Θα κατορθώσει η κυβέρνηση να διεξαγάγει το δημοψήφισμα την επόμενη Κυριακή; Το ερώτημα αυτό καλείται μεταξύ άλλων να απαντήσει το Μέγαρο Μαξίμου, από την Παρασκευή το βράδυ που το ανήγγειλε αιφνιδίως ο πρωθυπουργός. Και τούτο όχι μόνον διότι βάσει της τελευταίας εκτίμησης που είχε κάνει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος στοιχίζει περί τα 110 εκατ. ευρώ, ποσό που πρέπει να εξευρεθεί εν μέσω της σημερινής οικονομικής ασφυξίας. Αλλά και γιατί το σχετικό Π.Δ. (26/2012) που ρυθμίζει τις λεπτομέρειες της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος παραπέμπει στον νόμο των εθνικών εκλογών, ο οποίος έχει δεσμευτικές προθεσμίες που υπερβαίνουν κατά πολύ τη μία εβδομάδα.
Για να αντιληφθεί κανείς ότι η επιλογή του πρωθυπουργού προφανώς ελήφθη χωρίς καμία προετοιμασία, αρκεί να τονισθεί ότι –βάσει της υφιστάμενης νομοθεσίας– τα ψηφοδέλτια με το ερώτημα του δημοψηφίσματος θα πρέπει να τυπωθούν και να έχουν φτάσει από το υπουργείο Εσωτερικών σε όλες τις περιφέρειες τις επόμενες 48 ώρες, ενώ παράλληλα θα πρέπει να αποσταλούν και οι εκλογικοί κατάλογοι που συνήθως χρειάζονται 10-15 ημέρες προ μιας εθνικής εκλογικής διαδικασίας.
Προσκλήσεις
Παράλληλα δε, θα πρέπει να αποσταλούν προσκλήσεις σε δικαστικούς αντιπροσώπους και εφορευτικές επιτροπές με το δικαίωμα της άρνησης για την αντικατάστασή τους, ενώ από το Σύνταγμα σαφώς υπονοείται ότι χρειάζεται να υπάρξει αναγκαίος χρόνος για την πλήρη ενημέρωση των πολιτών επί του διακυβεύματος του δημοψηφίσματος, εξ ου και ορίζεται ως μέγιστος χρόνος ένας μήνας από την προκήρυξή του.
Κατά πληροφορίες της «Κ» όταν, το πρωί του Σαββάτου, δηλαδή κατόπιν «εορτής» η κυβέρνηση συνειδητοποίησε όλες αυτές τις δυσκολίες, συγκλήθηκε έκτακτη σύσκεψη στο υπουργείο των Εσωτερικών με τη συμμετοχή μεταξύ άλλων των κ. Ν. Βούτση. Γ. Κατρούγκαλου και του αρμόδιου γραμματέα Κ. Πουλάκη και ως μόνη λύση για να παρακαμφθούν οι προθεσμίες και γενικότερα όσα ορίζονται στους σχετικούς νόμους προκρίθηκε η ιδέα τη έκδοσης μιας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου. Αυτή που θα κατατεθεί τη Δευτέρα στη Βουλή θα μπορούσε να λεχθεί ότι θα έχει τον χαρακτήρα της «πολιτικής επιστράτευσης».
Με απλά λόγια, θα ορίζει ότι όσοι είχαν με τον οποιονδήποτε ρόλο μετάσχει στη διεξαγωγή των εκλογών του προηγούμενου Ιανουαρίου (π.χ. ως δικαστικοί αντιπρόσωποι ή σε εφορευτικές επιτροπές) οφείλουν την προσεχή Κυριακή να παρουσιαστούν και πάλι στα ίδια εκλογικά κέντρα για να συνδράμουν στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Παράλληλα, η ΠΝΠ, θα καλέσει τα κόμματα να ενημερώσουν τον υπουργό Εσωτερικών μέχρι την Τετάρτη για τους εκπροσώπους τους που –αν θέλουν– μπορούν να στείλουν σε όλα τα εκλογικά τμήματα, καθώς ο σχετικός νόμος (4023) προβλέπει τη συγκρότηση μιας «Επιτροπής υποστήριξης» στο πρότυπο των εκλογικών αντιπροσώπων που ελέγχουν την εθνικές εκλογές.
Παρ’ όλη ωστόσο αυτήν τη βιασύνη, ακόμη και παράγοντες του υπουργείου Εσωτερικών εξέφραζαν επιφυλάξεις για το αν ο κρατικός μηχανισμός θα κατορθώσει εντέλει να φέρει εις πέρας τη διοργάνωση εθνικών εκλογών –διότι περί αυτού πρόκειται– μέσα σε μόλις μία εβδομάδα. Προέβλεπαν ως πιθανό τις αμέσως επόμενες ημέρες να υπάρξουν και αντικειμενικά προβλήματα, που θα καταστήσουν προβληματική τη διεξαγωγή του και να βρίσκονται οι εκλογικοί κατάλογοι και τα ψηφοδέλτια στις θέσεις τους την προσεχή Κυριακή. Παρεμπιπτόντως, σημειώνεται ότι το Σάββατο αποφασίστηκε στους εκλογικούς καταλόγους να ενταχθούν και οι 18άρηδες που είχαν εξαιρεθεί τον προηγούμενο Ιανουάριο.
Ολα τούτα δεν περιγράφονται μόνον για να καταδείξουν τον πανικό υπό τον οποίο επελέγη από την κυβέρνηση η συγκεκριμένη διαδικασία. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ήδη από το βράδυ της Παρασκευής κορυφαίοι συνταγματολόγοι εγείρουν και ουσιαστικές ενστάσεις για τη νομιμότητα της διεξαγωγής του. Και δεν στέκονται μόνον στο γεγονός ότι το Σύνταγμα εξαιρεί τα δημοσιονομικά θέματα από τη διενέργεια δημοψηφίσματος και ότι η κρινόμενη πρόταση των εταίρων περιλαμβάνει και τέτοια. Αρκετοί συνταγματολόγοι περιγράφουν ακόμη και ως «πολιτικά πραξικοπηματική» την επιλογή του πρωθυπουργού να το αναγγείλει αιφνιδίως προχθές, καθώς η διαπραγμάτευση με τους εταίρους δεν είχε ολοκληρωθεί.
Αγνωστο
Ως εκ τούτου, όπως έλεγαν, ο κ. Τσίπρας προανήγγειλε επί της ουσίας ότι οι πολίτες θα λάβουν θέση όχι επί μιας τελικής πρότασης των θεσμών, αλλά επί ενός κειμένου υπό διαπραγμάτευση χωρίς κανείς να ξέρει ποια από τα μέτρα που αυτή περιλαμβάνει τα έχει αποδεχθεί η κυβέρνηση και ποια έχει απορρίψει. Αυτός ήταν και ο λόγος, άλλωστε, που αρκετοί προεξοφλούσαν μια αντίδραση εκ μέρους των εταίρων της χώρας, οι οποίοι αυτονοήτως θα διευκρίνιζαν ότι το ερώτημα του δημοψηφίσματος δεν αφορά την οριστική τους πρόταση, ενώ πηγές από τις Βρυξέλλες άφηναν ανοιχτό ακόμη και το ενδεχόμενο να την αποσύρουν είτε την Κυριακή, είτε την Τρίτη, που λήγει και τυπικώς το πρόγραμμα της χώρας.
Με αυτά τα δεδομένα, όλοι οι συνταγματολόγοι με τους οποίους συνομίλησε η «Κ» θεωρούσαν κάτι παραπάνω από προφανές ότι αν τελικώς γίνει το δημοψήφισμα, ανεξαρτήτως της διατύπωσης που θα επιλέξει η κυβέρνηση, η απάντηση αναπόφευκτα θα μεταφρασθεί από τους πολίτες με το ευθύ δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Γεγονός που οι ίδιες πηγές χαρακτήριζαν ήδη από την Παρασκευή εθνικά καταστροφικό, προβλέποντας ότι οι πολίτες θα σπεύσουν αμέσως μόλις πληροφορηθούν την αναγγελία του να σηκώσουν από τις τράπεζες και τις τελευταίες καταθέσεις τους, ξέροντας ότι υπάρχει πλέον η πιθανότητα να αποφασιστεί η έξοδος από το ευρώ.
Με άλλα λόγια, ήδη από την Παρασκευή προεξοφλούσαν σχεδόν ως βέβαιη την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πολύ περισσότερο λόγω της αναμενόμενης επιλογής των εταίρων να διακόψουν τις ενέσεις ρευστότητας στις τράπεζες. Θα ήταν, άλλωστε, οξύμωρο να συνεχιστεί η χρηματοδότηση της χώρας –πόσο μάλλον να δοθούν χρήματα για την αποπληρωμή της δόσης του ΔΝΤ– όταν η κυβέρνηση έχει προαναγγείλει ως θέση της την καταψήφιση της πρότασης των εταίρων.
Διαδικασία
Ως προς τη διαδικασία –και με την αίρεση ότι η κυβέρνηση δεν θα καταρρεύσει από το διαφαινόμενο bank run– το Σύνταγμα προβλέπει ότι για να είναι έγκυρο το δημοψήφισμα, θα πρέπει να λάβει μέρος στην ψηφοφορία τουλάχιστον το 40% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Τούτο σημαίνει ότι στις κάλπες θα πρέπει να προσέλθουν τουλάχιστον 4 εκατομμύρια ψηφοφόροι (στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν 6,3 εκατ. πολίτες από τους περίπου 10 εκατ. εγγεγραμμένους).
Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, το Σάββατο ακουγόταν εντόνως η φημολογία ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης –αν το επέλεγαν όλα μαζί– θα μπορούσαν πολύ εύκολα να το απονομιμοποιήσουν προτείνοντας στους ψηφοφόρους τους να απέχουν της διαδικασίας. Γιατί «πολύ εύκολα»; Διότι απλούστατα οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της Χ.Α. δεν υπερέβησαν τα 3 εκατ. στις τελευταίες εκλογές και είναι σχεδόν δεδομένο ότι δεν θα ψηφίσουν όλοι «όχι» στην επικείμενη διαδικασία.
Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας στο δημοψήφισμα είναι βάσει του Συντάγματος τυπικός. Ο Καταστατικός Χάρτης δεν του επιτρέπει να κρίνει αν υπάρχει λόγος διεξαγωγής του ούτε και να παρέμβει στη διατύπωση του ερωτήματος. Ως εκ τούτου, η μόνη περίπτωση βάσει του Συντάγματος να αποτρέψει ο κ. Παυλόπουλος τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι η παραίτησή του.
Σε μια τέτοια περίπτωση, τον αντικαθιστά η πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία όμως ως αναπληρώτρια Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν δικαιούται βάσει του Συντάγματος να υπογράψει δημοψήφισμα. Αν ωστόσο ο κ. Παυλόπουλος επέλεγε μια τέτοια λύση, θα επέφερε πιθανώς το ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα για την οικονομία, καθώς θα οδηγούσε τη χώρα σε τρεις διαδοχικές εκλογές για την ανάδειξη του διαδόχου του, και με δεδομένη τη μη συγκέντρωση 180 βουλευτών για να εκλέξουν Πρόεδρο κοινής αποδοχής, σε πρόωρες εθνικές εκλογές.
Γεγονός που είχε ασφαλώς προσμετρήσει ο κ. Τσίπρας την Παρασκευή, ξέροντας το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας…