Οι «αποφάσεις» για το χρέος, που προανήγγειλε την Κυριακή από τη Βουλή, ο πρωθυπουργός κ. Αλέξης Τσίπρας δεν ελήφθησαν στη χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup.
Παρά το γεγονός ότι προηγήθηκαν παρασκηνιακές διαβουλεύσεις αλλά και η ισχυρή πίεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που επέμεινε στην ανάληψη άμεσων πρωτοβουλιών, οι αποφάσεις παραπέμφθηκαν για το μέλλον. Για άλλη μία φορά στην Ευρωζώνη κυριάρχησε η πολιτική διαχείριση του προβλήματος. Η επίλυση του ετεροχρονίστηκε για το 2018, όταν ουδείς μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει ποιές θα είναι οι συνθήκες στην ελληνική και την παγκόσμια οικονομία.
Η χθεσινή απόφαση του Eurogroup περνά εμφανώς κάτω από τον πήχη των προσδοκιών που είχαν καλλιεργηθεί αλλά και των αναγκαίων μέτρων που απαιτούνται προκειμένου να διορθωθεί το προφίλ του ελληνικού χρέους και να κλείσει η υπονομευτική για την ελληνική οικονομία συζήτηση σχετικά με τη βιωσιμότητά του. Εν ολίγοις, οι θέσεις της Ευρωζώνης, και κυρίως του Βερολίνου που παραπέμπει τις όποιες ουσιαστικές αποφάσεις για το 2018, στη λήξη του ελληνικού προγράμματος και μετά τις γερμανικές εκλογές, κυριάρχησαν των απόψεων του ΔΝΤ που επιδίωκε αποφασιστική αντιμετώπιση του ζητήματος. Το Ταμείο βρίσκεται με το ένα πόδι εντός προγράμματος μόνον εξαιτίας της δέσμευσης της Ευρωζώνης να οριστικοποιήσει ένα συγκεκριμένο οδικό χάρτη παρεμβάσεων επί του χρέους μέχρι τα τέλη του τρέχοντος έτους, βάσει του οποίου το ΔΝΤ θα αποφασίσει και τη συμμετοχή. Πάντως, ο κ. Π. Τόμσεν, στις δηλώσεις του, δεν άφησε πολλά περιθώρια ως προς αυτό.
Άλλωστε, και ο ίδιος αναγνώρισε ότι το Ταμείο υποχώρησε από τις θέσεις που είχε διατυπώσει. Αποδέχεται πλέον ότι τα όποια μέτρα ληφθούν, θα εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος (Ιούλιος 2018) και υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα έχει εφαρμόσει στο 100% το πρόγραμμα. Σε αυτή τη φάση θα προχωρήσουν μέτρα καλύτερης διαχείρισης του χρέους (όπως ήθελε η Ευρωζώνη), ενώ υπάρχει και πρόβλεψη για δημιουργία μηχανισμού λήψης μέτρων σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ως προς τα συγκεκριμένα μέτρα ελάφρυνσης, επίσης πέρασε η «γραμμή» της Ευρωζώνης καθώς ουσιαστικά μέτρα ελάφρυνσης του χρέους δεν αποφασίστηκαν.
Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η δυνατότητα καλύτερης διαχείρισης για το 2017, που αφορά παρεμβάσεις χωρίς υψηλό κόστος – και κυρίως χωρίς την προϋπόθεση έγκρισής τους από τα εθνικά κοινοβούλια. Αυτά οδηγούν σε μείωση του κονδυλίου για την καταβολή τόκων το 2017 κατά περίπου 220 εκατ. ευρώ. Όλα τα άλλα μέτρα, δεν εξειδικεύτηκαν και η χώρα έλαβε και πάλι μία δέσμευση στα πρότυπα του 2012. Δηλαδή, ότι εφόσον η ίδια έχει εφαρμόσει πλήρως το Μνημόνιο, τότε πιθανόν να εφαρμοστούν κάποια μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, αν αυτό κριθεί μη βιώσιμο. Μετά το πρόγραμμα, θα εξεταστούν περισσότερο συγκεκριμένα μέτρα, όπως πιθανή επαναγορά των δανείων του ΔΝΤ (χωρίς να αναφέρεται ρητώς), η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων του EFSF και η παράταση της περιόδου χάριτος για την καταβολή τόκων, καθώς και η επιβολή πλαφόν στις δαπάνες για τόκους