Η ανά την Οικουμένη Ορθοδοξία προσδοκά την επερχόμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο από τη στιγμή που το Οικουμενικό Πατριαρχείο πήρε την πρωτοβουλία να συναντηθούν όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, για να συναποφασίσουν πάνω σε προβλήματα που απαιτούν συμπόρευση όλων των Ορθοδόξων, πέρα από επιμέρους διαφορετικές προσεγγίσεις, κάποτε προερχόμενες από ιστορικά εξηγήσιμες διαφορές, κάποτε από διαφορετικές θεολογικές αφετηρίες. Είναι τα χαρίσματα των προσώπων, η πιο ανοικτή στις απαιτήσεις των καιρών θέαση, ένας τίμιος συντηρητισμός, ο οποίος πηγάζει από την αγωνία για ακέραια και ακαινοτόμητη πίστη, κάποτε όμως και ένας φόβος που γίνεται υπερβολικός.
Και ήγγικεν η ώρα. Ενα όραμα δεκαετιών φάνηκε ότι ήρθε η στιγμή να λάβει σάρκα και οστά. Μόνο που πειρασμοί της τελευταίας στιγμής απειλούν να υποβαθμίσουν τη σημασία της Συνόδου και από «καιρό ευπρόσδεκτο» να τη μετατρέψουν σε χαμένη ευκαιρία για τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας και για τον κόσμο και για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Τούτη την ώρα, που πορευόμαστε προς την τελική ευθεία, οι ανά την Οικουμένη Ορθόδοξοι ζητούν από όλους μας να σκεφτούμε με υπευθυνότητα ότι η Πανορθόδοξη Σύνοδος γίνεται για να διακηρύξει πρωτίστως την υπάρχουσα στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, στην κοινή πίστη, στους ιερούς κανόνες και στη θεολογική μας παράδοση, ενότητα. Και η ενότητα και μαρτυρείται και διασφαλίζεται εν Συνόδω. Διότι δεν είναι μόνο θέμα ιστορικότητας ή αυθεντικότητας. Την ενότητα την εκφράζουν και τα πρόσωπα, τα οποία αντιπροσωπεύουν τις κατά τόπους Εκκλησίες. Στην Ορθοδοξία δεν έχουμε διαγκωνισμό περί πρωτείων. Και η τελευταία ενορία στις εσχατιές της γης εκφράζει, τελώντας την Ευχαριστία, την κοινή πίστη και παράδοση. Ομως οι Επίσκοποι κάθε Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκτός από το σύνολο της διδασκαλίας και την αποστολική διαδοχή, εκφράζουν και τη μαρτυρία της Εκκλησίας στην Ιστορία. Η συνάντησή τους δεν είναι τυπικό γεγονός. Παρουσιάζουν την αγωνία, τη μαρτυρία, τις ελπίδες αλλά και την ταυτότητα του πληρώματος των Εκκλησιών τους. Και δεν υπάρχει κάποιος που να περισσεύει. Δεν υπάρχει Εκκλησία που να περισσεύει.
Οι περιστάσεις μάς καλούν να μη μείνουμε στα «επί μέρους». Είναι πειρασμός το «επί μέρους». Μας κάνει να μη βλέπουμε το μείζον και να απολυτοποιούμε το «έλασσον». Και το «μείζον» είναι η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο άνθρωπο. Σε μία εποχή, όπου για τους πολλούς, καλώς ή κακώς, η εικόνα διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο, η συμμετοχή όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών δίνει άλλη βαρύτητα στο μήνυμα. Δεν πρέπει να νικηθούμε από τη διχαστική λειτουργία του εθνικισμού. Την αίσθηση της αυτάρκειας. Το ότι ένα μικρό «εμείς» είναι το μοναδικά αυθεντικό και όχι η ένταξη και λειτουργία του στο μεγάλο «Εμείς» της Ορθοδοξίας, που αγκαλιάζει σύμπαντα τον κόσμο. Επιμέρους διαφωνίες, ενστάσεις, διαφορετικές προσεγγίσεις είναι σημεία ότι δεν υπάρχει «αλάθητο» και ένας τρόπος. Ολα μπορούν να συζητηθούν, από τη στιγμή, μάλιστα, που όλοι συμφώνησαν και συνυπέγραψαν τη διαδικασία, ενώ οι αποφάσεις θα ληφθούν, όπως η παράδοσή μας ορίζει: «Εδοξε τω Αγίω Πνεύματι και ημίν». Τις αποφάσεις, όμως, τις παίρνουν οι παρόντες.
Μία Σύνοδος γίνεται αποδεκτή από τον λαό του Θεού. Οι αποφάσεις της κρίνονται. Δεν απειλείται η ορθόδοξη πίστη μας. Ισως κάποια από τα θέματα της Συνόδου να μη φαίνονται σύγχρονα. Ομως ανοίγει έτσι ένας δρόμος που τον έχουμε ανάγκη. Μπορεί πλέον να τεθεί το πλαίσιο και για την επόμενη Σύνοδο. Η θεματολογία. Μαθαίνουμε όμως να συζητάμε όλοι μαζί. Είναι μεγάλη εμπειρία ο διάλογος. Αγάπης και καταλλαγής.
Ας μην απογοητεύσουμε την ανθρωπότητα που ζητεί, σε μία εποχή ενός πολιτισμού θαυμαστού αλλά και με πολλά αδιέξοδα, τη μαρτυρία της ελπίδας. Του Προσώπου του Χριστού. Της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας που εφαρμόζει στο εσωτερικό της αυτό που καλεί όλους να ζήσουν: το «ίνα ώσι έν».
Είμεθα βέβαιοι ότι, τελικά, θα πρυτανεύσει η αγάπη και η Πανορθόδοξη Σύνοδος θα γίνει «καιρός ευπρόσδεκτος»!