ΣΩΤΗΡΗΣ ΤΡΙΒΙΖΑΣ
Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου
εκδ. Καστανιώτη, 2015
Το 1933, στο τεύχος 146 της «Νέας Εστίας», ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος σημείωνε: «Δεν είδα πουθενά να γίνει λόγος κι ούτε με δυο γραμμές να μνημονευθεί ο θάνατος του Μίνω Ζώτου». Αυτή είναι, άραγε, η μοίρα που περίμενε όλους τους ποιητές που ανθολογούνται στο βιβλίο του Σωτήρη Τριβιζά; Η απάντηση είναι, μέσες-άκρες, «ναι». Οι εννέα ποιητές του τόμου έζησαν όλοι στη σκιά του Κώστα Καρυωτάκη και της Μαρίας Πολυδούρη (ιδίως ο Μίνως Ζώτος που διεκδίκησε ανεπιτυχώς τον έρωτά της), του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και του Τέλλου Αγρα, του Μήτσου Παπανικολάου, του Κώστα Ουράνη και του Ρώμου Φιλύρα.
Το ρήμα «έζησαν», βέβαια, για τους περισσότερους, είναι μάλλον ευφημισμός. Εχοντας ζήσει μεταξύ των καταστροφικών τειχών δύο Παγκοσμίων Πολέμων, μιας εθνικής καταστροφής και των ασθενειών που θέριζαν την ανθρωπότητα, οι επτά από τους εννέα ποιητές δεν κατάφεραν να επιζήσουν – κατάφεραν, ωστόσο, να δημιουργήσουν.
Ο Αγγελος Τερζάκης έγραφε: «Εφερναν μιαν αισιοδοξία διατεταγμένη, μιαν ιδεολογία ανέξοδη, έναν εθνικισμό γεμάτον τουριστική γραφικότητα. Σ’ εμάς, που ξενυχτούσαμε χρόνια πριν στους δρόμους με στίχους του Καρυωτάκη στα χείλη μας, η εμφάνιση αυτή έκανε εντύπωση βλάσφημη. Αλλά την Ιστορία τη γράφουν οι νικητές, και νικητές είναι οι επιζώντες. Ποιος είχε περισσότερες πιθανότητες να επιζήσει: οι ταλαιπωρημένοι ή οι ανέπαφοι;».
Ο Σωτήρης Τριβιζάς, ως άλλος εργάτης της μνήμης, ανέλαβε να επαναφέρει στο αναγνωστικό μας παρόν ένα παρελθόν κρυμμένο στη βαριά σκιά της λογοτεχνικής ιστορίας αυτού του τόπου, κάτω από τα χαλάσματα της ίδιας τους της ζωής. Οι εννέα ποιητές που ανθολογεί (Αηδονόπουλος [1916-1944], Δήμας [1917-2005], Ζώτος [1905-1932], Καρατζάς [1911-1948], Κοτζιούλας [1909-1956], Μυλωνογιάννης [1909-1954], Πασχαλινός 1913-1943], Σταθοπούλου-Βαφοπούλου [1908-1935], Χονδρογιάννης [1903-1987]) είναι σαν μια κάποια κρυμμένη διαθήκη, την οποία ο ίδιος ο Τριβιζάς αποφάσισε ν’ ανοίξει και να μας διαβάσει τις επιθυμίες της, που δεν ήταν άλλες από την παράδοση του έργου αυτών των ποιητών στην Εκκλησία του Δήμου των αναγνωστών. Οι εννέα ποιητές, όπως λέει και ο ίδιος ο Τριβιζάς, δεν ονομάζονται ελάσσονες αξιολογικά, αλλά ειδολογικά. «Για να το πω απλά, ανθολογώ ποιητές που αγαπώ και ποιήματα που μ’ αρέσουν», λέει ο ανθολόγος.
Ο τόμος συνοδεύεται από γενναιόδωρες αναφορές –στην πλειονότητά τους νεκρολογίες– από ποιητές και κριτικούς της εποχής: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Τέλλος Αγρας, Αγγελος Τερζάκης, Μ.Δ. Στασινόπουλος κ.ά.
Διαβάζοντας τα μικρά κείμενα εις μνήμην των εννέα ποιητών, αναρωτιέσαι εάν η προκείμενη γενναιοδωρία προκύπτει από την παραδοχή της αξίας των ποιητών ή από κάποιο υπεροπτικό συναίσθημα απέναντι στους ποιητές «άδοξοι που ’ναι».
Λίγη σημασία έχει. Τα ποιήματα του τόμου αυτού δεν είναι μόνον ένα λογοτεχνικό μνημόσυνο. Είναι, κυρίως, μα προσπάθεια να διαρραγεί η γραμμική λογοτεχνική ιστορία του τόπου, προκειμένου να εμπλουτιστεί από φωνές που χάθηκαν μέσα στην παράνοια του πολέμου, των ναρκωτικών και της αρρώστιας· είναι μια απόπειρα να καταδειχθεί ότι υπήρξαν ποιητές που η εποχή τους τούς είχε προσπεράσει, τους είχε βασανίσει, τους είχε οδηγήσει στην αφάνεια· είναι ένας τρόπος να επισημανθεί ότι, πριν από την καταιγιστική εμφάνιση της μοντερνιστικής ποιητικής γενιάς του ’30, εμφανίστηκαν ποιητές που πράγματι υπήρξαν – και προσπάθησαν.
Στους άδοξους αυτούς ποιητές των αιώνων έλαχε ν’ αποτελέσουν, όπως λέει και ο Τριβιζάς, τα ιδανικά εξιλαστήρια θύματα του «περιβάλλοντος» και της «εποχής». Ακόμη κι αν τα έργα τους δεν μπορούν, με αυστηρούς όρους, να ενταχθούν σ’ αυτό που λέμε «κανόνας της ελληνικής λογοτεχνίας», μπορούν στα σίγουρα να υπενθυμίσουν ότι οι «ελάσσονες» ξυλοκόποι ενός δάσους λέξεων και εννοιών πορεύτηκαν έναν δρόμο γεμάτο ακούνητες πέτρες, είτε της Ιστορίας είτε του «σιναφιού» τους.
Οι «Ελάσσονες ποιητές του Μεσοπολέμου» είναι μια γνωριμία με τους χαμένους κρίκους μιας παράδοσης που γράφτηκε από τους «νικητές»· ωστόσο, δίχως τους «ηττημένους» νίκη δεν λογίζεται. Κι αυτή η ανθολογία είναι μια, μικρή έστω, ετεροχρονισμένη νίκη.