Στα γουέστερν, 99 στις 100 φορές οι κακοί είναι οι Ινδιάνοι και έπονται οι Μεξικανοί. Σεναριογράφοι και σκηνοθέτες επέβαλαν ταινία την ταινία μια ανάγνωση της Δύσης όπου οι «κοκκινομούρηδες» είναι πρωτόγονοι, ουρλιάζουν συνεχώς και βασανίζουν με εφιαλτική επινοητικότητα τα πάντα αθώα «χλωμά πρόσωπα». Οσο για τους Μεξικανούς, μονίμως άπλυτοι και άπληστοι, και με σμπαριαλιασμένη οδοντοστοιχία. Στα αστυνομικά, στα μεν «εποχής» οι κακοί είναι συνήθως Ιταλιάνοι, στα δε συγχρονικά της νεότερης εσοδείας η πινακοθήκη των κακών εμπλουτίστηκε με Κινέζους, Σέρβους και Αλβανούς. Οσο για τα κατασκοπευτικά, οι Σοβιετικοί εκπροσωπούσαν αυτονόητα το Απόλυτο Κακό.
Εσχάτως, Χόλιγουντ και παραχόλιγουντ ανακάλυψαν τους Αραβες. Τους μουσουλμάνους. Οχι για να τους γνωρίσουν και να μας τους γνωρίσουν, αλλά για να τους στριμώξουν (μαζί με Βορειοκορεάτες και εξωγήινους) στο σιδερένιο κλισέ των κακών, που είχε ορφανέψει με την πτώση του βερολινέζικου τείχους. Να τους εξευτελίσουν δηλαδή. Να τους εμφανίσουν σαν μανιακούς που ζουν για να σκοτώνουν και πεθαίνουν επίσης για να σκοτώσουν. Μιλάω για τον κανόνα, όχι για τις εξαιρέσεις, Για τον κανόνα που κατασκευάζει χιλιάδες φιλμ για να εφοδιαστεί κυρίως η παγκόσμια τηλεοπτική αγορά. Φυσικά και υπάρχουν ταινίες ευαίσθητες, δίκαιες. Αποσπούν ένα-δυο βραβεία γενναιοδωρίας ή βαθιάς υποκρισίας, αδυνατούν όμως να πολεμήσουν τον πανίσχυρο κανόνα, να κλονίσουν τα βαθιά ριζωμένα κλισέ, που μοιράζουν τους ρόλους ακριβώς όπως θέλουν τα «χλωμά πρόσωπα». Οι λευκοί. Οι Δυτικοί λευκοί.
Αθώα κλισέ δεν υπάρχουν. Ολα έχουν τη σκοπιμότητά τους, την «παιδαγωγική» τους σημασία. Η αστυνομία του Μάντσεστερ, λοιπόν, που οργάνωσε αντιτρομοκρατική άσκηση σε μεγάλο εμπορικό κέντρο, βούτηξε στο έλος των κλισέ και ανέσυρε το πιο κοινόχρηστο, το στάνταρ: ένας τρομοκράτης που πετάει βόμβα ουρλιάζοντας «Αλλάχ Ακμπάρ». Προσοχή: Το δόγμα της δεν υποστηρίζει ότι «ένας μουσουλμάνος μπορεί να είναι τρομοκράτης» (αυτό ισχύει και για χριστιανούς, άθεους κτλ.), αλλά ότι «ένας τρομοκράτης δεν μπορεί παρά να είναι μουσουλμάνος». Ρατσισμός; Κραυγαλέος. Σε μια χώρα που μόλις προχθές ανέδειξε δήμαρχο της πρωτεύουσάς της έναν μουσουλμάνο, παρά τις προσπάθειες των Συντηρητικών να τον διαβάλουν σαν φιλοτζιχαντιστή. Θα μπορούσε άραγε να γίνει η ίδια άσκηση με πρωταγωνιστή κάποιον που να μη φωνάζει «Αλλάχ Ακμπάρ»; Βεβαίως. Αλλωστε η Δύση πληρώνει ακριβά τη μη θρησκευτική τρομοκρατία των ακροδεξιών (διαφωτιστικό ως προς αυτό είναι ένα δισέλιδο ρεπορτάζ στο «Ποντίκι», 5 Μαΐου, με τίτλο «Μεγαλύτερη απειλή κι από το ISIS: Η ακροδεξιά τρομοκρατία στις ΗΠΑ έχει προκαλέσει περισσότερα θύματα ακόμα κι από τους τζιχαντιστές»). Δίχως αλλαχ-ακμπαρ-ουρλιαχτά, όμως, το μήνυμα θα ήταν λειψό, ουδέτερο, δίχως στόχευση. Και μια αστυνομία πρέπει πάντα να στοχεύει. Εκ των υστέρων, μπορεί να ζητήσει και συγγνώμη.