Νέο δάνειο 51,9 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2018 και ρύθμιση του χρέους που μπορεί να αφορά ακόμα και σε «κούρεμα» κατά 53 δισ. ευρώ, προβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) στην έκθεσή του για τη βιωσιμότητα (DSA) του ελληνικού χρέους, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες η βιωσιμότητά του. Επί της ουσίας το Ταμείο «βλέπει» ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και έρχεται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της Κομισιόν για το χρέος, αναδεικνύοντας τις διαφορές μεταξύ των δύο οργανισμών. Πάντως, το Ταμείο επισημαίνει ότι οι εκτιμήσεις του δεν έχουν λάβει υπόψη το κλείσιμο των τραπεζών και την επιβολή μέτρων ελέγχου της κίνησης των κεφαλαίων. Παράγοντες που επιδεινώνουν τις συνθήκες τόσο για το χρέος, όσο και για τη χρηματοδότηση της χώρας.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα ανέλθει στο 149,9% του ΑΕΠ το 2020, αντί στόχου για 124% του ΑΕΠ και στο 142,2% του ΑΕΠ το 2022, έναντι στόχου για επίπεδα χαμηλότερα του 110% του ΑΕΠ. Στην πρόβλεψη αυτή λαμβάνει υπόψη τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα (1% του ΑΕΠ για φέτος, 2% του ΑΕΠ για το 2016, στο 3% του ΑΕΠ για το 2017, στο 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 και όλα τα επόμενα χρόνια) και υποβάθμιση των προβλέψεων για την ανάπτυξη (ύφεση 1,2% φέτος του ονομαστικού ΑΕΠ, ανάπτυξη της τάξης του 2,8% το 2016, το 2017 κατά 4,4% και το 2018 κατά 4,5%).
Επίσης, το Ταμείο προβλέπει ότι η Ελλάδα θα αντικαθιστά τον φθηνό δανεισμό από την Ευρωζώνη με ακριβό δανεισμό από τις αγορές (6,5% επιτόκιο «για τις επόμενες δεκαετίες», όπως σημειώνει). «Δεδομένης της εύθραυστης δυναμικής του χρέους, περαιτέρω παραχωρήσεις είναι απαραίτητες για την ανάκτηση της βιωσιμότητας του χρέους», σημειώνει και προτείνει:
• Διπλασιασμό της περιόδου χάριτος στα 20 χρόνια (από 10 που είναι τώρα) των δανείων από την Ευρωζώνη.
• Διπλασιασμό του χρόνου αποπληρωμής των δανείων αυτών στα 40 έτη (από 20 που είναι σήμερα).
• Διατήρηση των υφιστάμενων χαμηλών επιτοκίων δανεισμού για τα νέα δάνεια ύψους 51,9 δισ. ευρώ που χρειάζεται η Ελλάδα έως το τέλος του 2018.
Με αυτά τα μέτρα, αν και το χρέος δεν θα μειωθεί στα επίπεδα που προέβλεπε η απόφαση του Νοεμβρίου του 2012 (124% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω του 110% του ΑΕΠ το 2022), οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα είναι κατά μέσο όρο στο 10% του ΑΕΠ ετησίως στην περίοδο 2015-2045, που διασφαλίζει την εξυπηρέτηση του χρέους. Γι’ αυτό και κατά το ΔΝΤ υπάρχουν «μεγάλες πιθανότητες» να είναι βιώσιμο.
Αν, όμως, τα πρωτογενή πλεονάσματα υποχωρήσουν στο 2,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και η ανάπτυξη είναι χαμηλότερη (στο 1% ετησίως), τότε στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και ένα «σημαντικό “κούρεμα” του χρέους, για παράδειγμα με πλήρη διαγραφή των 53,1 δισ. ευρώ (σ.σ. διμερή δάνεια πρώτου Μνημονίου) ή κάτι αντίστοιχο», όπως αναφέρει το ΔΝΤ. Πάντως, και σε αυτή την περίπτωση, αν και το ύψος του χρέους θα μειωνόταν αμέσως, θα παρέμενε «κολλημένο» στο νέο επίπεδο λόγω της χαμηλής ανάπτυξης και των μειωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων, σημειώνει το Ταμείο, αποδεικνύοντας ότι το πρόβλημα και πάλι δεν λύνεται πλήρως. Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση της χώρας, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η Ελλάδα χρειάζεται 51,9 δισ. ευρώ από τον Οκτώβριο του 2015 έως το τέλος του 2018 (το ποσό ξεπερνά τα 60 δισ. ευρώ αν προστεθούν οι υποχρεώσεις Ιουλίου – Σεπτεμβρίου που το Ταμείο θεωρεί ότι θα καλυφθούν από την Ευρωζώνη).
Η ανάγκη για ένα τόσο υψηλό νέο δάνειο οφείλεται κυρίως σε διάφορες αλλαγές των βασικών προβλέψεων που υπήρχαν. Ειδικότερα:
1. Η μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα δημιουργεί «τρύπα» 13 δισ. ευρώ στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα.
2. Οι αποκλίσεις στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων (νέος στόχος εσόδων τα 500 εκατ. ευρώ ετησίως) επιβαρύνουν κατά 9 δισ. ευρώ τις ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας.
3. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου υπολογίζονται σε περισσότερα από 7 δισ. ευρώ και η χώρα θα χρειαστεί νέα δάνεια ύψους τουλάχιστον 5 δισ. ευρώ για να τις αποπληρώσει σταδιακά.
4. Ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός από φορείς του Δημοσίου έχει φθάσει στα 10,7 δισ. ευρώ και εν μέρει θα πρέπει να αναπληρωθεί. Λαμβάνοντας υπόψη και τα 700 εκατ. ευρώ που χρησιμοποίησε η Ελλάδα για να εξοφλήσει το ΔΝΤ, αξιοποιώντας τα κεφάλαια που ήταν κατατεθειμένα στο Ταμείο και θα πρέπει να επιστραφούν, το Ταμείο εκτιμά ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας αυξάνονται κατά 6,5 δισ. ευρώ. Και αυτό υπό την προϋπόθεση ότι τα κεφάλαια που είχε το ΤΧΣ θα παραμείνουν στην άκρη, για ενδεχόμενες νέες ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών.