Αγεφύρωτο φαντάζει το χάσμα που χωρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την ελληνική κυβέρνηση, γεγονός που αντικατοπτρίζεται ακόμη και στα στοιχεία που ανταλλάσσουν για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας.
Οι δηλώσεις του Τζέρι Ράις για την αναγκαιότητα μεταρρύθμισης του εγχώριου ασφαλιστικού συστήματος, προκειμένου η Ελλάδα να επιτύχει τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς της στόχους και τα στοιχεία που παρουσίασε, προκάλεσαν την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης που υποστήριξε ότι η πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνει τον εκπρόσωπο του Ταμείου. Στο επίκεντρο της διαμάχης μπήκε το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης καθώς και το ύψος της μέσης σύνταξης στην Ελλάδα, ενώ πεδίο τριβής αποτέλεσε και ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης.
Κρατική χρηματοδότηση
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η κρατική χρηματοδότηση προς τα ασφαλιστικά ταμεία στην Ελλάδα ανέρχεται σε 10% του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρώπη είναι στο 2,5%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ελληνικής κυβέρνησης, για την κάλυψη του ελλείμματος των συντάξεων ο κρατικός προϋπολογισμός δίνει 9% του ΑΕΠ και όχι το 10%, ενώ η Γερμανία δίνει το 3% του ΑΕΠ. Η διαφορά, σύμφωνα με την Ελλάδα, είναι μόλις 1,5 ποσοστιαία μονάδα καθώς από το 9% του ΑΕΠ το 4,55% αποτελεί μέρος της τριμερούς χρηματοδότησης και μόνο το υπόλοιπο 4,45% αποτελεί κρατική επιχορήγηση για την κάλυψη των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος (στοιχεία από Ageing Report 2012).
Πράγματι, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργεί στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότησης (εργοδότης, εργαζόμενος και κράτος), με τον κρατικό προϋπολογισμό να καλύπτει και τα πιθανά ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων. Στην πράξη βέβαια, δαπανά το 10% του ΑΕΠ, ποσοστό που θεωρείται σημαντικά υψηλό, όταν σε πολλές άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η αντίστοιχη δαπάνη (ανεξάρτητα από το πώς βαφτίζεται) είναι σημαντικά χαμηλότερη. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, σε επίπεδο Ε.Ε., ο στόχος που τέθηκε για όλα τα κράτη-μέλη, είναι το ύψος των δαπανών για συντάξεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ να μην υπερβαίνει το περιθώριο αύξησης των 2,5 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ, με έτος αναφοράς το 2009. Οι δαπάνες για συντάξεις και ΕΚΑΣ το 2009 ήταν 13,5% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα κάθε αύξηση άνω του 16%, θα σήμανε «κόκκινο συναγερμό» στην ελληνική κυβέρνηση αλλά και την Ε.Ε. Βάσει των αναλογιστικών μελετών που είναι διαθέσιμες, η δαπάνη κυμαίνεται μεν σε υψηλά επίπεδα, διατηρείται όμως κάτω από το 16% έως το 2060.
Ο κ. Ράις αναφέρθηκε και στη μέση σύνταξη στην Ελλάδα, εκτιμώντας ότι είναι λίγο χαμηλότερη από τη μέση σύνταξη στη Γερμανία. Από την πλευρά της η κυβέρνηση υπολογίζει ότι η μέση κύρια σύνταξη ανέρχεται σε 664,69 ευρώ και η μέση επικουρική σε 168,40 ευρώ. Υπολογίζει όμως, ότι το 44,8% των συνταξιούχων (1.189.396 από τους 2.654.784 συνολικά) παίρνουν μηνιαία σύνταξη κάτω από το σταθερό όριο της σχετικής φτώχειας, που είναι 665 ευρώ, γεγονός που δείχνει μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ των συνταξιούχων. Παραδέχεται δε, ότι ο μέσος όρος των μηνιαίων συντάξεων σε Ελλάδα και Γερμανία είναι περίπου ο ίδιος.
Ορια ηλικίας
Στο… κάδρο της διαμάχης τέθηκε και ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης στη χώρα μας είναι πολύ χαμηλότερη από τη νομοθετημένη. Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Ράις, ο μέσος όρος ηλικίας στην Ελλάδα είναι 6 χρόνια χαμηλότερος από τη Γερμανία. Για τον λόγο αυτό άλλωστε, ασκούνται πιέσεις για κατάργηση των ειδικών διατάξεων που οδηγούν στη συνταξιοδότηση πριν από τα 62. Σύμφωνα με την ελληνική πλευρά, ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης για τους άνδρες είναι 63 ετών και για τις γυναίκες 59. Στη Γερμανία είναι ο ίδιος για τους άνδρες (63ο έτος) και για τις γυναίκες 62 (στοιχεία ΟΟΣΑ, 2011). Ακόμη και τα πιο πρόσφατα στοιχεία δεν διαφοροποιούνται ιδιαίτερα. Μάλιστα, όπως επισημαίνει στην έκθεσή της για τη γήρανση του πληθυσμού, η Κομισιόν, η Ελλάδα πετυχαίνει μεγάλη αύξηση της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης από το 2020 και μετά, με αποτέλεσμα το 2050 η χώρα μας να διαθέτει ένα από τα υψηλότερα πραγματικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ε.Ε, στα 67,3.
Δημόσιο και ΙΚΑ
Καθώς βέβαια το σύστημα παραμένει ακόμη κατακερματισμένο, σημαντική είναι η εσωτερική διαφοροποίηση που παρατηρείται, κυρίως μεταξύ Δημοσίου και ΙΚΑ. Οπως μάλιστα φαίνεται και από τον πίνακα της ελληνικής κυβέρνησης στο 47σέλιδο με την ελληνική πρόταση προς τους θεσμούς, μετά τις σταδιακές και με εξαιρέσεις παρεμβάσεις στις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, το 2016, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης στο ΙΚΑ θα είναι 60,6 (άνδρες και γυναίκες), ενώ στο Δημόσιο 56,3. Ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης, το 2040, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης στο ΙΚΑ θα είναι 67 ετών, ενώ στο Δημόσιο 64,4.