H Αγγλία που αγαπήσαμε υπάρχει, επίμονα λακτίζουσα και πάντα ζωντανή. Αυτό δεν αφορά μόνον τους νικητές, αλλά και τον μεγάλο ηττημένο του δημοψηφίσματος, τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον, το διάγγελμα του οποίου ήταν αντάξιο των καλυτέρων παραδόσεων της Βρετανίας. Ηταν μία έξοχη πολιτική παράσταση, που άφησε στο ευρωπαϊκό κοινό μία αίσθηση βαθύτατης ανησυχίας.
Anglia plena jocis, συνεπώς, κατά την πρώτη μεσαιωνική διατύπωση μίας ουτοπικής ευθύμου και «συμπαθούς Αγγλίας», που πιθανότατα ουδέποτε υπήρξε. Αλλά εκ παραλλήλου σωτήριο αντιστάθμισμα μιας γραφειοκρατικής και γερμανοκρατούμενης Ευρώπης με τις ιδιοτελείς μικρότητες του πρωσικού επαρχιωτισμού. Θα βρει το Ηνωμένο Βασίλειο τον δρόμο του. Αλλά το ευρωπαϊκό ιερατείο, που αγνοούσε με τρόπο προκλητικό την ετυμηγορία των πολιτών κάποιων άλλων ευρωπαϊκών κρατών, θα πρέπει να προσαρμοσθεί. Η Γερμανία θα επιχειρήσει ασφαλώς να επιβεβαιώσει την ισχύ της με τρόπο άτεγκτο –τον μόνον που γνωρίζει άλλωστε– και θα εξασφαλίσει και συμμάχους, αλλά ίσως είναι αυτό η αρχή του τέλους. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στη Βρετανία ήταν μία μείζων πρόκληση στην ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων και έχουμε πια εισέλθει εις το «Λυκόφως των ελίτ». Βεβαίως η βαγκνερική Βαλχάλα, το Ανάκτορο των Θεών της παρακμής, δεν έχει ακόμη τυλιχθεί στις φλόγες, αλλά η αμφισβήτηση της αυθεντίας τους έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις.
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους από την πολιτική στην οικονομία έχει επί της ουσίας καταστήσει τους «ηγέτες» τής σήμερον διεκπεραιωτές των αποφάσεων μίας απρόσωπης, πανίσχυρης «ελίτ», που δεν εκλέγεται και ως εκ τούτου δεν λογοδοτεί. Από την όλη διαδικασία επωφελήθηκε μόνον η Γερμανία.
Η οικονομία έχει εισέλθει ασφαλώς σε φάση παγκοσμιοποιήσεως, αλλά οι πολιτικοί ηγέτες εκλέγονται από πολίτες συγκεκριμένων εθνικών κρατών που δεν μπορούν να διακτινισθούν στην υδρόγειο, προσαρμοζόμενοι αυτομάτως σε αλλότριο περιβάλλον.
Αλλά η πολιτική έχει να κάνει με ανθρώπους, συγκεκριμένης παιδείας και ιδιοσυστασίας· η οικονομία με αριθμούς και αποδόσεις· σημείο ισορροπίας μεταξύ δεν έχει εξευρεθεί ακόμη.
Δεν ήσαν έτσι εξ αρχής τα πράγματα. Η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, που άρχισαν την επανάσταση του φιλελευθερισμού στη νέα του εκδοχή, ήσαν κατ’ εξοχήν όντα πολιτικά· πολέμησαν με βιαιότητα εναντίον της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Αλλά, ως φαίνεται, είναι ευκολότερο να ξεκινήσει κάποιος μία επανάσταση, παρά να διατηρήσει μία ανατρεπτική ροπή στο διηνεκές.
Πέραν τούτου, η διαμόρφωση του αισθήματος των πολιτών είναι αδύνατος δίχως συνέργεια ή βοήθεια των ΜΜΕ. Αλλά οι πληροφορίες διακινούνται πλέον άναρχα και ανεξέλεγκτα μέσω του Διαδικτύου, δίχως μία «συστημική» επεξεργασία και ως εκ τούτου αναδεικνύονται στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη πολιτικοί που απαξιωτικά χαρακτηρίζονται «λαϊκιστές». Μόνον που ηγέτης δίχως έρεισμα λαϊκό δεν έχει υπάρξει στην ιστορία, εκτός και εάν πρόκειται περί σφετεριστού της εξουσίας.
Οντα ομοιόμορφα συσκέπτονται πυρετωδώς. Μελετούν τις ισχύουσες κανονιστικές διατάξεις, επινοούν νέες, προτείνουν στρατηγικές. Είναι αυτοί που συγκροτούν τη φαιά όψη της εξουσίας. Απρόσωποι γραφειοκράτες στην υπηρεσία ενός κατεστημένου που μάχεται υπέρ της ενωμένης Ευρώπης αλλά, ως φαίνεται, ερήμην των Ευρωπαίων πολιτών.