Η εκτόξευση του Μπαράκ Ομπάμα από το έδρανο του τοπικού γερουσιαστή του Ιλινόι στο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου βασίστηκε σε ένα τολμηρό στοίχημα: ο μαύρος πολιτικός υποσχέθηκε ότι θα είναι ο αντι-Μπους, ο πρόεδρος που θα τερμάτιζε όχι μόνο τον πόλεμο στο Ιράκ, αλλά και ολόκληρη την υπερεπιθετική εξωτερική πολιτική των νεοσυντηρητικών ιεράκων, που τόσο είχε κοστίσει -σε χρήμα, ανθρώπινες ζωές και ηθικό κύρος- στην αμερικανική υπερδύναμη.
Το στοίχημα κερδήθηκε και η υπόσχεση εκπληρώθηκε. Μετά την αποχώρηση του κύριου όγκου των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν, ο Μπαράκ Ομπάμα συνέχισε με την εξομάλυνση των σχέσεων ΗΠΑ – Κούβας και ετοιμάζεται, αυτό τον καιρό, να ξανανοίξει την αμερικανική πρεσβεία στην Αβάνα. Αλλά όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό στο συμβολικό επίπεδο, δεν συγκρίνεται στο ελάχιστο, ως προς τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της, με τη συμφωνία-σταθμό της περασμένης Τρίτης στη Βιέννη για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Μια εξέλιξη, η οποία παραλληλίζεται από Αμερικανούς αναλυτές, όπως ο Ντέιβιντ Σάνγκερ των New York Times, με το ιστορικό άνοιγμα των Νίξον-Κίσινγκερ στην Κίνα του Μάο Τσετούνγκ.
Αποτέλεσμα ενός μαραθώνιου διαβουλεύσεων μεταξύ έξι μεγάλων δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία, Γερμανία) και της Ισλαμικής Δημοκρατίας, η τελική συμφωνία της Βιέννης αφαιρεί μια από τις πιο επικίνδυνες εστίες έντασης και μελλοντικών πολέμων στην ηφαιστειακή ζώνη της Μέσης Ανατολής. Το Ιράν υποχρεώνεται να περιορίσει σε μεγάλο βαθμό το πυρηνικό του πρόγραμμα, σε συνθήκες αυστηρής διεθνούς επιτήρησης, με αντάλλαγμα τη σύντομη άρση όλων των οικονομικών κυρώσεων που του έχουν επιβληθεί και που είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της παραγωγής κατά 20%. Η έξοδος του Ιράν από τη διεθνή διπλωματική καραντίνα θα έχει άμεσες ευεργετικές συνέπειες στην οικονομία του. Η πρώτη τονωτική ένεση θα έρθει με την πρόσβασή του σε περιουσιακά στοιχεία της τάξης των 100 δισ. ευρώ, τα οποία είχαν δεσμευτεί, λόγω κυρώσεων, στο εξωτερικό. Αυτές τις μέρες, οι υπουργοί Εξωτερικών Γερμανίας και Γαλλίας σπεύδουν στην Τεχεράνη, συνοδευόμενοι από εκπροσώπους μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, προκειμένου οι χώρες τους να «πλασαριστούν» σε προνομιακές θέσεις, ενόψει του ράλι επενδύσεων που αναμένεται στο Ιράν μετά την άρση των κυρώσεων.
Για την παγκόσμια οικονομία, η σταδιακή αποκατάσταση της ιρανικής παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου στα προ των κυρώσεων επίπεδα υπόσχεται να κρατήσει χαμηλά τις τιμές των ορυκτών καυσίμων, ενισχύοντας τις αναπτυξιακές προοπτικές.
Προβλέψιμα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου χαρακτήρισε τη συμφωνία της Βιέννης «μια από τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης Ιστορίας» ενώ άλλοι Ισραηλινοί πολιτικοί και αναλυτές έφτασαν στο σημείο να κάνουν συγκρίσεις με τη συμφωνία του Μονάχου, που παρέδωσε την Τσεχοσλοβακία στον Χίτλερ. Πέρα από το εντελώς ανιστόρητο του παραλληλισμού, είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι φόβοι που επικαλείται ο Νετανιάχου είναι ολότελα ανυπόστατοι. Μαζί με τον αυστηρότατο έλεγχο του πυρηνικού του προγράμματος, το Ιράν δέχθηκε να διατηρηθούν για πέντε χρόνια το εμπάργκο όπλων του ΟΗΕ και για οκτώ χρόνια οι απαγορεύσεις στο πεδίο των βαλλιστικών πυραύλων. Ακόμη και στενότατοι σύμμαχοι του Ισραήλ, όπως η Βρετανία, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν, διά στόματος του υπουργού Εξωτερικών Φίλιπ Χάμοντ, ότι ο Νετανιάχου δεν ήθελε και δεν θέλει καμία συμφωνία με το Ιράν, προτιμώντας να συντηρεί, για δικούς του λόγους, κατάσταση μόνιμης αντιπαράθεσης.
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του το κράτος του Ισραήλ δεν ήταν τόσο απομονωμένο σε μια μεγάλη διεθνή κρίση. Οι ύστατες ελπίδες του Νετανιάχου ότι το αμερικανικό Κογκρέσο, όπου πλειοψηφούν οι Ρεπουμπλικανοί, θα μπλοκάρει τη συμφωνία, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποδειχθούν όνειρο θερινής νυκτός. Φαίνεται απίθανο να βρεθούν τόσοι πολλοί «αντάρτες» των Δημοκρατικών (αν υποτεθεί ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα ψηφίσουν μονοκούκι στη γραμμή Νετανιάχου) ώστε να ανατρέψουν το βέβαιο προεδρικό βέτο του Ομπάμα σε οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης της συμφωνίας.
Εκείνο που ανησυχεί, στην πραγματικότητα, το Ισραήλ δεν είναι ο εξωπραγματικός κίνδυνος επίθεσης από το Ιράν, αλλά το πραγματικό ενδεχόμενο σχετικής υποβάθμισης της δικής του αξίας χρήσης, έναντι του αμερικανικού παράγοντα. Ασφαλώς, ΗΠΑ και Ιράν δεν θα γίνουν οι καλύτεροι φίλοι από τη μια μέρα στην άλλη. Θα συνεχίσουν να συγκρούονται σε σειρά περιφερειακών κρίσεων, από τη Συρία και τον Λίβανο μέχρι την Υεμένη. Ωστόσο, στο πρόσωπο του Ιράν η Αμερική διαθέτει έναν δύστροπο μεν, πλην πολύτιμο αρωγό εκεί όπου υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων, όπως στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν και στον αγώνα εναντίον του «Ισλαμικού Κράτους». Ας αφήσουμε που οι ιρανικοί υδρογονάνθρακες αποτελούν για αρκετές χώρες και μια εναλλακτική λύση έναντι της ενεργειακής στήριξης στη Ρωσία.
Τουρκικά διλήμματα
Τα ανάμεικτα συναισθήματα της Αγκυρας για την προσέγγιση ΗΠΑ – Ιράν απηχούσε η πρώτη αντίδραση του Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών καλωσόρισε μεν τις προοπτικές που ανοίγει για τις τουρκικές επιχειρήσεις η αναμενόμενη άρση των κυρώσεων στο γειτονικό του Ιράν, δεν παρέλειψε όμως να σημειώσει τις ανησυχίες του για τον ρόλο που θα παίξει μια ενδυναμωμένη Ισλαμική Δημοκρατία στη συριακή κρίση. Οι δύο χώρες βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα, με το Ιράν να αποτελεί τον ισχυρότερο υποστηρικτή του Σύρου προέδρου Μπασάρ Ασαντ και την Τουρκία να ενισχύει τους σουνίτες αντικαθεστωτικούς αντάρτες.
Οπως σημειώνει ο αναλυτής της τουρκικής εφημερίδας Hurriyet, Μουράτ Γετκίν, η ρήξη μεταξύ ΗΠΑ – Ιράν μετά την επανάσταση που ανέτρεψε το καθεστώς του σάχη, το 1979, ενίσχυσε το γεωπολιτικό ειδικό βάρος της Τουρκίας στην περιοχή, ως βασικού προγεφυρώματος των δυτικών συμφερόντων. Αντίστοιχα, η πορεία εξομάλυνσης στις αμερικανοϊρανικές σχέσεις, που φαίνεται να δρομολογείται, αναπόφευκτα θα αλλάξει τους περιφερειακούς συσχετισμούς δύναμης, μάλλον όχι υπέρ της Αγκυρας.