Η μη ανανέωση της θητείας του κ. Ιωάννη Μάνου στη θέση του προέδρου του Δ.Σ. του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, είναι η πρώτη πράξη στη νέα, υπό κρατική ομπρέλα πλέον, εποχή του οργανισμού, η οποία ξεκίνησε πριν από λίγες μέρες με την ψήφιση του νομοσχεδίου που «οδήγησε» το Μέγαρο στην… αγκαλιά και την πλήρη ευθύνη του Δημοσίου.
Με ανακοίνωση που απέστειλε χθες το υπουργείο Πολιτισμού, στο νέο Διοικητικό Συμβούλιο του ΟΜΜΑ, το οποίο αναμένεται να οριστεί τις επόμενες μέρες, προτείνεται ως πρόεδρος ο κ. Νίκος Θεοχαράκης -σύμφωνα με πληροφορίες αποτελεί προσωπική επιλογή του υπουργού Πολιτισμού, Αριστείδη Μπαλτά.
Η σύνθεση του νέου Δ.Σ. που θα έχει 11 μέλη (από 10), εκ των οποίων τα 8 θα ορίζονται από το κράτος (με εκπροσώπους οριζόμενους από τα υπουργεία Πολιτισμού και Οικονομικών) και 3 θα ανήκουν στη δικαιοδοσία του Συλλόγου Φίλοι της Μουσικής (και του Ιδρύματος Δεκόζη-Βούρου), δεν αφήνει αμφιβολίες για το ότι ο κ. Θεοχαράκης αναλαμβάνει το τιμόνι του Μεγάρου.
Γεννήθηκε το 1956 και είναι γόνος επιχειρηματικής αλλά και φιλότεχνης οικογένειας. Σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου σήμερα είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής οικονομίας και ιστορίας της οικονομικής σκέψης. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών επί υπουργίας Γιάννη Βαρουφάκη, με τον οποίο μάλιστα έχουν συγγράψει το βιβλίο «Μικροοικονομικά υποδείγματα μερικής και γενικής ισορροπίας». Πριν από λίγους μήνες, ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης τον διόρισε επιστημονικό διευθυντή του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Θέση που όπως δήλωσε στην «Κ» δεν προτίθεται να αφήσει, παρά τις μεγάλες ευθύνες που προστίθενται σε όσες ήδη έχει.
«Το Μέγαρο Μουσικής είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός πολιτιστικός πόλος και έχει προσφέρει πολλά» σημείωσε ο κ. Θεοχαράκης. «Υπάρχει πάντοτε το οικονομικό θέμα πάνω από το οποίο πρέπει να σκύψουμε με προσοχή, όπως επίσης, πρέπει να βρούμε και τρόπους χρηματοδότησης» τόνισε. Ενώ για τον χαρακτήρα του Μεγάρου δήλωσε ότι «θα εκφράζει πάντα την καλή, ποιοτική μουσική και όποιο άνοιγμα γίνει σε άλλες τέχνες θα έχει υψηλά ποιοτικά κριτήρια». Τέλος, εξομολογήθηκε ότι είναι λάτρης της τέχνης και παρόλο που όπως είπε «απέτυχα να ασχοληθώ περισσότερο με τη μουσική, καθώς δεν είχα τις ικανότητες, είμαι φιλόμουσος με ιδιαίτερη αδυναμία στην κλασική και κυρίως, την μπαρόκ».
Αιχμές ως προς τη λογική της κυβερνητικής επιλογής για τη θέση του προέδρου του ΟΜΜΑ αλλά και έναν σύντομο απολογισμό του έργου του, περιέχει η ανακοίνωση που έστειλε χθες ο απελθών πρόεδρος κ. Ιωάννης Μάνος. Μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Από το 2010 που ανέλαβα την προεδρία του Μεγάρου στα χρόνια της κρίσης, πραγματοποιήθηκαν 1.646 παραγωγές τις οποίες παρακολούθησαν 1.956.529 συμπολίτες μας. Οι συναυλίες με τις μεγάλες ορχήστρες και αυτές που έχουν προγραμματιστεί μέχρι τον Οκτώβριο με τη στήριξη του μεγάλου Xορηγού, το καλωσόρισμα νέων Ελλήνων μουσικών και δημιουργών, η θεατρική σκηνή, η παιδική σκηνή, οι συναυλίες στον Κήπο, οι απευθείας μεταδόσεις όπερας, θεάτρου και χορού, οι διαδικτυακές μεταδόσεις των διαλέξεων και κυρίως το Megaron Plus εστία διαλόγου και προβληματισμού, αποτελούν, μεταξύ άλλων, σημαντικά κεκτημένα. Επίσης, τα πρωτόκολλα συνεργασίας με τη Scala του Μιλάνου, το Teatro Real της Μαδρίτης, το Κέντρο Pompidou στο Παρίσι, το College de France, το London School of Economics, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, το Birkbeck University of London, τα πολιτιστικά και κοινωνικά ιδρύματα, καθώς και οι συνεργασίες με την Εθνική Λυρική Σκηνή και τον Δήμο Αθηναίων διεύρυναν τις διεθνείς και εσωτερικές συνέργειες. Και βεβαίως η μόνιμη παρουσία της ΚΟΑ στο Μέγαρο».