήλ Ι. Ιακώβ, στην ερμηνευτική έκδοση της «Αλκηστης», ΜΙΕΤ, 2012): «ΑΔΜΗΤΟΣ: Βλέπω στ’ αλήθεια τη δική μου τη γυναίκα / ή κάποια δολερή χαρά σταλμένη από θεό με ξεγελάει; / ΗΡΑΚΛΗΣ: Οχι, την ίδια τη γυναίκα σου αντικρίζεις. […] ΑΔ.: Βλέπω καλά; Είναι η γυναίκα μου που μόλις έθαψα; ΗΡ.: Μην αμφιβάλλεις· δεν απορώ που δυσπιστείς απέναντι στην τύχη σου. / ΑΔ.: Να την αγγίξω, να μιλήσω στη γυναίκα σαν να ’ναι ζωντανή;»
Η Αλκηστη του μισογύνη υποτίθεται Ευριπίδη αυτοθυσιάζεται για να γλιτώσει ο άντρας της τον θάνατο. Την αντικατάσταση αυτή την πέτυχε ο Απόλλωνας μεθώντας τις Μοίρες. Μιλάει ο ίδιος: «Οι θεές συμφώνησαν μαζί μου / να ξεφύγει ο Αδμητος τον θάνατο προσώρας / στη θέση εκείνου στέλνοντας άλλον στον Κάτω Κόσμο. / Και αφού ρώτησε κι έβαλε σε δοκιμασία όλους τους συγγενείς του, / τον πατέρα και τη γριά που τον εγέννησε μητέρα, / δεν βρήκε άλλον κανέναν, εκτός απ’ τη γυναίκα του, να είναι πρόθυμος / να δώσει τη ζωή για χάρη του και το φως του ήλιου να μην ξαναντικρίσει».
Η ιστορία επαναλαμβάνεται σε ποντιακό δημοτικό τραγούδι, τη συγγένεια του οποίου με τον μύθο της Αλκηστης υπογράμμισε πρώτος ο Ν. Γ. Πολίτης και κατόπιν ο Νικόλαος Ανδριώτης, ο Γεώργιος Μέγας, ο Κώστας Ρωμαίος κ.ά. Δεν αποδεικνύεται πάντως εύκολα η ιδέα ότι ο λαϊκός ποιητής είχε οπωσδήποτε υπόψη του την ευριπιδική πραγμάτευση ενός θέματος που, με άλλα βέβαια ονόματα, το συναντάμε και σε παραμύθια αρκετών λαών. Στο ποντιακό τραγούδι ο Γιάννες (ή Γιάννες ο Μονόγιαννες ή Διγενής Ακρίτας) μαθαίνει ότι θα πεθάνει και προσφεύγει στον Αϊ-Γιώργη. Σαν τον Απόλλωνα αυτός, αποσπά από τον Θεό την ευκαιρία να σωθεί ο προστατευόμενός του αν βρει άλλον να πεθάνει στη θέση του. Πατέρας, μάνα, αδελφή αρνιούνται. Μόνο η αγαπημένη του, η «κάλη» του, δέχεται πρόθυμα να αυτοθυσιαστεί. «Δώσ’ μ’ ας τα χρόνια σ’ τα καλά, Χάρος να μη κερδαίν’ με» την παρακαλεί ο άντρας της. Κι αυτή τού προσφέρει τα μισά και τα καλύτερά της: «Τ’ εμ’σά και τα καλλέτερα, ήλιε μ’, τ’ εσά ας είναι» (από την ανθολογία του Πάνου Λαμψίδη «Τα δημοτικά του Πόντου», έκδοση του 1960). Το φρόνημα της ανώνυμης «κάλης» δεν δίνει νόημα στον θάνατό της αλλά στη ζωή της: το νόημα της απόλυτης αγάπης.
«Ημέρα της αγάπης» η σημερινή, απαιτεί κάτι περισσότερο από την εορταστική ρουτίνα για να μη μείνει άδεια, όπως συνήθως συμβαίνει με τις εθιμικά αφιερωμένες «Ημέρες».