Ερση Σωτηροπούλου
«Τι μένει από τη νύχτα»
εκδ. Πατάκη, 2015
σελ. 329
«Αδυναμία έκφρασης / Κακοτεχνία» – αυτή ήταν η σημείωση του Ζαν Μωρεάς πάνω στα δύο ποιήματα που του είχε στείλει ο Κωνσταντίνος Καβάφης και που κατάφερε, στα κρυφά, να διαβάσει ο νεαρός, τότε, Αλεξανδρινός ποιητής σε μια επίσκεψη στο διαμέρισμα του ομοτέχνου του, απόντος, ωστόσο, του ιδίου. Στη συνέχεια, μοιάζει η σημείωση να είναι του Νίκου Μαρδάρα, άμισθου γραμματέα και παιδιού για όλα τα θελήματα του Ζαν Μωρεάς, ο οποίος συνόδευσε τον Καβάφη και τον Τζων, τον μεγαλύτερο αδελφό του, στο σπίτι του Γάλλου ποιητή, κυρίως για να τους κάνει μόστρα. Ηταν ο ίδιος που είχε χαρακτηρίσει τον ποιητή «λεπτόφλουδο»…
Η Ερση Σωτηροπούλου στο «Τι μένει από τη νύχτα» επιλέγει να παρατηρήσει τον νεαρό άνδρα σε ένα ταξίδι του στο Παρίσι, μεταξύ άλλων, με τον αδελφό του, Τζων, το 1897. Ενα Παρίσι στο γύρισμα του αιώνα, σε μια Ευρώπη που αλλάζει. Το ταξίδι αυτό είναι για τον Κωστή, όπως τον αποκαλεί ο Τζων, το βάπτισμα του πυρός στον νέο κόσμο, μακριά, όπως λέει, από την Αλεξάνδρεια που τον στράγγιξε, του ήπιε το αίμα· μακριά από τον πνιγηρό ορίζοντα της αιγυπτιακής μητρόπολης, όπου όλα μοιάζουν μικρά· μακριά, τελικά, απ’ ό,τι περιόριζε αυτόν που έμελλε να γίνει ο Κ. Π. Καβάφης. Περπατώντας στους δρόμους και επισκεπτόμενος τα καφέ και τα εστιατόρια της γαλλικής πρωτεύουσας, ο νεαρός Κωνσταντίνος διαπλέει έναν άγριο ποταμό. Σκέφτεται στίχους, παλεύει μέσα του το «Η πόλις θα σ’ ακολουθεί», μια σωματική τριχούλα τού γεννά το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», ένα πρόσωπο του θυμίζει τη συγκινητικότερη εικόνα τής ώς τότε ζωής του, αυτήν που τον αναστάτωσε απ’ την κορφή ώς τα νύχια: έναν νεαρό σιδηρουργό στην Κωνσταντινούπολη, με τη βρώμικη στολή του, τα ταλαιπωρημένο πρόσωπό του, την αρρενωπή κορμοστασιά του. Οι δύο φορές που αναφέρεται αυτό το περιστατικό είναι το απόγειο της δεξιότητας της Σωτηροπούλου.
Πέρα από τον Ζαν Μωρεάς, αναφέρονται, διόλου τυχαία, οι Μποντλέρ (με επιμονή), Βερλέν, Ρεμπό (εκείνος που έγραψε αριστουργήματα και μετά παραδόθηκε στα πάθη του), Ανατόλ Φρανς («Τι πιστεύει ο Ανατόλ Φρανς;» ρωτάει σε κάποια στιγμή ο Καβάφης τον Μαρδάρα, συζητώντας για την υπόθεση Ντρέιφους), Λέον Τολστόι, Πηνελόπη Δέλτα.
Η εκτεταμένη βιβλιογραφική έρευνα και η συγγραφική πένα της Ερσης Σωτηροπούλου μάς χαρίζουν τον Καβάφη ως μυθιστορηματικό ήρωα, τον νεαρό άνδρα που «δεν είχε ζητήσει βοήθεια από κανέναν», το επώδυνο κολύμπι του από την όχθη του βιωμένου πάθους στην όχθη των βιωματικών ποιημάτων, όπου ποιητική και σεξουαλικότητα αναδύονται ως βίαιες ενηλικιώσεις ενός νεαρού που μαθαίνει ποιος είναι αποφασίζει να μας το προσφέρει. Ο Κωστής ανασκαλεύει το μέλλον που έρχεται – το δικό του και το δικό μας. Το νέο μυθιστόρημα της Σωτηροπούλου είναι ένα καθαρό, καθαρότατο διαμάντι γλώσσας, ύφους, έρευνας, αγάπης, εσωτερικής πάλης. Η συγγραφέας κατέθεσε το έως τώρα, μαζί με τη «Φάρσα», opus magnum της. Η μυθιστορηματική ανασύσταση ενός μικρού κομματιού της ζωής του μεγάλου ποιητή των ελληνικών και παγκόσμιων γραμμάτων είναι μια απνευστί και με κλειστά μάτια βουτιά στη μετάβαση του Καβάφη από ένα νεαρό γραφιά σε ένα σπουδαίο ποιητή· είναι ο πυρέσσων πόθος που γίνεται πυρέσσουσα τέχνη. Μια λαμπρή στιγμή της Ερσης Σωτηροπούλου.