Μεγάλοι ξένοι όμιλοι αλλά και ελληνικές επιχειρήσεις, η μία μετά την άλλη, αρχικά αργά και τώρα ταχύτερα, προστίθενται στη μακρά πλέον λίστα των εταιρειών που φεύγουν από την Ελλάδα. Σε αυτή τη λίστα περιλαμβάνονται από τράπεζες και βιομηχανίες μέχρι εμπορικές επιχειρήσεις και εταιρείες παροχής υπηρεσιών. Και αυτό γιατί στη συνεχώς εντεινόμενη πολιτική αβεβαιότητα και την πρωτόγνωρη σε διάρκεια και βάθος ύφεση ήρθαν από πέρυσι να προστεθούν και ξεκάθαρα εχθρικές προς την επιχειρηματικότητα ρητορικές, περαιτέρω φορολογικές επιβαρύνσεις και το ενδεχόμενο Grexit, που για πολλούς δεν έχει ακόμα εκμηδενιστεί.
Η απουσία χρηματοδοτήσεων, η ενσωματωμένη στο σύστημα γραφειοκρατία και η βραδύτητα απονομής δικαιοσύνης υπήρξαν τα βασικά αντικίνητρα για την παραμονή, εδώ, πολλών πολυεθνικών και όχι μόνον ομίλων. Πολλές από τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη φύγει αντιμετώπισαν βέβαια και τα δικά τους ενδογενή προβλήματα, που δεν σχετίζονταν ευθέως με την οικονομική συγκυρία και το επιχειρηματικό περιβάλλον της χώρας, όμως αυτό τα επιδείνωνε, τονίζουν όλοι. Είναι τα ίδια προβλήματα που, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, αποτρέπουν πλέον και την έλευση ξένων επενδύσεων.
Και το φαινόμενο δεν αναμένεται να υποχωρήσει γρήγορα.
Λίγοι ίσως πρόσεξαν στην καρδιά της περιπέτειας που έζησε η χώρα αυτό το καλοκαίρι τα αποτελέσματα έρευνας που έγινε από την Endeavor Greece σε δείγμα 300 επιλεγμένων επιχειρήσεων κατά το διάστημα 13-17 Ιουλίου, οπότε και η χώρα άρχιζε να ζει με κεφαλαιακούς ελέγχους και περιορισμούς στις διεθνείς συναλλαγές. Στα ευρήματα ξεχωρίζει το γεγονός πως σε ποσοστό 23%, οι εν Ελλάδι επιχειρήσεις σχεδιάζουν να μεταφέρουν άμεσα την έδρα τους στο εξωτερικό για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη ασφάλεια, ρευστότητα και σταθερότητα, ενώ ένα 13% το είχε ήδη πράξει.
Ενα μήνα αργότερα, στα μέσα Αυγούστου και ενώ η χώρα έπαιρνε βαθιά ανάσα μετά την επίτευξη συμφωνίας με τους εταίρους, η Groupon ανακοίνωνε την αποχώρησή της από την Ελλάδα. Η εισηγμένη στη Wall Street εταιρεία διαδικτυακών προσφορών, που δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 45 χώρες, έφευγε. Στην ανακοίνωση της έλεγε χαρακτηριστικά πως «λάβαμε την απόφασή μας, σταθμίζοντας τον ρυθμό προόδου και τις προοπτικές ανάπτυξης της επιχείρησής μας στην Ελλάδα, όπως επίσης και την παρούσα οικονομική συγκυρία. Καθώς δεν βλέπουμε να υφίστανται οι προϋποθέσεις επικερδούς λειτουργίας στο άμεσο μέλλον, πήραμε τη δύσκολη απόφαση να διακόψουμε τις εργασίες μας».
Ηταν η ίδια εποχή που πολλές ελληνικές ναυτιλιακές επιχειρήσεις, υπό την πίεση των κεφαλαιακών ελέγχων, αλλά και την προοπτική υπονόμευσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους από υπέρμετρη συγκριτικά με τα όσα ισχύουν διεθνώς φορολογία, άρχιζαν να διαμορφώνουν ή και να υλοποιούν τα δικά τους plan b. Πολλές άνοιξαν ήδη θυγατρικές και λογαριασμούς στην Κύπρο, αλλά και αλλού και ακόμα περισσότερες πολιορκούνται από ξένα ναυτιλιακά κέντρα για να μετεγκατασταθούν.
Η αντίδραση
Τις τελευταίες εβδομάδες, μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές αεροπορικές εταιρείες, που διατηρούσε το επιχειρησιακό κέντρο της ευρύτερης περιφέρειας στην Αθήνα, έχει συρρικνώσει δραστικά το εδώ γραφείο της μεταφέροντας, σύμφωνα με πληροφορίες, τη λειτουργία της αυτή στην Κωνσταντινούπολη.
Η έξοδος των ξένων από την Ελλάδα δεν είναι κάτι καινούργιο. Νωρίτερα το 2015 η Royal Bank of Scotland, μία από τις λιγοστές εναπομείνασες μεγάλες ξένες τράπεζες στην Ελλάδα, ανακοίνωνε στους εργαζομένους της πως θα κρατήσει στην Αθήνα μικρή μόνον αντιπροσώπευση, ενώ μετέφερε το μεγάλο χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών δανείων της στη βρετανική μητρική. Το γεγονός είχε λειτουργήσει τότε –κυρίως για τη ναυτιλιακή κοινότητα της χώρας– ως προειδοποιητικό καμπανάκι για το τι ακολουθεί.
Σε ανάλογη διαδικασία φέρεται να βρίσκεται και η ιταλική Unicredit. Πολλοί ακόμα προηγήθηκαν. Και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, έπεται και συνέχεια.
«Ερημώνει» το Χρηματιστήριο
Η φυγή των ελληνικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό πλήττει ασφαλώς και το ελληνικό χρηματιστήριο, αφού το αποψιλώνει από εισηγμένους ομίλους και περιορίζει την κεφαλαιοποίησή του. Και όλα αυτά την ώρα που το χρηματιστήριο θα έπρεπε να λειτουργεί ως μηχανισμός χρηματοδότησης της οικονομίας. Και μπορεί η Coca-Cola HBC και η Βιοχάλκο, που μετέφεραν την έδρα τους στο εξωτερικό, να αποφάσισαν να διατηρήσουν τις μετοχές τους και στο ελληνικό ταμπλό επιλέγοντας το μοντέλο της παράλληλης διαπραγμάτευσης, όμως άλλοι όμιλοι απλώς αποχωρούν.
Κατά την τρέχουσα περίοδο, μάλιστα, βρίσκεται σε εξέλιξη το delisting της από το 1919 εισηγμένης στο ελληνικό χρηματιστήριο ΑΓΕΤ Ηρακλής μετά την υποχρεωτική δημόσια πρόταση που κατέθεσε ο βασικός μέτοχός της, η Lafarge Cementos. Η εξέλιξη αποδίδεται βέβαια στη συγχώνευση μεταξύ της Lafarge και της Holcim και την εισαγωγή των νέων μετοχών της Lafarge Holcim στα χρηματιστήρια της Ζυρίχης και του Παρισιού και την απόφαση περιορισμού του αριθμού των εισηγμένων θυγατρικών.
Ομως, από την άλλη πλευρά, γεγονός αποτελεί ότι έρχεται να προστεθεί στο γενικότερο κλίμα αφελληνισμού των επιχειρήσεων. Εκτός χρηματιστηρίου, άλλωστε, όδευσαν τα τελευταία έτη και η S&B, η ΣΙΔΕΝΟΡ –μετά τη συγχώνευση με τη Viohalco– η Hellas on Line, μετά την εξαγορά από τη Vodafone Hellas, η Eurodrip μετά την εξαγορά από την Paine και μια σειρά από άλλα γνωστά ονόματα της αγοράς.
Χιλιάδες αιτήσεις σε Βουλγαρία και Κύπρο
Η φυγή των επιχειρήσεων από την Ελλάδα δεν άρχισε με τα capital controls. Σίγουρα όμως επιταχύνθηκε με την εισαγωγή τους. Πολλοί από όσους εξέταζαν εναλλακτικά σχέδια τα προχώρησαν άμεσα μετά την επιβολή τους.
Οι χιλιάδες αιτήσεις που κατατίθενται στις αρμόδιες βουλγαρικές και κυπριακές αρχές, σύμφωνα με όσα συζητούνται στην αγορά, αποδεικνύουν ακριβώς αυτό.
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) Βασίλης Κορκίδης μίλησε τον Ιούλιο για δεκάδες χιλιάδες αιτήσεις μεταφοράς έδρας στη Βουλγαρία. Από το Λονδίνο και τη Φρανκφούρτη, έγκριτα οικονομικά Μέσα Ενημέρωσης, όπως το αμερικανικό δίκτυο CNBC και η γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, μεταδίδουν μαρτυρίες για ανάλογα αιτήματα εκεί. Ουδείς δύναται να αμφισβητήσει πλέον τη δυναμική που έχει προσλάβει το φαινόμενο. Και κανείς, επίσης, δεν μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια τις διαστάσεις του.
Αλλωστε, οι «ρίζες» είχαν μπει τα προηγούμενα χρόνια, όταν η επιβολή μεγάλων φορολογικών επιβαρύνσεων και η οικονομική περιδίνηση της Ελλάδας οδηγούσε κολοσσούς στην έξοδο. Προηγήθηκαν, υπενθυμίζεται, οι αποχωρήσεις της αμερικανικής Citigroup από τη λιανική τραπεζική, αλλά και της γαλλικής BNP Paribas, που έμεινε μόνον με μια απλή αντιπροσώπευση στην Αθήνα. Παράλληλα, το ίδιο διάστημα δρομολογήθηκαν οι μεγάλες αποχωρήσεις –πάντα της προηγούμενης περιόδου μεγάλης πολιτικής αβεβαιότητας– των επίσης γαλλικών Crédit Agricole και Société Générale, αλλά και της πορτογαλικής Banco Commercial Portugues (Millenium Bank).
Κάποιες από αυτές τις αποχωρήσεις μπορεί να σχετίζονταν με εσωτερικά προβλήματα ή ευρύτερες διεθνείς στρατηγικές επιλογές των μητρικών, αλλά σε κάθε περίπτωση «η Ελλάδα δεν παρείχε κανένα λόγο παραμονής σε κανένα», σχολιάζουν κύκλοι της αγοράς. Αυτός ίσως ήταν και ο λόγος που ο γερμανικός όμιλος Metro αποφάσισε πέρυσι το φθινόπωρο να πουλήσει το δίκτυο καταστημάτων Makro στον Σκλαβενίτη.
Οπως έκανε και η Carrefour, πουλώντας στον όμιλο Μαρινόπουλου, ενώ ως γνωστόν αποχώρησε από τη χώρα μας και η γερμανική αλυσίδα Aldi.
Μισή κίνηση
Ομως και μεγάλοι ελληνικοί πολυεθνικοί όμιλοι αναγκάστηκαν να βάλουν το ένα τους «πόδι» στο εξωτερικό. Αλλοτε με προτροπή ξένων μεγαλομετόχων τους και άλλοτε ως προφανή επιχειρηματική στρατηγική, με δεδομένο το κλίμα που ενέσκηπτε στη χώρα και το κόστος λειτουργίας, αλλά και χρηματοδότησης που αυτό συνεπάγεται. Προχώρησαν έτσι σε μεταφορά της έδρας τους ή και στην παράλληλη εισαγωγή των μετοχών τους σε πολύ μεγαλύτερες χρηματιστηριακές αγορές.
Η Coca-Cola Hellenic HBC προχώρησε σε dual listing στο Λονδίνο το 2012, η Βιοχάλκο μεταφέρθηκε στις Βρυξέλλες το 2013, ενώ στο εξωτερικό αναζήτησαν επίσης καλύτερες συνθήκες η ΦΑΓΕ και αργότερα η S&B. Στο μεταξύ, αρκετές μεγάλες ελληνικές εισηγμένες ρωτώνται –αλλά και προτρέπονται επίμονα από τους ξένους αναλυτές στις περιοδικές τηλεδιασκέψεις που γίνονται– αν θα επιλέξουν παρόμοιες λύσεις.
Πολλοί ακόμα μη εισηγμένοι ελληνικοί και ξένοι όμιλοι φέρονται να έχουν δρομολογήσει ή να αναζητούν λύσεις περιορισμού της έκθεσής τους στην Ελλάδα ή αλλαγή μοντέλου δραστηριοποίησης, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Εν προκειμένω, ενδεικτικές περιπτώσεις συνιστούν η σουηδική SCA Hygiene, αλλά και η αμερικανική Pepsico – ΗΒΗ.
Οι εξαιρέσεις
Την παραπάνω εικόνα διαφοροποιούν και φωτίζουν επενδύσεις που έρχονται στην Ελλάδα, αν και το ισοζύγιο παραμένει αρνητικό. Δηλαδή, υπήρξε και αντίστροφη πορεία κεφαλαίων, η οποία ήταν μεν λελογισμένη, αλλά και άξια λόγου από κάθε άποψη.
Για παράδειγμα, οι επενδύσεις σε τράπεζες, εισηγμένες και ακίνητα της καναδικής Fairfax Financial Holdings είναι από τις πρώτες που αναφέρονται στην αγορά, όπως και της York Capital. Η πρόσφατη επιστροφή της Marriot στον ελληνικό τουριστικό κλάδο –που καθ’ ομολογίαν όλων εχει διαφοροποιηθεί θετικά στο ευρύτερο αρνητικό κλίμα– αποτελεί επίσης ενθαρρυντικό σημάδι. Οπως και η επένδυση που αποκάλυψε πρόσφατα η «Κ» ότι ετοιμάζεται στη Μύκονο, η οποία θα σηματοδοτήσει την έλευση της Four Seasons στη χώρα μας.
Θα προστεθεί και αυτή της Fraport στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, εφόσον τελικά ολοκληρωθεί επιτυχώς.
Με τέτοιες κινήσεις και άλλες, όπως επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, ενδέχεται να αρχίσει να μεταστρέφεται το κλίμα, τονίζουν επενδυτικοί τραπεζίτες.