HORACIO SALLAS
Το Τάνγκο
μτφρ.: Μαρία Δαμηλάκου
επιμέλεια – επίμετρο: Χρ. Λούκος
εκδ. Πορεία, σελ. 550
Νοσταλγική μουσική και ιερατικός χορός με κοσμικό χαρακτήρα γεννημένα σε μια πόλη, το Μπουένος Αϊρες, και στα πεζοδρόμιά της. Μια ιστορία ενός σύνθετου και πλήρους (μουσικού, ποιητικού, χορευτικού, κοινωνιολογικού) φαινομένου, του τάνγκο.
Οι πολλοί οπαδοί αυτής της μοναδικής μουσικής και ποίησης, που ταυτίζεται με την Αργεντινή και την πρωτεύουσά της, θα βρουν σ’ αυτό το βιβλίο μια συγκροτημένη ιστορία που ξεκινάει από τη συγκεχυμένη καταγωγή του είδους τον 19ο αιώνα μέχρι την καθιέρωσή του σε κλασικό είδος, στις μέρες μας. Από τα αβέβαια βήματα των πρώτων μιλόνγκας, από τις φτωχογειτονιές και τα προάστια μιας πόλης μεταναστών, από τις αυλές και τις πολυκατοικίες (λαϊκές φυσικά), στις μεγάλες λεωφόρους του Μπουένος Αϊρες και στις αριστοκρατικές γειτονιές του και βέβαια στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη, έως ότου αποτελέσει ξεχωριστό και χαρακτηριστικό κεφάλαιο της κουλτούρας του 20ού αιώνα, που, μαζί με την τζαζ (και το ρεμπέτικο για τον δικό μας πολιτισμό), ενέγραψε στη συλλογική μνήμη τη νοσταλγία της καταγωγής των μεταναστών, τις μουσικές τους αναμνήσεις, τις ψευδαισθήσεις τους και τις απογοητεύσεις τους, τη σχέση τους με τα κοινωνικά περιθώρια, την ταυτότητά τους και, τέλος, την υπερηφάνειά τους.
Το βιβλίο ξεπερνάει γρήγορα, από τις πρώτες ήδη σελίδες, τα στενά όρια μιας σχολαστικής ιστορίας ενός μουσικού είδους και εισάγει τον αναγνώστη στην πολυπλοκότητα του φαινομένου. Γεωγραφική κατ’αρχάς, αφού το τάνγκο και οι πρώιμες μορφές του αναπτύσσονται στις όχθες του Ρίο ντε λα Πλάτα –όπως αναπτύχθηκε η τζαζ στο δέλτα του Μισισιπή– από μετανάστες, Ισπανούς, Ιταλούς (κυρίως), Γάλλους, Νέγρους, που φθάνουν γεμάτοι όνειρα σε μια χώρα πολλά υποσχόμενη, που ωστόσο διατηρεί μια σχεδόν φεουδαρχική δομή. Οι διαφορές των προελεύσεων των μεταναστών εξηγούν και τη νεφελώδη καταγωγή του τάνγκο, που μεταφέρει μουσικά θέματα από την Ισπανία (φλαμένκο), την Κούβα (χαμπανέρα), την Καραϊβική και την Ιταλία. Μετανάστευση σημαίνει αστικοποίηση, δηλαδή κατ’ αρχάς φτωχογειτονιές σε πόλεις που αναπτύσσονται με μεγάλη ταχύτητα αποκτώντας νησίδες κατοικιών εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα. Λαϊκές πολυκατοικίες με μια κοινή αυλή, νησίδες και αυτές της κοινωνικής ζωής αλλά και του περιθωρίου της. Πορνεία, σωματεμπορία και τα παράγωγά τους, που στην περίπτωσή μας είναι οι χαρακτηριστικοί τύποι του προαγωγού και του μάγκα (γκουάπο, κομπάδρε, κομπαδρίτο), άλλοτε εκλαμβανόμενοι ως θετικοί ήρωες των τραγουδιών και άλλοτε ως αρνητικοί. Ο μαστροπός, ο κουτσαβάκης κ.τ.λ. είναι ταυτόχρονα μυθικές και αντιπαθητικές φυσιογνωμίες, συχνά συνδεμένες με την πολιτική των γαιοκτημόνων. Παράγωγό τους είναι επίσης και η λυρικοποίηση του έρωτα, άλλοτε αγοραίου, άλλοτε ιδανικού.
Αστικοποίηση σήμαινε, επίσης, ξεπεσμένους της υπαίθρου και έκπτωτους καβαλάρηδες (γκαούτσο) που εκβάλλονται στις πόλεις για να ενταχθούν στο δυναμικό της φτωχογειτονιάς, όπου σιγοπίνουν άεργοι το μάτε τους, σφυρίζοντας μουσικά θέματα. Στους εφαπτόμενους αυτούς κόσμους της υπαίθρου και της μετανάστευσης, του Νότιου Ατλαντικού και του Ρίο ντε λα Πλάτα –στις όχθες που χωρίζουν την Αργεντινή από την Ουρουγουάη– επινοείται και μια ξεχωριστή γλώσσα, μία ιδιόλεκτος (λουνφάρδο), που θα δώσει και την πρώτη ύλη στην ποίηση της νέας μουσικής. Μια πραγματική ποίηση, σε μια μη ιβηρική ισπανική γλώσσα, που αποδίδεται πιστά από τη μεταφράστρια του βιβλίου, επιτρέποντας στον αναγνώστη να ανακαλύψει τη νοσταλγία που εμπεριέχει, αλλά και τον απόκρυφο χαρακτήρα της, αφού κάθε ποίηση περιθωρίου είναι ταυτόχρονα και απόκρυφη ποίηση, με τις λέξεις να έχουν τη δική τους σημασία και να λειτουργούν ως κώδικας. Καταλαβαίνουμε τη σημασία του βιβλίου για όσους ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν τους τρόπους που γεννιέται η ποίηση, ξεπερνώντας τα σύνορα και τις διαχωριστικές γραμμές των πολιτισμών, μεταφέροντας μοτίβα από την Ευρώπη και την Αφρική στις Αμερικές, απ’ όπου θα επανεξαχθούν, διαμορφώνοντας νέες ταυτότητες και νέους πολιτισμούς.
Από περιβάλλον περιθωρίου το τάνγκο θα μετατραπεί, ακολουθώντας τις κοινωνικές μεταλλαγές της αργεντίνικης ιστορίας, σε πολιτιστική θρησκεία ευρύτερων στρωμάτων –όπως και η τζαζ και το ρεμπέτικο– με νέους ήρωες και νέους θρύλους, με δικά του τεμένη και δικούς του τόπους λατρείας, εκπέμποντας ένα νέο μυστικισμό, ισχυρό ακόμη και σήμερα, αν τουλάχιστον ακούσουμε τις ερμηνείες του Αστορ Πιατσόλα. Η αρχική του ερμητική γλώσσα θα γίνει εκ των πραγμάτων πιο κατανοητή, αφού θα ξεπεράσει τα όρια του μυημένου περιθωρίου για να εκφράσει ευρύτερα και πιο συντηρητικά κοινωνικά στρώματα, χωρίς ωστόσο να χάσει τη νοσταλγία, που είναι και η ουσία του.
Το βιβλίο αυτό, που εκδόθηκε με τη συνδρομή ορισμένων πιστών φίλων του τάνγκο, αποτελεί και μια εξαιρετική εισαγωγή στην ιστορία και τη φιλολογία της Αργεντινής, αφού από σελίδα σε σελίδα παρακολοθούμε τις πολιτικές ανωμαλίες της, τον δύσκολο βηματισμό της Δημοκρατίας, τα πραξικοπήματα των στρατηγών, την άνοδο του λαϊκισμού, τις οικονομικές κρίσεις. Εισαγωγή επίσης στην πλούσια κουλτούρα και φιλολογία αυτής της χώρας, πολύ λίγο γνωστής στην Ελλάδα παρά τις εξαιρετικές μεταφράσεις του Μπόρχες, που κερδίζουμε διαβάζοντάς την, είτε ανεξαρτήτως είτε συγκριτικά με τη δική μας ιστορία. Οι ομοιότητες, μάλιστα, της ιστορίας του τάνγκο με την ιστορία του ρεμπέτικου είναι απρόσμενες, χαρακτηρίζοντας ίσως χώρες όπου η επίσημη κουλτούρα βρίσκει ικανούς ανταγωνιστές ανάμεσα στους ανένταχτους και στους επιμένοντες διαφορετικά.
* Ο κ. Ν. Ε. Καραπιδάκης είναι καθηγητής Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο και διευθυντής του περ. «Νέα Εστία».