Σχεδόν κάθε φορά που πάει να γίνει κάτι για να ξεπαγώσουν οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, πέφτει στο τραπέζι ή εμφανίζεται στο… πεζοδρόμιο θέμα Τσάμηδων και κάπου εκεί επανέρχονται σε θερμοκρασίες Σιβηρίας.
Στις αρχές της εβδομάδας, ο Νίκος Κοτζιάς ταξίδεψε στα Τίρανα σε ανταπόδοση της επίσκεψης στην Αθήνα του ομολόγου του Ντιτμίρ Μπουσάτι, με σκοπό να ανοίξει, επιτέλους, μια ουσιαστική συζήτηση μήπως και «ξεκολλήσει το κάρο».
Εκεί τον περίμεναν, στην είσοδο του υπουργείου Εξωτερικών, εκτός από τον ομόλογό του καμιά πεντακοσαριά Τσάμηδες, με επικεφαλής τον πρόεδρο του –συμμετέχοντος στην κυβέρνηση– κόμματός τους και αντιπρόεδρο της Βουλής, οι οποίοι κραύγαζαν ανθελληνικά συνθήματα. Οπως ήταν αναμενόμενο, η εικόνα υπερίσχυσε των όσων συζήτησαν οι δύο άντρες και οι αναφορές τους περί οδικών χαρτών για τη βελτίωση των σχέσεων κ.λπ. στις δηλώσεις που ακολούθησαν, «σκεπάστηκαν» επικοινωνιακά από τον θόρυβο των διαδηλωτών. Αλλά ας μην το πάρει «κατάκαρδα» ο Νίκος Κοτζιάς.
Το ίδιο σκηνικό στήνεται από τους Αλβανούς χρόνια τώρα, σε επισκέψεις κορυφαίων Ελλήνων αξιωματούχων στη γειτονική χώρα. Τον Νοέμβριο του 2005, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, αρχιτέκτων ως ΥΠΕΞ της πολιτικής φιλίας με την Αλβανία, επέστρεψε οργισμένος στην Αθήνα. Ο λόγος; Πληροφορήθηκε ότι το ξενοδοχείο στους Αγίους Σαράντα, όπου επρόκειτο να συναντηθεί με τον ομόλογό του Αλφρέντ Μοϊσίου, που τον είχε προσκαλέσει, πολιορκείτο από ομάδες Τσάμηδων τους οποίους οι Αρχές, στο όνομα της δημοκρατίας(!), αρνούνταν να απομακρύνουν.
Ο Κωστής Στεφανόπουλος, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ένα χρόνο πριν, κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα, άκουσε τον ομόλογό του Μοϊσίου να ανοίγει κουβέντα για τους Τσάμηδες, εξαγριώνοντας τον Ελληνα Πρόεδρο, που απάντησε πως εν τοιαύτη περιπτώσει θα συζητηθεί και το βορειοηπειρωτικό ζήτημα.
Αλλά και το επίσημο ταξίδι του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τον Ιανουάριο του 1991, λίγο έλειψε να τιναχθεί στον αέρα, όταν ο τότε πρόεδρος της Αλβανίας, κομμουνιστής Ραμίζ Αλία, προσπάθησε να βάλει στη συζήτηση από την «πίσω πόρτα» το «τσάμικο», προκαλώντας την αντίδραση του Ελληνα πρωθυπουργού, που απείλησε μια διακοπή της επίσκεψης. Τίποτα απ όλα αυτά δεν γίνεται αυθόρμητα, ούτε, βεβαίως, η αλβανική πολιτική ελίτ διακρίνεται για την υψηλή ευαισθησία της σε ζητήματα άσκησης δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών, όταν ως γνωστόν, πριν από λίγα μόλις χρόνια, η αστυνομία θέρισε με πολυβόλα οπαδούς της αντιπολίτευσης που επιχείρησαν να διαδηλώσουν στην είσοδο του κυβερνητικού μεγάρου.
Η προσπάθεια
Είναι σαφές ότι τα Τίρανα επιχειρούν να ανεβάσουν ψηλά στην ατζέντα των ελληνοαλβανικών σχέσεων ζήτημα Τσάμηδων και προς αυτή την κατεύθυνση εργάζονται συστηματικά τόσο στο εσωτερικό όσο και στα διεθνή φόρα. Με την Αθήνα, όμως, να θεωρεί «ανύπαρκτο» ένα τέτοιο θέμα, όπως το εγείρουν οι Αλβανοί, οι καλύτερες μέρες στις σχέσεις με τα Τίρανα δύσκολα θα εμφανιστούν, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, αν, όπως μερικοί υποστηρίζουν, δεν ληφθούν άμεσα «γενναίες πολιτικές αποφάσεις και από τις δύο πλευρές». Ποιος όμως θα αποτολμήσει ένα τέτοιο βήμα, δεδομένης της συσσωρευμένης καχυποψίας και του αρνητικά φορτισμένου ιστορικού φορτίου που κουβαλούν οι ελληνοαλβανικές σχέσεις;
Το παρελθόν εξακολουθεί να στοιχειώνει το παρόν και οι αγκυλώσεις δεν δείχνουν ότι θα ξεπεραστούν εύκολα. Ηταν αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν με παρότρυνση των ΗΠΑ και της Κίνας, Αθήνα και Τίρανα έκαναν ένα πρώτο δειλό βήμα για να οικοδομήσουν διπλωματικές σχέσεις. Μέχρι τότε όχι μόνο δεν υπήρχε καμία επαφή, αλλά η εκατέρωθεν κατασκοπεία, ειδικά στη μεθόριο, για λογαριασμό Αμερικανών και Ρώσων, όπως επίσης και για το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, έκανε θραύση.
Το πρώτο βήμα
Μια λιτή δήλωση, στην Αθήνα και στα Τίρανα ταυτόχρονα, στις 7 Μαΐου του 1971, ενημέρωνε πως οι δύο χώρες «αποφάσισαν την αποκατάσταση των διμερών σχέσεων σε επίπεδο πρεσβευτών», με τον Δημήτριο Μπίτσιο να γίνεται ο πρώτος Ελληνας πρέσβης στα Τίρανα. Μέτα από αυτό και πάλι σκοτάδι. Ωσπου τη σκυτάλη θα πάρει ο Κάρολος Παπούλιας ως ΥΠΕΞ το 1984, όταν θα επισκεφθεί τα Τίρανα, επί Χότζα, και θα υπογράψει τέσσερις συμφωνίες, εμπορικού κυρίως περιεχομένου. Ωστόσο, το μεγάλο για την εποχή βήμα θα γίνει ένα χρόνο μετά από τον ίδιο, οπότε με πρωτοβουλία του θα εγκαινιαστεί –με ένα μεγάλο λαϊκό γλέντι– τελωνειακός σταθμός στην Κακαβιά.
Ηταν 14 Ιανουαρίου του 1985, ο Χότζα βρισκόταν στο κρεβάτι βαριά άρρωστος, αλλά, όπως είπε αργότερα στην «Κ» η σύζυγός του Νεζμιγέ, «δούλεψε πολύ γι’ αυτή την εκδήλωση και έδωσε εντολή να αφήσουν τον κόσμο να ενωθεί και να γλεντήσει». Με την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991, όμως, περίπλοκες ιστορικές διενέξεις, όπως το βορειοηπειρωτικό, το «Τσάμικο», το εμπόλεμο, τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, τα νεκροταφεία Ελλήνων πεσόντων στρατιωτών στον ελληνοϊταλικο πόλεμο, κ.ά., που μέχρι τότε δεν υπήρχε δυνατότητα συζήτησης και διευθέτησής τους, ήρθαν στην επιφάνεια και εξακολουθούν να επηρεάζουν αρνητικά τις διμερείς σχέσεις.
Διαθέτουν χρήμα και πολιτική επιρροή
Οι Τσάμηδες της Αλβανίας δεν ξεπερνούν τις 300.000, σήμερα, διαθέτουν όμως χρήμα και πολιτική επιρροή. Κεντρικό αίτημα και ταυτόχρονα λόγος ύπαρξης των κομμάτων και των οργανώσεών τους, αποτελεί η ανάδειξη του θέματος της εκδίωξης των ομοθρήσκων τους, αλβανικής συνείδησης, από την Ελλάδα το 1944.
Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες ζούσαν στην περιοχή της Ηπείρου με επίκεντρο τη Θεσπρωτία και σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ήταν κατά τι λιγότεροι από είκοσι χιλιάδες. Τα Τίρανα χρησιμοποιούσαν το τσάμικο στοιχείο, που είχε αλβανική συνείδηση, ως αντίβαρο της ελληνική μειονότητας στη Βόρειο Ηπειρο, στα διεθνή φόρα και αποτελούσαν εργαλείο στην εξωτερική πολιτική τους απέναντι στην Ελλάδα.
Στην Κατοχή και ανταποκρινόμενοι στις υποσχέσεις των Ιταλών και των Γερμανών, ότι σε περίπτωση επικράτησής τους θα προσαρτηθεί η αποκαλούμενη «Τσαμουριά» στην Αλβανία, συγκρότησαν ένοπλες ομάδες που στράφηκαν εναντίον των χριστιανών, προκαλώντας ωμότητες εις βάρος των ντόπιων μη μουσουλμάνων. Σε μία μόνο περίπτωση στην Παραμυθιά κατέσφαξαν σαράντα εννέα προκρίτους.
Με τη φυγή Ιταλών και Γερμανών, όμως, δυνάμεις του ΕΔΕΣ διέλυσαν βίαια τους παραστρατιωτικούς εξαναγκάζοντας σε φυγή στην Αλβανία του συνόλου των Τσάμηδων. Μάλιστα για χίλιους εννιακόσιους εξ αυτών, που κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου, έγιναν δίκες στα Ιωάννινα, καταδικάστηκαν και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Οι Τσάμηδες της Αλβανίας μιλούν για γενοκτονία και διεκδικούν την αναγνώρισή της διεθνώς.