Υπό τον κίνδυνο στο επικείμενο δημοψήφισμα οι Βρετανοί να επιλέξουν το Brexit, εξέλιξη που εκφράζονται φόβοι ότι θα έχει πολυεπίπεδες αρνητικές επιπτώσεις για την Ελλάδα, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας επιχειρεί να «ξεδιπλώσει» τον σχεδιασμό του για αλλαγή της πολιτικής ατζέντας με όχημα την αναθεώρηση του Συντάγματος και τον νέο εκλογικό νόμο.
Παρά το γεγονός ότι οι τόνοι έχουν κρατηθεί χαμηλοί από το Μέγαρο Μαξίμου, ενόψει του δημοψηφίσματος στη Βρετανία, συνομιλητές του πρωθυπουργού αναγνωρίζουν πως το τελικό αποτέλεσμα θα έχει ισχυρό «αποτύπωμα» για την Ελλάδα, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Εάν οι Βρετανοί επιλέξουν την αποχώρηση από την Ε.Ε. οι κλυδωνισμοί στην Ευρωζώνη εκτιμάται ότι θα είναι ισχυροί και δεν θα αφήσουν ανεπηρέαστη την ελληνική οικονομία, η οποία εξάλλου παραμένει εγκλωβισμένη στη δίνη της κρίσης. Ως γνωστόν, ο κ. Τσίπρας, μετά την υλοποίηση των σκληρών μέτρων του μνημονίου, επενδύει για την ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν αποκλειστικά στη σταδιακή βελτίωση των οικονομικών δεικτών και στην επανεκκίνηση της οικονομίας. Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται στο Μέγαρο Μαξίμου, «την κυβέρνηση ή θα την καταπιούν οι φόροι που ψηφίστηκαν πρόσφατα, ή η οικονομία θα αρχίσει να ανακάμπτει, οπότε η πολιτική σύγκρουση θα διεξαχθεί με εντελώς διαφορετικούς όρους».
Αναταράξεις
Στην κατεύθυνση ανάταξης του οικονομικού κλίματος, ο κ. Τσίπρας επενδύει ιδιαίτερα στην προσέλκυση επενδύσεων, αλλά και στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που προχωράει παρά τις αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι, όμως, σαφές ότι τυχόν Brexit θα προκαλέσει ισχυρές αναταράξεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, με αποτέλεσμα τα όποια επενδυτικά σχέδια προετοιμάζει η κυβέρνηση να «παγώσουν».
Επίσης, συνομιλητές του κ. Τσίπρα αναγνωρίζουν πως τα διεθνή κεφάλαια θα κινηθούν με μεγαλύτερη ένταση προς ασφαλείς προορισμούς, όπως για παράδειγμα η Γερμανία, με αποτέλεσμα την άσκηση πιέσεων στον ευρωπαϊκό Νότο, περιλαμβανομένης της Ελλάδας. Τέλος, από όλους θεωρείται βέβαιο ότι το Brexit, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, θα επηρεάσει αρνητικά το σύνολο των οικονομιών της Ευρωζώνης, αλλά και ευρύτερα, με συνέπεια να είναι ιδιαίτερα πιθανή η επιβράδυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Σε «αχαρτογράφητα νερά», όμως, σε περίπτωση Brexit, θα εισέλθει η Ευρωπαϊκή Ενωση, και κατά συνέπεια η Ελλάδα και σε πολιτικό επίπεδο. Σύμφωνα με συνομιλητές του κ. Τσίπρα, «εάν το πουλόβερ της Ε.Ε. αρχίσει να ξηλώνεται, η κατάληξη είναι άδηλη, με προφανείς κινδύνους για την Ελλάδα, καθώς δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι συγκεκριμένοι κύκλοι που στο παρελθόν προέκριναν το Grexit, έχουν αναθεωρήσει τις απόψεις τους». Επίσης, οι ίδιες πηγές δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο άλλες χώρες, όπως η Ολλανδία για παράδειγμα, να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο με τη Βρετανία ή να επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, που θα οδηγούσε στην περιθωριοποίηση της χώρας. Παράλληλα, ανοικτό θα είναι το ενδεχόμενο η προσπάθεια για «τόνωση» της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης, να γίνει με όρους αυστηρότερης δημοσιονομικής πειθαρχίας, όταν η Αθήνα επενδύει στις πολιτικές εξελίξεις σε χώρες όπως η Ισπανία, για τη χαλάρωση των πολιτικών λιτότητας. Τέλος, κυβερνητικά στελέχη δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο, ανεξαρτήτως αποτελέσματος στο επικείμενο βρετανικό δημοψήφισμα, την Ελλάδα να περιμένει μια ιδιαίτερα δύσκολη δεύτερη αξιολόγηση. Οπως σημειώνουν, λόγω προσφυγικού και Brexit, το Βερολίνο και οι άλλες «σκληρές» ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έδωσαν ζωτικό πολιτικό χώρο στον κ. Τσίπρα τους προηγούμενους μήνες, καθώς δεν επέμειναν, για παράδειγμα, σε περικοπές στις κύριες συντάξεις. Ομως, τούτο δεν είναι βέβαιο ότι θα συμβεί εφεξής, ιδιαίτερα εάν υπάρξουν ενδείξεις ότι η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τον προϋπολογισμό του 2016.
Υψηλός πήχυς
Σημειώνεται, τέλος, ότι παράλληλα με την εκτέλεση του προϋπολογισμού, η κυβέρνηση θα πρέπει το φθινόπωρο να ψηφίσει και το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα 2016-2020, στο οποίο θα πρέπει να προβλέπεται συγκεκριμένο πρωτογενές πλεόνασμα για τα έτη 2019 και 2020. Ο πήχυς για τον κ. Τσίπρα θα είναι ιδιαίτερα υψηλός, καθώς τόσο ο πρόεδρος της Ν.Δ. Κυρ. Μητσοτάκης, όσο και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Ιω. Στουρνάρας έχουν ταχθεί υπέρ πλεονασμάτων της τάξεως του 2% με παράλληλη προώθηση γενναίων μεταρρυθμίσεων. Ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με επιτελείς του, έχει μέσω του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου θέσει το συγκεκριμένο ζήτημα στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Ομως, όπως αναφέρουν οι ανωτέρω πηγές, η μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα καθώς, παρότι έχει τη στήριξη του ΔΝΤ, συνεπάγεται επίσπευση των αποφάσεων για την ελάφρυνση του χρέους, συζήτηση για την οποία, όπως κατέστη σαφές τον προηγούμενο μήνα, η Ευρωζώνη δεν είναι διατεθειμένη να διεξαγάγει στην παρούσα φάση.