Αποψη: Τα αδιέξοδα του ασφαλιστικού

3' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​​Η διαμάχη για το ασφαλιστικό επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά το γνωστό ρητό: «Οποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες». Το αντιμνημονιακό μπλοκ είχε καθοριστική συμβολή, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, στην παραλυτική αδυναμία της χώρας να συζητήσει ήρεμα (πόσο μάλλον να επιλύσει) ένα από τα προβλήματα που από τότε υπέσκαπταν την ευημερία της και την κοινωνική συνοχή της. Το ότι στην πολυθρόνα του αρμόδιου υπουργού κάθεται ο θεωρητικός της υστερικής αντίδρασης σε οποιαδήποτε αλλαγή, και βεβαίως της «κοινωνικής βίας» εναντίον όσων σκέφτονται διαφορετικά, συνιστά πρόσθετο πειρασμό για την αντιπολίτευση: «Ας βγάλουν τώρα μόνοι τους τα κάστανα από τη φωτιά». Εξάλλου, όπως έγραφε πρόσφατα ο Ανδρέας Πετρουλάκης, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν « [δ]εν μπορούν να ξεφύγουν από την εχθροπάθεια, τη διχαστική ρητορική, την αχρείαστη πολεμική, την παρόξυνση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακόμα και όταν σε καλούν σε συναίνεση, σε βρίζουν ταυτοχρόνως» («Τα διακόσια μαθήματα», Protagon 29 Φεβρουαρίου 2016).

Και όμως: μια αντιπολίτευση που νοιάζεται να πάει μπροστά ο τόπος, και όχι απλώς «να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη», θα πρέπει να κρατήσει υπεύθυνη στάση στη συζήτηση για το ασφαλιστικό, απορρίπτοντας κάποια σημεία της κυβερνητικής πρότασης και στηρίζοντας κάποια άλλα.

Η επιμονή της κυβέρνησης να φορτώσει όλα τα βάρη σε όσους δεν πρόλαβαν να βγουν στη σύνταξη έως σήμερα, ώστε να μπορεί να πει «τηρήσαμε τις υποσχέσεις μας» στους ήδη συνταξιούχους, θα πρέπει να απορριφθεί. Οχι από εκδικητικότητα προς μια κατηγορία που έχει ήδη υποστεί περικοπές και που έχει στενά περιθώρια προσαρμογής. Αλλά επειδή η εξαίρεσή της θα υπονόμευε τόσο την κοινωνική δικαιοσύνη όσο και την οικονομική ανάκαμψη (από την οποία άλλωστε εξαρτάται η βιωσιμότητα όλων των συντάξεων). Η πικρή αλήθεια είναι ότι, παρά τις περικοπές των τελευταίων ετών, η συντριπτική πλειονότητα των σημερινών συνταξιούχων εισπράττει σημαντικά παραπάνω από όσο έχει συνεισφέρει στο σύστημα, συνυπολογίζοντας τις εργοδοτικές εισφορές: κάτι που πολλοί υποψιάζονταν εδώ και καιρό και που αποδεικνύει πρόσφατη μελέτη μας (Chrysa Leventi & Manos Matsaganis «Disentangling annuities and transfers: redistribution in Greek retirement benefits»), περίληψη της οποίας πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει στα ελληνικά.

Συνεπώς, μια λελογισμένη εισφορά στις σημερινές συντάξεις, μηδενική για όσους λαμβάνουν κάτω από ένα ποσό (π.χ. 700 ευρώ τον μήνα), και για όσους αποδεδειγμένα βγήκαν στη σύνταξη σε μεγάλη ηλικία (π.χ. στα 65 ή αργότερα), και με συντελεστή που να αυξάνεται προοδευτικά, θα επέτρεπε να μην αυξηθούν οι εισφορές ή να μη μειωθούν τόσο οι συντάξεις των επομένων.

Επιπλέον, η επιμονή της κυβέρνησης να καταβάλλεται η εθνική σύνταξη από οποιαδήποτε ηλικία δικαιούται κάποιος να βγει στη σύνταξη (π.χ. από τα 56 έτη, όπως ακόμη ισχύει για κάποιους) είναι απαράδεκτη. Η κρατική ενίσχυση στην οποία αντιστοιχεί η εθνική σύνταξη (και στην οποία θα πρέπει να εξαντλείται) δεν μπορεί να κατανέμεται σε ορισμένους επί 11 έτη παραπάνω από ό,τι σε άλλους.

Τέλος, το πλαφόν είναι άστοχο και αντιπαραγωγικό. Η ανταποδοτικότητα επιβάλλει υψηλότερες συντάξεις σε όσους έχουν πληρώσει υψηλότερες εισφορές. Η κυβερνητική πρόταση είναι πρόσκληση για εισφοροδιαφυγή.

Αντίθετα, νομίζω ότι δύο σημεία της κυβερνητικής πρότασης θα πρέπει να στηριχθούν. Το πρώτο είναι η άμεση ενοποίηση του συστήματος, με ένταξη όλων των Ταμείων στο ΙΚΑ. Στη μακρά διάρκεια του ελληνικού κράτους (τουλάχιστον εδώ και έναν αιώνα), τα χωριστά Ταμεία λειτούργησαν ως ένας απίστευτα αποδοτικός μηχανισμός ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος. Εάν επιτραπεί στους αγρότες –ή στο «κίνημα της γραβάτας»– να κρατήσουν το δικό τους Ταμείο, επικαλούμενοι τις γνωστές, απόλυτα ιδιοτελείς «ιδιαιτερότητες», τον λογαριασμό θα τον πληρώσουν οι επόμενες γενιές (και οι επόμενες κυβερνήσεις).

Με την ίδια λογική, όλοι οι ασφαλισμένοι θα πρέπει να πληρώνουν το ίδιο ενιαίο ποσοστό εισφοράς για ανταποδοτική σύνταξη: οι μισθωτοί μαζί με τους εργοδότες τους, οι αυτοαπασχολούμενοι μόνοι τους. Για πολλούς λόγους, το ποσοστό αυτό θα πρέπει πάση θυσία να χαμηλώσει – κάτι που αναγκαστικά συνεπάγεται υψηλότερα όρια ηλικίας και μεγαλύτερη συνεισφορά των ήδη συνταξιούχων. Αλλά θα πρέπει να είναι το ίδιο για όλους, χωρίς εξαιρέσεις.

Εδώ που έχουμε φτάσει, μόνο μια αυστηρή, αλλά δίκαιη, και κυρίως λογικά συνεκτική μεταρρύθμιση μπορεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία του συστήματος, δηλαδή την εμπιστοσύνη ότι θα υπάρχουν συντάξεις και για τους σημερινούς 30άρηδες. Αντίθετα, οι μικρές αλλαγές σε δόσεις πριονίζουν την αξιοπιστία και υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη.

* Ο κ. Μάνος Ματσαγγάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT