Η κοινή και κοινωνούμενη πείρα βεβαιώνει ότι η ανάπτυξη μιας χώρας, η ευζωία των πολιτών, είναι συνάρτηση όχι πρωτίστως του κατά κεφαλήν εισοδήματος αλλά πρωτίστως του επιπέδου ποιότητας της ζωής. Οτι η ποιότητα της ζωής είναι συνάρτηση της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, όχι της καταναλωτικής ευχέρειας. Και δείχτης της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, σε όσες χιλιάδες χρόνια διαρκεί η ανθρώπινη Ιστορία, είναι η γλώσσα: η διεύρυνση των δυνατοτήτων (πλούτος του λεξιλογίου και εύκαμπτη όσο και διαυγής συντακτική δομή) της γλωσσικής εκφραστικής.
Κοινότοπες διαπιστώσεις, τετριμμένες. Αυτονόητες όσους αιώνες το πολιτισμικό «παράδειγμα» (ο κοινός τρόπος του βίου και η νοηματοδότησή του) δεν ήταν στεγανά ιστορικο-υλιστικό. Οσο δεν είχε ακόμα «παγκοσμιοποιηθεί» ο θρίαμβος του διδύμου Ανταμ Σμιθ-Καρλ Μαρξ, δηλαδή ο ολοκληρωτισμός του «Διαφωτισμού», ο πρωτογονισμός του ατομοκεντρισμού. Οι κοινωνίες που γέννησαν το εφιαλτικό δίπολο (τη μεταποίηση της συλλογικότητας ή σε «κολεκτίβα» ή σε «αγορά») είχαν θητεύσει για αιώνες στον θρησκευτικό ατομοκεντρισμό: της ατομικής «πίστης», της ατομικής «ηθικής», της ατομικής «σωτηρίας». Γι’ αυτό και είχαν προλάβει να γεννήσουν και «αντισώματα» στην εγωτική ιδιοτέλεια: θεσμικά χαλινάρια και κατεστημένες «νοο-τροπίες» που να τιθασεύουν (κάπως) την ενορμητική φιλαυτία, τη βουλιμική αρχομανία, τον ακόρεστο ναρκισσισμό: Γέννησαν τον ρωμαιοκαθολικό νομικισμό, την προτεσταντική Ηθική και, αργότερα, τους κώδικες (μάλλον ευχετήριους) κατασφάλισης των «ατομικών δικαιωμάτων».
Η γλωσσική εκφραστική αυτών των κοινωνιών, καταγωγικά διαμορφωμένη για να εξυπηρετεί «την χρείαν» (όχι την «πολιτικήν κοινωνίαν»), ελάχιστα επηρεάστηκε από την παγκοσμιοποίηση του Ιστορικού Υλισμού – τη διεθνοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον ολοκληρωτισμό των «Αγορών». Συρρικνώθηκε η γλωσσική εκφραστική σε μία και μόνη, λατινο-γερμανικού μείγματος λαλιά, την αγγλική, που κάθε λαός του πλανήτη παραμορφώνει κατά το κέφι του την προφορά της, σώζοντας (παραδόξως) τη χρηστική της δυναμική.
Η ελληνική ήταν μια διεθνοποιημένη γλώσσα, «κοινή» στην ελληνο-ρωμαϊκή «οικουμένη», για πολλούς αιώνες. Κοινή σε ένα πολιτισμικό «παράδειγμα» κοινωνικοκεντρικό (τουλάχιστον στις στοχεύσεις του), στους αντίποδες του ατομοκεντρικού της μετα-ρωμαϊκής (βαρβαρικής τότε) Δύσης.
Το κοινωνιοκεντρικό «παράδειγμα» καταλύθηκε με τη συνδυασμένη δράση (το πάθος-μένος) Σταυροφόρων και Οθωμανών. Και, τέσσερις αιώνες μετά, η ελάχιστη χούφτα απελευθερωμένων Ελλήνων υποτάχθηκε στους όρους του «έθνους-κράτους» (που συμπύκνωνε τον τρόπο – πολιτισμό του ατομοκεντρικού «παραδείγματος»). Οι συνέπειες για την ελληνική γλώσσα ήταν μοιραίες: Για δυο ολόκληρους αιώνες οι Ελληνόφωνοι βιάζουμε τη γλώσσα μας να εξυπηρετήσει τις εντελώς αντίθετες ανάγκες, τις ατομοκεντρικές, από τις ανάγκες τις κοινωνιοκεντρικές που γέννησαν την ίδια και τον μοναδικό πραγματικά εκφραστικό της πλούτο.
Μιλάμε σήμερα για συντελεσμένη μακάβρια καταστροφή: Το νοηματικό περιεχόμενο (βιωματικό φορτίο) πολύτιμων λέξεων έχει αλλοιωθεί ή διαστραφεί. Λέμε «δημοκρατία» και εννοούμε την καλοστημένη απάτη διαχείρισης εντυπώσεων την επιλεγόμενη «αντιπροσωπευτικό σύστημα». Λέμε «αλήθεια» και εννοούμε την ορθότητα της πληροφορίας, όχι την προφάνεια της κοινωνούμενης εμπειρίας. Λέμε «πίστη» και εννοούμε ατομικές πεποιθήσεις, όχι αμοιβαιότητα εμπιστοσύνης. Λέμε «ελευθερία» και εννοούμε δικαίωμα εγωτικών επιλογών ή συνδικαλισμένης αυθαιρεσίας, όχι το (κορυφαίο για τον άνθρωπο) άθλημα απεξάρτησης από τυφλά ένστικτα και ενορμήσεις. Λέμε «διάλογο» και εννοούμε παράλληλους μονολόγους. Λέμε «πρόσωπο» και καταλαβαίνουμε απρόσωπο άτομο, λέμε «έρωτας» και καταλαβαίνουμε «σεξ» – απειράριθμα τα ανάλογα εκτρωματικά.
Η Ελλάδα χωρίς γλώσσα που να κομίζει την πολιτισμική διαφορά των Ελλήνων (να την κομίζει όχι σαν μουσειακό παρελθόν αλλά σαν επικαιρική πρόταση με πανανθρώπινη εμβέλεια – αντιπρόταση στον ιστορικο-υλιστικό εφιάλτη) είναι αναπότρεπτο να υποταχθεί στο «μοντέλο» Ταϋλάνδης, Μαλαισίας, Γεωργίας, Ρουμανίας: Το μεροκάματο, για όσους αρνηθούν την προσφυγιά, ισοδύναμο με φυσική εξόντωση. Και η αγγλωσία δοκιμασμένη συνταγή εξαθλίωσης των μαζών, υποταγή τους σε σωστικά «μνημόνια» – μαζί με κατάργηση βαθμολογίας και εξετάσεων, δηλαδή με την εκδοχή της αριστείας ως «ρετσινιάς». Οι πολιτικές του υπουργείου Παιδείας, τα τελευταία σαράντα χρόνια, υπηρέτησαν, χωρίς εξαίρεση, τη δρομολογημένη επιδίωξη (ας ελπίσουμε, ανεπίγνωστα).
Η καταστροφή της γλώσσας συνεχίζεται αδυσώπητη – κάθε μέρα υπάρχουν τρεις έως πέντε εκφωνητές ή ανταποκριτές ή σχολιαστές στα κανάλια που θα έπρεπε να απολυθούν αυθημερόν για την αγραμματοσύνη τους, και άλλοι τόσοι από πολιτικούς θώκους, γελοιωδέστεροι. Ακούμε φρικαλεότητες, όπως: «ο αναλογούν φόρος», «η πλήρη εφαρμογή», «τον επικεφαλήν» ή «του επικεφαλή», «αυτή τη στιγμή συνδράμουν στην κατάσβεση», «κάτι άλλο δεν παρατηρούμε μέχρι στιγμή», «τους υπαγάγει τώρα δωρεάν», «άνευ άδεια», «να μην εκτίθεται στον ήλιο υπέρ του δέοντος»…
Το πιο αδιάντροπο είναι η αυθαίρετη στρέβλωση της γλώσσας επειδή ο ρήτορας λογαριάζει κάποιους γραμματικούς τύπους σαν «καθαρευουσιάνικους» που μολύνουν την «προοδευτική» του εκφραστική. Ο κ. Τσίπρας, π.χ., υιοθετεί το ανύπαρκτο «έχει παράξει πλεόνασμα η κυβέρνηση» (το έχει παραγάγει του μοιάζει «συντηρητικό», ακατάλληλο για υπέρμαχους «της Αριστεράς και της προόδου». Για τον ίδιο λόγο, προφανώς, και ο κ. Σημίτης καταργούσε τη διάκριση «στιγμιαίου» και «διαρκούς»: έλεγε «η Ελλάδα πέρυσι παρήγε» – τον ενοχλούσε το «παρήγαγε».
Ενας φιλόλογος θα μπορούσε να εντοπίσει ευστοχότερες και πολυπληθέστερες ενδείξεις της καταστροφής που συντελείται, τα πολύ τελευταία χρόνια, στη γλώσσα των Ελλήνων. Με ιστορικές συνέπειες ασύγκριτα εφιαλτικότερες από αυτές της οικονομικής χρεοκοπίας, της χαμένης κρατικής ανεξαρτησίας, της διοικητικής διάλυσης, του κυρίαρχου κυνικού αμοραλισμού. Δύσκολο να πείσει κανείς γλωσσικά απαίδευτους κομματανθρώπους πού οδηγεί η σύγχυση οριστικού και υποτακτικού λόγου («θα υπάρξει επιδείνωση του καιρού», αντί, «θα επιδεινωθεί ο καιρός» – «να σε ευχαριστήσω, Ανδρέα», αντί, «σε ευχαριστώ Ανδρέα»).
Πού οδηγεί η κατάργηση των άρθρων (όπως σε γλώσσες υπανάπτυκτης εκφραστικής): «θα πάμε Μοναστηράκι», «μένω Αγρίνιο». Γιατί τα ρήματα εις -έω μεταποιούνται εις -άω: «ζητά», «παρακαλά», «προχωρά», «μιλά», «εξηγά», «οδηγά». Γιατί η «προοδευτική» εκδοχή απαιτεί να λέμε: «η μέθοδο», «η πρόοδο», «η λεωφόρο», «η ψήφο», «η είσοδο». Γιατί το ανατριχιαστικό, πασοκικό και συριζαίικο: «η πλήρη εφαρμογή», «η διεθνή εκτίμηση», «η επισφαλή λύση».
Αυτό που συμβαίνει με τη γλώσσα στην Ελλάδα θα είχε το ανάλογο αν η Σαουδική Αραβία αχρήστευε τις πετρελαιοπηγές της και η Νότια Αφρική τα αδαμαντωρυχεία της. Το πολιτικό μας προσωπικό αντιλαμβάνεται τη σύγκριση σαν εικόνα, συμβολικά. Δεν καταλαβαίνουν ότι η σύγκριση κυριολεκτεί.