Ακούω κάποιους υπουργούς σε ρητορικό οίστρο, απειλητικά να εκτινάσσουν (εν είδει σπάθας…) προς τους συνομιλητές τους το «αμείλικτο» ερώτημα: Υπάρχει, μήπως, κάποιος που τολμά να εισηγηθεί στην κυβέρνηση να υποχωρήσει σε ζητήματα όπως οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, οι αλλαγές στο ασφαλιστικό, οι αυξήσεις του ΦΠΑ, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των εταίρων μας; Ε, υπάρχει;…
Καταρχήν, ουδείς θέτει θέμα μείωσης μισθών στη διαπραγμάτευση – εξ ου ο πρωθυπουργός, κ. Αλ. Τσίπρας, μιλώντας προχθές στο Reuters, δεν περιέλαβε τέτοιο θέμα στα τέσσερα σημεία διαφωνίας με τους εταίρους. Δεύτερον, όμως, υπάρχουν θέματα με τα οποία οφείλαμε να ασχοληθούμε ακόμα κι αν οι εταίροι επέμεναν στην αντίθετη κατεύθυνση, ακόμη κι αν επέμεναν να μην ασχοληθούμε. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται το ασφαλιστικό και οι συντελεστές του ΦΠΑ. Πρόκειται για αλλαγές που θα έπρεπε να είχαμε μελετήσει και εφαρμόσει εκουσίως, χωρίς οποιαδήποτε ξένη παρότρυνση.
Εκ των πραγμάτων ακροθιγώς, εξηγούμαι:
Αδυνατώ να αντιληφθώ γιατί άραγε είναι προοδευτική και αντι-υφεσιακή η διατήρηση μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ σε Κυκλάδες, Δωδεκάνησα και άλλα νησιά του Αιγαίου. Από πού προκύπτει ότι η αναπτυξιακή πολιτική ασκείται μέσω του… ΦΠΑ; Γιατί θα πρέπει τα μεσαία στρώματα, η φτωχολογιά και οι άνεργοι των μεγάλων αστικών κέντρων (αυτών, δηλαδή, που βαριά πλήττει η κρίση…) να πληρώνουν υψηλότερο ΦΠΑ από τον κάτοικο του Αιγαίου; Γιατί θα πρέπει να συνεχίζεται μια αναδιανομή βαρών και εισοδήματος σε βάρος όσων κατοικούν στα Κάτω Πατήσια, στην ορεινή Ηπειρο, στην Αρκαδία κι άλλες περιοχές με μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, υπέρ των κατοίκων του Αιγαίου;
Τέτοιες πολιτικές θεσπίστηκαν όταν το Αιγαίο δεν ήταν παρά το σύνολο των άγονων γραμμών του. Σήμερα, αυτές οι πολιτικές δεν έχουν οποιαδήποτε σοβαρή δικαιολογητική βάση. Θα πείτε, ναι μεν αλλά υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης ορισμένων μικρών νησιών στις άγονες γραμμές. Πράγματι, σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να προβλεφθεί να αποδίδονται πίσω, πλήρως και στο ακέραιο, τα έσοδα του ΦΠΑ που εισπράττονται σε αυτά τα νησιά -ίσως και στο διπλάσιο ή τριπλάσιο, μήπως και δημιουργηθεί κίνητρο να κόβεται, κάπου κάπου, κάποια απόδειξη…
Επίσης, οφείλω να παραδεχθώ ότι αδυνατώ να αντιληφθώ με ποια έννοια μπορεί να είναι προοδευτική και αντι-υφεσιακή η διατήρηση του πελατειακού πλέγματος πρόωρων συνταξιοδοτήσεων. Μου φαίνεται, αντίθετα, ότι κοινωνικά άδικο και άκρως υφεσιακό είναι, να πληρώνει ο 60άρης μισθωτός τη σύνταξη που εισπράττει ο 50άρης που βγήκε στη σύνταξη πρόωρα – όπερ γίνεται με το διανεμητικό σύστημα, αφού κάθε εργαζόμενος διά των εισφορών του πληρώνει τη σύνταξη κάθε συνταξιούχου. Προοδευτικό είναι να κοπούν με το μαχαίρι όλες οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις (πλην βαρέων και ανθυγιεινών), να καταργηθούν τα πλασματικά χρόνια εργασίας που με γαλαντομία έχουν μοιρασθεί στο στενό και στο ευρύτερο Δημόσιο καθώς και όλες οι συναφείς ρουσφετολογικές, πελατειακές ρυθμίσεις, αυτές που στηρίζουν και αναπαράγουν το καθεστώς μιας σκόπιμα ανεξέλεγκτης, ευρύτατης εισφοροδιαφυγής.
Τέλος, δυσκολεύομαι να αντιληφθώ γιατί συνιστά συντηρητική αμαρτία να θίξει κανείς το ζήτημα των επικουρικών συντάξεων και να διερευνήσει τους όρους και τις δυνατότητες μακροημέρευσης που έχουν ή που δεν έχουν. Με αναλογιστικές μελέτες, που οι αρμόδιοι παγίως αποφεύγουν να ολοκληρώσουν γιατί φοβούνται να αντικρούσουν τα αποτελέσματά τους (ως παράδειγμα, όνυχα του λέοντος, σημειώνω ότι μία μεγάλη τράπεζα θα έπρεπε να κάνει αύξηση κεφαλαίου 2 δισ. ευρώ για να γίνει το επικουρικό ταμείο των υπαλλήλων της βιώσιμο…). Αν το σύστημα είναι βιώσιμο, τα προβλήματα αντιμετωπίζονται. Αν πάλι δεν είναι βιώσιμο, τότε οι προσαρμογές είναι θέμα χρόνου. Οσο αργότερα γίνουν, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος. Τόσα περισσότερα χρήματα των φορολογουμένων θα έχουν διασπαθιστεί με πελατειακά κίνητρα.
Και το ερώτημα, που δεν είναι ρητορικό αλλά προκύπτει από την πραγματικότητα, θα αιωρείται και αναζητώντας απάντηση: Με ποια προοδευτική και αντι-υφεσιακή λογική, άραγε, υποχρεώνεται ένας νέος που αμείβεται με/και δαπανά 300 ευρώ, εκ των οποίων τα 60 πάνε σε ΦΠΑ, να επιδοτεί τον κάθε συνταξιούχο δημοσιογράφο ή τραπεζοϋπάλληλο, προκειμένου αυτός να εισπράττει 500 ή 1.000 ευρώ επικουρική σύνταξη;