Τα εθνικά μας ντουβάρια

4' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​α έργα των παλιών Ελλήνων διακρίνονταν για την κομψότητά τους και το αισθητικό τους κύρος. Αρετές τις οποίες, εκτός των άλλων, τις χρωστούσαν στο θάρρος των δημιουργών τους. Ενίοτε δε και στην αποφασιστικότητα πολιτικών ανδρών οι οποίοι, με προσωπικό τους κόστος, αναλάμβαναν την ευθύνη των επιλογών τους. Γνωστή μας από το σχολείο η υπόθεση της οικοδόμησης του Παρθενώνα που επετεύχθη μέσα σε μια επταετία, χάρη στον δυναμισμό του Περικλή. Μπορεί να εξουθένωσε το δημόσιο ταμείο, μπορεί να λαφυραγώγησε τις εισφορές των συμμάχων, όμως άφησε πίσω του ένα οικοδόμημα που προγραμμάτισε και οργάνωσε την ευαισθησία ολόκληρου του δυτικού πολιτισμού.

Δεν είναι η περίπτωση των δικών μας έργων. Αυτό σκέφτομαι όποτε περνώ έξω από το κτίριο του Τάκη Ζενέτου, ξέρετε αυτό που δεσπόζει στην έξοδο του μετρό Συγγρού-Φιξ. Το κτίριο αυτό υποτίθεται ότι στεγάζει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) ή, για την ακρίβεια, θα στεγάσει τις συλλογές του και τα εκθέματά του όταν το μουσείο λειτουργήσει. Προς το παρόν πρόκειται για ένα μουσείο που υπάρχει μεν, δεν λειτουργεί δε, κοινώς ένα σχεδόν μουσείο, στη σχεδόν χώρα της σχεδόν δημιουργίας, ένα wannabe μουσείο του οποίου τα έργα που κάποτε θα εκτεθούν φιλοξενούνται στις αποθήκες γνωστής μεταφορικής εταιρείας όπου καταβάλλεται ενοίκιο, και ας διαθέτει το κτίριο 20.000 τετραγωνικά μέτρα.

Τίποτε πιο ελληνικό, και όπως λέει ο φίλος Βασίλης Παπαβασιλείου, «η πολλή Ελλάδα βλάπτει». Η ιστορία του θα μπορούσε να θεωρηθεί case study για όσους ανθρωπολόγους ή εθνολόγους επιθυμούν να μελετήσουν την Ελλάδα από τα χρόνια της ευμάρειας ώς τα χρόνια της κρίσης. Εκεί πέρασαν ούτε κι εγώ ξέρω πόσοι υπουργοί Πολιτισμού, κι εκεί ανεδείχθησαν όλες οι δυστροπίες και οι δυσμορφίες της κοινής μας ζωής. Το Μουσείο επρόκειτο να λειτουργήσει κατ’ αρχάς το 2004, αντ’ αυτού όμως κερδίσαμε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου, μετά το 2008, μετά το 2010, και μετά το 2014. Η ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού έφθασε αισίως στο 2016 και το μουσείο ακόμη πρόκειται να λειτουργήσει. Αυτό το «πρόκειται» είναι, όπως και να το κάνουμε σταθερή αξία του ελληνισμού.

Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε στην πρώην διευθύντριά του κ. Αννα Καφέτση το γεγονός ότι, χάρη στο δικό της ταλέντο και στον δικό της δυναμισμό, ακόμη και σήμερα μπορούμε να μιλάμε για Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Πήρε στα χέρια της το μηδέν, αν δεν κάνω λάθος το 1999, και το 2014, οπότε και αναγκάσθηκε να παραιτηθεί, άφησε πίσω της κάτι υπαρκτό. Το κτίριο του παλιού εργοστασίου Φιξ σε αρκετά προχωρημένη κατάσταση και μια συλλογή από περίπου χίλια έργα. Εργα που είτε αγοράστηκαν είτε δωρήθηκαν από χορηγούς, όπως το Ιδρυμα Ιωάννη Κωστόπουλου ή ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Της ζητήθηκε να παραιτηθεί από τον τότε υπουργό Κώστα Τασούλα λόγω της αδυναμίας της να συνεργαστεί με το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος. «Αδυναμία συνεννόησης», που είχε καταγραφεί και με τα προηγούμενα διοικητικά συμβούλια – υπενθυμίζω την παραίτηση από μέλος του συνταγματολόγου Νίκου Αλιβιζάτου.

Αν ένας άνθρωπος ταυτίζεται με το έργο που έχει ήδη κάνει, είναι πολύ λογικό να μη συμφωνεί με άλλους οι οποίοι τον ελέγχουν και έρχονται και παρέρχονται. Τα διοικητικά συμβούλια άλλαζαν, όμως η κ. Καφέτση παρέμενε. Με τη διαφορά ότι το έργο, όσα κι αν χρωστάει στην προσωπικότητα της κ. Καφέτση, είναι δημόσιο. Δυστυχώς ή ευτυχώς. Και όσο κι αν αναγνωρίζω πως ό,τι «δημόσιο» παρ’ ημίν είναι καταδικασμένο να φυτοζωεί στον λειμώνα που χωρίζει την ύπαρξη απ’ την ανυπαρξία, έτσι είναι. Η κ. Καφέτση ήταν άτυχη: ενδεχομένως, αν το Μουσείο είχε λειτουργήσει, αν είχε κερδίσει την ύπαρξή του, να μην είχαν εξελιχθεί έτσι τα πράγματα.

Την κ. Καφέτση διαδέχθηκε στη διεύθυνση του Μουσείου η κ. Κοσκινά. Ηκούσθησαν κροτίδες, πολλοί ανεφώνησαν «σκάνδαλο», άλλοι μίλησαν για ηθική αποκατάσταση της κ. Καφέτση. Η κ. Κοσκινά, επί σειρά ετών διευθύντρια του Ιδρύματος Κωστόπουλου και πρόεδρος του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ), που στεγάζει στη Θεσσαλονίκη τη συλλογή Κωστάκη, κρίθηκε από τον τότε υπουργό Κώστα Τασούλα ως η καταλληλότερη για να διεκπεραιώσει ένα έργο που απαιτούσε διοικητικά προσόντα. Πέραν των άλλων, επειδή το ΚΜΣΤ θεωρείται δίδυμος οργανισμός με το ΕΜΣΤ. Εφτιαξε τον κανονισμό λειτουργίας του μουσείου, έφτιαξε αποθηκευτικούς χώρους, παρέλαβε το κτίριο και επανενεργοποίησε τη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου για τον εξοπλισμό. Η θητεία της έληξε προ ημερών.

Πάμε παρακάτω τώρα. Παρακάτω α λα γκρέκα εννοείται. Διότι το παρακάτω είναι ότι δεκαεπτά έτη συναπτά μετά την ίδρυσή του το Μουσείο, ακόμη και σήμερα, «πρόκειται» να λειτουργήσει. Η μόνη πραγματικότητά του, και η πραγματικότητα ενός μουσείου είναι αυτό που βλέπει το κοινό, είναι τα ντουβάρια του κτιρίου μπροστά στο μετρό Συγγρού-Φιξ. Κατά τα λοιπά, παραμένει ιδέα. Ο κ. Μπαλτάς –στον υπουργό Πολιτισμού αναφέρομαι– παρότι πολέμιος της αριστείας, θέλει να προκηρύξει διεθνή διαγωνισμό για να επιλέξει τον άριστο που θα αναλάβει τις τύχες της ημι-ύπαρξης. Υποθέτω ότι γίνεται ουρά στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης για το ποιος θα πρωτοαναλάβει το μουσείο που δεν υπάρχει ακόμη.

Θα μπορούσαν να αναθέσουν στην κ. Κοσκινά να οδηγήσει το μουσείο ώς την ημέρα των εγκαινίων και να το λειτουργήσει έως ότου περαιωθεί ο διεθνής διαγωνισμός. Ομως ο κ. Μπαλτάς δεν θέλει να δυσαρεστήσει τους «εικαστικούς» του κόμματός του –ναι, ναι, υπάρχουν και τοιούτοι– οι οποίοι θεωρούν ότι είναι ηθικό δικαίωμα της κ. Καφέτση να εγκαινιάσει το δημιούργημά της. Εξάλλου, η συγκυβέρνηση Συριζανέλ θέλει ριζοσπαστικές λύσεις των προβλημάτων. Αυτοί δεν είναι πραγματιστές για να λειτουργούν βάσει της κοινής λογικής.

Ως τότε αναμείνατε. Τα εθνικά μας ντουβάρια είναι εδώ και τα μεγάλα έργα απαιτούν υπομονή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή