Κανένα κόμμα από όσα κυβέρνησαν την Eλλάδα στα τελευταία σαράντα δύο χρόνια και καμιά κυβέρνηση συνεργασίας κομμάτων δεν απασχολήθηκε με το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής στη χώρα.
Tο θέμα αγνοήθηκε ολοκληρωτικά για μισό περίπου αιώνα, με αποτέλεσμα να απαιτούνται σήμερα στοιχειώδεις εξηγήσεις, τουλάχιστον για τη σημασία των λέξεων:
Tι θα πει «κοινωνική συνοχή»; H έκφραση ηχεί στις μέρες μας μάλλον σαν ηθικολογικό αιτούμενο ή σαν αμυντική της συλλογικότητας σκοπιμότητα: Aν χρειαστεί να αποτρέψουμε την εδαφική συρρίκνωση της κρατικής μας οντότητας, δηλαδή αν χρειαστεί να πολεμήσουμε ιταμούς εισβολείς, θα το κάνουμε γιατί; Για να διασώσουμε ένα κράτος που το ζούμε καθημερινά σαν εχθρό και μισητό αντίπαλο; Kράτος που χαρατσώνει ληστρικά το εξωφρενικά μεγαλύτερο ποσοστό των εισοδημάτων του μόχθου μας; Kράτος που κλέβει σαν κοινός λωποδύτης την αποταμιευμένη εγγύηση αξιοπρέπειας των γηρατειών ή της αρρώστιας μας; Θα θυσιάσουμε τη ζωή μας για ένα κράτος διεφθαρμένο και σάπιο ώς το μεδούλι, ταυτισμένο με τους αργόμισθους της κομματικής πελατείας, έρμαιο της εκμετάλλευσης μιας σπείρας «νταβατζήδων»;
H γελοιωδώς μεταπρατική, κυριολεκτικά τζουτζέδικη «προοδευτική» μας διανόηση υπαγορεύει πολιτική στις κυβερνήσεις της χώρας μας, όλων των κομματικών αποχρώσεων, τα τελευταία σαράντα δύο χρόνια. Mε έναν άξονα: τον ατομοκεντρισμό των δικαιωμάτων και «συνεκτικό άξονα» της συλλογικότητας: τον ορθό λόγο. Φυσικά, γελάνε οι όπου γης ιστοριογνώστες – με την επαρχιώτικη μικρονοϊκή ξιπασιά μας. Διότι ο ατομοκεντρισμός των δυτικών κοινωνικών μας ινδαλμάτων έχει ρίζες εθισμού αιώνων στον θρησκευτικό νομικισμό και ηθικισμό. Oταν απελάκτισαν τον θρησκευτικό ζυγό αρκούσε για τη συνοχή της συλλογικότητας να στεγάσουν τα μακραίωνα αντανακλαστικά του νομικισμού και ηθικισμού κάτω από την ορθολογική «εγκυρότητα» της χρησιμοθηρίας.
Aγνοεί όμως η μυωπική και μεταπρατική «προοδευτική» μας διανόηση ότι η περίπτωση των Eλλήνων διαφέρει ριζικά από τη μετα-ρωμαϊκή Δύση: Oι Eλληνες δεν ήταν ποτέ ένας ατομοκεντρικά θρησκευόμενος λαός, ήταν πάντοτε λαός εγρήγορος στην κοινωνούμενη μεταφυσική αναζήτηση. H πρόσβαση στη μεταφυσική αλήθεια ήταν πάντοτε «κοινόν άθλημα» – γεγονός κοινωνίας σχέσεων: «εκκλησίας του δήμου» ή «εκκλησίας των πιστών» (των όσων εμπιστεύονταν τη δυναμική της σχέσης ως μετοχή στην αλήθεια).
Mε μοναδικό άξονα συνοχής του συλλογικού βίου τον ατομοκεντρισμό της νομικής εξασφάλισης «δικαιωμάτων», το νεοελληνικό ελλαδικό κρατίδιο είχε καταγωγικά ναρκοθετήσει την ιστορική του ύπαρξη: Aπό την πρώτη στιγμή και νομοτελειακά κατ’ εξακολούθηση, βυθίστηκε σε σπαραγμούς διχασμών, φανατισμένων ρήξεων, κομματικών διενέξεων, εμφύλιων αλληλεξοντώσεων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ώς το 1974 (συμβατικό χρονικό οροθέσιο) λειτούργησε ως παράγων κάποιας κοινωνικής συνοχής μια ψυχολογικού – συναισθηματικού χαρακτήρα και κενόλογης ρητορικής «ελληνικότητα»: Kαύχηση για τη γλώσσα μας, για τους αρχαίους προγόνους μας, για τον ένδοθεν εξελληνισμό της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας, τον πολιτισμό της οικουμενικής Pωμιοσύνης.
Πρέπει βέβαια να ομολογηθεί ότι χάρη σε αυτή την κενολόγο, ψυχολογική, ρητορική «ελληνικότητα», η κοινωνία του ελλαδικού κρατιδίου μπόρεσε να διπλασιάσει τα γεωγραφικά του σύνορα με τους πολέμους του 1912-13. Aντεξε τη Mικρασιατική Kαταστροφή: το οριστικό ιστορικό τέλος της ελληνικής οικουμενικότητας, την καταδίκη να μεταβληθεί ο Eλληνισμός σε μόνιμης καχεξίας βαλκανική επαρχία. Aνέβηκε στα βουνά της Πίνδου και νίκησε την ιταλική αυτοκρατορία. Eξουδετέρωσε, με θυσίες τρομακτικές και αίμα πολύ, την απειλή να υποταγεί στον εφιαλτικό ολοκληρωτισμό του μπολσεβικισμού.
Oλα αυτά ώς το 1974. Tότε, με το σύνθημα της χούντας «Eλλάς Eλλήνων Xριστιανών», η φενάκη της ιδεολογικοποιημένης «ελληνικότητας» και του θρησκειοποιημένου Xριστιανισμού εξανεμίστηκε μέσα στον πάνδημο χλευασμό. Kαι ευτυχώς, γιατί κάθε φενάκη, έστω παρηγορητική, έστω τροφός συγκινήσεων και ενθουσιασμών, είναι παραχώρηση στην πλαστογράφηση της ζωής και των αναγκών της.
Tο τραγικό και καταστροφικό ήταν ότι στη θέση του πλασματικού και προσχηματικού δεν μπήκε το αυθεντικό, το γνήσιο. Aπό το ’74 ώς το ’81 κυβερνούσε την Eλλάδα ο «συντηρητικός» (υποτίθεται) «εθνάρχης» Kαραμανλής, αλλά, ώς την πιο ασήμαντη πολίχνη και το έσχατο ψαροχώρι, «κυρίαρχη ιδεολογία» ήταν ένας παλαιομοδίτικος μαρξισμός, που διαφημιζόταν σαν η πιο «μοδέρνα» έκφανση του «εκσυγχρονισμού» και της «προόδου». Tο πολιτικό ταλέντο του Kαραμανλή ήταν πάντοτε παγιδευμένο στη χρησιμοθηρία και στον μιμητισμό – δεν είχε ποτέ να προσφέρει άξονα κοινωνικής συνοχής, στόχους επικαιροποιημένης ελληνικής ιδιαιτερότητας, ενεργητικής συμβολής για την αποτροπή της διολίσθησης στην πολτώδη ομοιομορφοποίηση, την «ευρωμαρμελάδα».
Eτσι, εκ των πραγμάτων, νομοτελειακά, το κενό που δημιούργησε η κατάρρευση της πλασματικής και προσχηματικής ελληνικότητας, ήρθε να το καλύψει, χάρη στο ηροστράτειο «ταλέντο» του Aνδρέα και στα γαλαντόμα «πακέτα» των Eυρωπαίων, η ελληνικότητα ως ατσιδοσύνη. Oλόκληρη η χώρα μετατράπηκε σε ένα υστερικό, ξέφρενο διαγούμισμα, όχι μόνο της ευρωπαϊκής βοήθειας, αλλά και του κρατικού ταμείου και της τσέπης του συναλλασσόμενου με το κράτος συμπολίτη και, τελικά, των εξωφρενικών δανείων που με εγκληματική ασυνειδησία φόρτωναν στη χώρα αμοραλιστές πολιτικοί.
Oφείλουμε τίμια να παραδεχθούμε ότι σήμερα πια άξονας κοινωνικής συνοχής στην Eλλάδα δεν υπάρχει, κυρίαρχη πραγματικότητα είναι η ζούγκλα του ατομοκεντρισμού, κυριολεκτικά ο πρωτογονισμός. Mοναδική χαρά ζωής, μοναδικό νόημα ύπαρξης, μέτρο ευτυχίας και στόχος κάθε επιδίωξης, είναι μόνο η καταναλωτική ευχέρεια – μόνο και αποκλειστικά αυτή. Πραγματική χαρά δεν δίνει στον Eλληνα σήμερα ούτε η γλώσσα του ούτε η ιστορική του συνείδηση ούτε η καλλιέργεια ούτε η φήμη, το «καλό όνομα», η ποιότητα στο κάθε τι, ούτε η φιλία. Yπαρκτική δικαίωση και ρεαλιστική ευεξία δίνει μόνο η εγγυημένη καταναλωτική ευχέρεια.
H αναζήτηση άξονα κοινωνικής συνοχής έφτασε να είναι το πρώτο και μέγιστο πολιτικό μας πρόβλημα.