Thomas Bernhard
«Πρόζα»
μτφρ.: Βασίλης Τσαλής
εκδ. Κριτική, 2015
σελ. 128
Η περίπτωση της «Πρόζας» του Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989) είναι ένα σύντομο και, ταυτόχρονα, πυκνό λογοτεχνικό σεμινάριο πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Στα διηγήματα του τόμου, ο Αυστριακός μαέστρος (με την εξαίρετη βοήθεια του μεταφραστή Βασίλη Τσαλή) μετατρέπεται σε αρχιτέκτονα μιας πολυκατοικίας, όπου κατοικούν εκείνοι που έμελλε να ζήσουν στα άκρα του μυαλού τους. Εγκεφαλικές σκανδάλες που εκτοξεύουν απελπιστικά όμορφα αδιέξοδα οι ιστορίες του Μπέρνχαρντ· απελπιστικά, διότι οι ήρωές του μοιάζουν απόκληροι της «κανονικής» ζωής, που τους θέλει σε κουτάκια· όμορφα, επειδή ο συγγραφέας χρησιμοποιεί εκείνες τις λέξεις που χρειάζονται για να διαυγάσει το προσωπικό δράμα των χαρακτήρων, απαλλάσσοντάς τους από περιττά λεκτικά λίπη· αδιέξοδα, μιας και, όπως αποδεικνύεται, η ζωή στα άκρα, σ’ αυτήν τη συλλογή, μοιάζει να πέφτει στον αδιαπέραστο τοίχο της «κανονικότητας» των άλλων.
Η «Πρόζα», που πρωτοεκδόθηκε το 1967 και «μούδιασε» αναγνώστες και κριτικούς της μεταπολεμικής λογοτεχνίας του γερμανόφωνου κόσμου, είναι το υπόστεγο που προφυλάσσει όλους εκείνους με τις υπαρξιακές αγωνίες και καταστροφές από την καταιγίδα του «κανονικού». Ο Μπέρνχαρντ, ήδη από τότε, αποτύπωσε τη συνείδηση του απόκληρου ― κυρίως, του μέσου όρου. Αντιλαμβανόμενος, όσο ελάχιστοι, ότι οι κοινωνίες χάνουν στο ζύγι τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα, έγραψε για εκείνους που χάνουν τις επιθυμίες και τις αντοχές τους. Η αϋπνία, οι εμμονές, η άρνηση των δεδομένων της ζωής, η αποπνικτική καθημερινότητα, η ευπιστία ως ανάγκη γνώσης και έκπληξης που μπορεί να οδηγήσει σε εκδίκηση, η απόρριψη λόγω ιδιαιτερότητας, η επανένταξη των «αποσυνάγωγων» στην κοινωνία ξεδιπλώνονται στις ιστορίες του Μπέρνχαρντ, σ’ ένα σκηνικό απογυμνωμένο κι αυτό από τα περιττά, κάτω από την υπαρξιακή ομπρέλα της απελπισίας, της «ασθένειας προς θάνατον» κατά τον Κίρκεγκορ. Το αξιοπρόσεκτο επίτευγμα του συγγραφέα, όμως, εδώ είναι η παρουσίαση των ακραίων στιγμών της ζωής και του μυαλού των ηρώων του ως κανονικότητα. Ο Μπέρνχαρντ, ακριβώς διότι πολεμούσε τα αδιέξοδα που προκαλεί ο μέσος όρος σε όσους τον ξεπερνούν, παρουσιάζει ως «αντίδοτο» τους ήρωές του στην «Πρόζα». Δίχως να τους αποδίδει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ―εξάλλου είναι, κατά το στερεότυπο, άνθρωποι της διπλανής πόρτας― τους παραθέτει ως ακόμη ένα κομμάτι του κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκουν, το οποίο «απλώς» υπάρχει κι αυτό ― σαν να θέλει να ξορκίσει την απομόνωση στο περιθώριο της ζωής. Κάτι που η Μαρία Λαϊνά, στα καθ’ ημάς, ανέλαβε να αποδείξει όταν δημοσίευσε το «Νόημα» (εκδ. Καστανιώτη, 2007) à la manière de Thomas Bernhard, όπως είχε σημειώσει η ίδια. Το «Νόημα» μοιάζει ερμηνευτική λογοτεχνική πραγματεία στον Μπέρνχαρντ, à la manière de Μαρία Λαϊνά τελικά: η ποιήτρια συνόψισε το δράμα του ανθρώπου στην αδυναμία να παραμείνει ήσυχος, έστω για μια στιγμή, στη σιγαλιά και να μη σκέφτεται.
Η αδυναμία των ανθρώπων, στον Μπέρνχαρντ, να μείνουν μόνοι τους τούς οδηγεί στη δημιουργία κοινωνιών, όπου ο μόνος και ο απόμακρος χαλάνε τη σούπα της κανονικότητας. Εκεί βρίσκεται το σπουδαίο μυστικό του: θέλησε, όσο έγραφε, να δείξει τον δρόμο της αποδοχής του Αλλου, όχι από ανθρώπινη καλοσύνη ή ουμανισμό, αλλά από μιαν απλή, ξεγυμνωμένη ανάγκη για υπαρξιακή σιγαλιά ― κάτι που ο ίδιος δεν είχε βρει ποτέ.