Ενα νέο… όραμα, αυτό του «αειφορικού κτιριακού αποθέματος έως το 2050», έθεσε το υπουργείο Περιβάλλοντος. Ετσι, ενέκρινε προ ημερών τη σχετική εθνική στρατηγική, ένα σχέδιο αρχών για τη σταδιακή ενεργειακή αναβάθμιση όλων των –δημόσιων και ιδιωτικών– κτιρίων στην Ελλάδα μέσα στα επόμενα 34 χρόνια. Το σχέδιο περιλαμβάνει ελάχιστα μέτρα μέχρι το 2020, κυρίως θεσμικού και ενημερωτικού χαρακτήρα, πιθανότατα λόγω των περιορισμένων δημοσιονομικών της χώρας.
Η «Εκθεση μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την κινητοποίηση επενδύσεων για την ανακαίνιση του αποτελούμενου από κατοικίες και εμπορικά κτίρια, δημόσια και ιδιωτικά, εθνικού κτιριακού αποθέματος» εκπονήθηκε με τη συνεργασία στελεχών του ΥΠΕΝ και του Εργαστηρίου Ηπιων Μορφών Ενέργειας του ΤΕΙ Πειραιά. Στόχος είναι το 2050 όλα τα κτίρια «να έχουν υψηλή ενεργειακή απόδοση και, ιδανικά, μηδενική ή/και την ελάχιστη δυνατή κατανάλωση ενέργειας». Η εθνική στρατηγική για την αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος συνδυάζεται με το 2ο Εθνικό Σχέδιο Δράσης Ενεργειακής Απόδοσης και το 1ο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις ΑΠΕ, δημιουργώντας όλο εκείνο το πλέγμα των φιλόδοξων στόχων που η χώρα θα μεταθέτει συνεχώς τις επόμενες δεκαετίες.
Εν πάση περιπτώσει, οι στόχοι του παρόντος σχεδίου για την επόμενη τετραετία είναι ενδιαφέροντες: Περιλαμβάνει κυρίως θεσμικού χαρακτήρα κινήσεις, ώστε να εκσυγχρονιστεί η νομοθεσία και να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές. Επίσης προβλέπει διάφορες δράσεις ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, όπως όλες οι εθνικές στρατηγικές που έχουν προωθηθεί (εις μάτην) την τελευταία τριακονταετία.
«Η ρευστή οικονομική κατάσταση και η μικρού μεγέθους αγορά στον τομέα της ενεργειακής ανακαίνισης των κτιρίων κρατάνε ακόμη υψηλά τα κόστη για ανακαίνιση, όταν ανάγονται σε μονάδες εξοικονόμησης ενέργειας. Το υψηλό κόστος λειτουργεί αποτρεπτικά σε επίπεδο μεμονωμένων μικροεπενδυτών που δεν εξασφαλίζουν οικονομίες κλίμακας. Ειδικά στη χώρα μας πρέπει να συνεκτιμηθεί το μεγάλο ποσοστό ιδιοκτησίας, που καθιστά τη λήψη αποφάσεων σε κτίρια πολλών ιδιοκτησιών εξαιρετικά δυσχερή», παρατηρεί ορθά η έκθεση.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, στη χώρα μας υπάρχουν 6.371.901 κατοικίες, εκ των οποίων οι 4.122.088 κατοικούνται, οι 729.964 είναι κενές εξοχικές και οι 621.881 κενές δευτερεύουσες. Οσον αφορά στο είδος των κτιρίων, το 45% είναι διπλοκατοικίες, το 39% μονοκατοικίες και μόλις το 16% πολυκατοικίες. Οσον αφορά στο μέγεθος, το 25% των κατοικιών της χώρας καταλαμβάνει από 60 έως 79 τετραγωνικά, το 23% από 80 έως 99 τ.μ., το 14% από 100 έως 119 τ.μ. και το 11% από 50 έως 59 τ.μ. Τέλος, το 55% των κατοικιών έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980.