Για να ενεργοποιηθεί ο νόμος περί «προσβολής δημοσίας αιδούς» πρέπει να προηγηθεί έγκληση του θιγόμενου. Ακριβώς αυτό συνέβη στην περίπτωση του έργου Stills του Βέλγου καλλιτέχνη Κρις Βερντόνκ, στη συμβολή των οδών Παρνασσού και Παπαρρηγοπούλου (πλατεία Κλαυθμώνος), το οποίο εντάσσεται στο Fast Forward Festival 2, της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Επρόκειτο (παρελθόν χρόνος), για βιντεοπροβολές ή, μάλλον, ζωντανές τοιχογραφίες που δημιουργεί από το 2006 ο αβάν-γκαρντ Κρις Βερντόνκ. Πρώτη πόλη στην οποία δοκιμάστηκαν, η Ρώμη. Η σύλληψη είναι η εξής: στην πρόσοψη χαρακτηριστικών κτιρίων προβάλλονται ολόγυμνες ανθρώπινες φιγούρες κολοσσιαίου μεγέθους, εγκιβωτισμένες σε υπερβολικά στενούς χώρους. Η βασική ιδέα για τα Stills, σύμφωνα με τον καλλιτέχνη, είναι οι Καρυάτιδες. «Μοιάζουν σαν να στέκονται εκεί για πάντα και, ενώ ο κόσμος γυρνάει και αλλάζει γύρω τους, αυτές κάνουν τη δουλειά τους, εκτός χρόνου, έως την αιωνιότητα».
Με την άποψη φαίνεται ότι διαφώνησε διερχόμενος ιερέας, ο οποίος κατέφυγε στο αστυνομικό τμήμα, με συνέπεια το έργο να αποσυρθεί. Η Στέγη Γραμμάτων διέκοψε την προβολή «επειδή σέβεται και υπακούει τους νόμους», όπως ανακοίνωσε, αν και δηλώνει αντίθετη «σε αυτή τη λογική αντιμετώπισης ενός έργου τέχνης» καθώς «το γυμνό αποτελεί στοιχείο καλλιτεχνικής έκφρασης, δεν είναι χυδαίο ούτε άσεμνο».
Προφανώς, ο εκπρόσωπος της εν Ελλάδι Εκκλησίας είχε αντίθετη άποψη, την οποία έσπευσε και να επιβάλλει. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Το 2003, στη διάρκεια της μεγάλης διεθνούς έκθεσης Outlook, Εκκλησία, πολιτική ηγεσία -και ο τότε υπουργός Πολιτισμού- είχαν συμφωνήσει ότι ένας πίνακας (του Τιερί Ντε Κορντιέ) έπρεπε να αποσυρθεί επειδή «προσβάλλει βάναυσα τον Χριστιανισμό και κατά συνέπεια δεν μπορεί να παραμείνει αναρτημένος σε δημόσιο χώρο».
Ας μην επαναφέρουμε το πάγιο, διαχρονικό, ερώτημα «πώς οριοθετείται το άσεμνο σε ένα έργο τέχνης» και γιατί τις αντιδράσεις προκαλεί μόνο η σύγχρονη τέχνη και όχι η αρχαία ή αναγεννησιακή, για παράδειγμα.
Ας μην επαναφέρουμε, επίσης, τα περί υποκρισίας, συντηρητισμού και εσωστρέφειας της ελληνικής κοινωνίας, συμπτώματα διαρκώς παρόντα και εδώ και αρκετό καιρό απειλητικά διογκούμενα.
Ας αποφύγουμε, εν ολίγοις, τόσο τις αισθητικές όσο και τις κοινωνιολογικές επισημάνσεις.
Τι απομένει; Η διαπίστωση ότι κάθε έργο παραμένει εντελώς απροστάτευτο στις αντιλήψεις περί ασέμνου και προσβολής, τις οποίες μπορεί να επιβάλλει οιοσδήποτε, οποτεδήποτε, καταργώντας ό,τι δεν του αρέσει ή θεωρεί πως τον προσβάλλει. Ποιος προστατεύει ποιον και από τι; Αν επιχειρηθεί απάντηση στο ερώτημα θα αναβλύσει χείμαρρος φοβικών συνδρόμων μαζί με δημογεροντικές ευκολίες περί αρχών και αξιών. Και, βέβαια, Εκκλησία και πολιτική ηγεσία συντάσσονται απολύτως (αν δεν τροφοδοτούν) με τους αναχρονιστικούς σπασμούς της ελληνικής κοινωνίας.
Ηθικολογούμε ασυστόλως, ηθικοποιούμε μετά μανίας. Με μόνο στόχο τη συμμόρφωση προς τας υποδείξεις.
«Aπό τον Duchamp και ύστερα γνωρίζουμε ότι κάθε καθημερινό αντικείμενο ή εικόνα που διαδίδεται από τα MME δύναται να εκτεθεί και να αναγνωριστεί ως έργο τέχνης», γράφει ο διακεκριμένος τεχνοκριτικός Boris Groys. «Kάθε προσπάθεια να διακριθεί “ποιοτικά” το έργο τέχνης από τα υπόλοιπα αντικείμενα δεν μπορεί παρά να αποτύχει – και πράγματι, τέτοιες προσπάθειες απέτυχαν ιστορικά ξανά και ξανά. Eίμαστε ικανοί να βιώσουμε “αισθητικά” κάθε αντικείμενο – δεν είναι παρά θέμα οπτικής, αρκεί να έχει κανείς την κατάλληλη εκπαίδευση».
Οι «γίγαντες» του Βερντόνκ αντιμετωπίστηκαν σαν απειλή. Τυχαίο;